Στην αίθουσα αναμονής του νοσοκομείου. Μια χαλασμένη διπλή φλορέντζα αναβόσβηνε ρυθμικά, αφήνοντας σε κάθε νότα έναν περίεργο ψιλό ήχο. Κάποια άταχτα μωρά επαιρνούσαν τρέχοντας που μπροστά της ανά τακτά διαστήματα.
Ο άντρας της, καθισμένος πλάι της, εμουρμουρούσε. «Εν ιμπόρω», «Εννά πεθάνω». Άμα ελείφκαν οι κουβέντες, εκούγκαν όπως τη λεχούσα που πονεί τα μητρικά της. «Έι ολάν, Γιωρκή, εν κρυολόγημα καλέ μου, μεν σαλαβατάς τζαι εννά έρτει η σειρά σου, πόμεινε».
Χαβάν ο Γιωρκής. Άχχα, βάχχα, επελλάνισκεν τους τόπους. Ελάλεν της η μάνα της ότι οι αρσενιτζιοί άμα πονήσουν το νύσιι τους ππέφτουν μες στα σεντόνια. Ο Γιωρκής, όμως, ήταν η ζωντανή απόδειξη. Υποχόνδριος, φοητσιάρης. Γέρος.
Εποφύσισεν τζαι με μια κίνηση εσηκώθηκε να ξεμουθκιάσει. «Θέλεις να σου φέρω κανένα νερό να δροσιστείς;». Πριν να της απαντήσει, είπεν του «Εννά φέρω επειδή θέλω τζαι εγώ να πιω, αν έρτει η σειρά σου, φώναξε μου, εννά είμαι τζαμαί στη μηχανή».
Έστρωσε την καρό μαύρη με γκρίζο φούστα της, περνώντας τα χέρια πάνω στες πλέττες. Πριν κάμει δέκα βήματα, άκουσε μια φωνή «Κυρία Θέκλα;». Στο δημοτικό που εδίδασκε, ακόμα τζαι οι συναδέλφοί της εφωνάζαν την Κυρία. Όπως πάντα αγέλαστη τζαι αυστηρή. Εγύρισε να δει ποιος τη φωνάζει.
Ένας γιατρός έπιασέν της το σιέρι της. «Κυρία Θέκλα, θυμάσαι με;», είπε. Ήταν σίουρη ότι ήταν μαθητής της. «Θυμούμαι σε, γιέ μου», είπεν του. «Θύμισ’ μου το όνομά σου;». «Ο Σωτήρης, Κυρία». «Μάλιστα, ο Σωτήρης».
Μια αμήχανη σιωπή για πέντε-δέκα δευτερόλεπτα. «Περιμένετε στη σειρά για να σας δουν;», είπεν της. «Όι, γιέ μου, ήρτα για τον άντρα μου», απάντησε, τζαι χαμογελώντας ελαφρά εσυνέχισε τον δρόμο της για το ψυγείο.
«Κυρία Θέκλα», εξαναείπεν ο γιατρός. «Μια φορά στην τρίτη δημοτικού. Ήρτεν ο φωτογράφος στο σχολείο. Έκαμνε μας μάθημα, θυμάσαι». Έμεινε να τον θωρεί, φανερά συγχυσμένη. Πριν προλάβει να του απαντήσει ο γιατρός εσυνέχισε, «Πού να θυμάσαι, έσιει τριάντα χρόνια. Εβούρουν να πάω να φκάλω φωτογραφία τζαι εκουτσούφλησα πας στην κάμερα του φωτογράφου. Θυμούμαι ότι ήρτες τζαι εσήκωσες με τζαι πριν προλάβω να μιλήσω εβουζούνισες μου έναν πάτσο μες στα μμάθκια».
Η Θέκλα έμεινε με ανοιχτό το στόμα.
«Στη φωτογραφία ήμουν εγώ, ο Αντρέας τζαι ο Αχιλλέας. Οι θκυο τους εγελούσαν. Εμέναν τα μμάθκια μου ήταν κλαμουρισμένα τζαι η βούκκα μου ολοκότσινη. Για κάποιον λόγο η μάνα μου εθεώρησε σωστό ότι τούτη η φωτογραφία έπρεπε να εν φάτσα κάρτα στο σύνθετο του σαλονιού. Κάθε μέρα έβλεπα την τζαι εδιερωτούμουν αν άξιζα τζείνον τον πάτσο».
Η Θέκλα εξεροκατάπιε. Έκαμε να του πεί «Λεβέντη μου, εγώ…». «Άφηστο, Κυρία Θέκλα. Έθελα απλά να δω αν είσαι εσύ, εν τζαι έθελα να σε κάμω να μαραζώσεις».
Εχάδεψέν της το γερασμένο της μάγουλο, εχαμογέλασε τζαι χωρίς να πει λέξη επροχώρησε προς την αίθουσα αναμονής. «Το νούμερο 54, Κύριος Πέτρου. Ο Κύριος Πέτρου έχει σειρά». Είδε τον Σωτήρη να βοηθά τον άντρα της να σηκωθεί που την καρέκλα για να τον εξετάσει.
Επιρροές
15
Jul 14
Θέκλα
08
Jul 14
Ο καυκάς
Πριν λλίες μέρες ετσακκώθηκα με την κόρη μου. Όσο νόημα τζαι αν κάμνει το να τσακωθείς με ένα μωρό 3 χρονών, εγώ έκαμα το.
Εστέκετουν πάνω στο σκαμνάκι της μπροστά στον νιπτήρα. Ανέβασα της τα μανίτζια της τζαι κρατώντας το πρόσωπο της με το ένα μου σιέρι, με το άλλο εγέμωσα μια χούφτα νερό τζαι ένιψα την. Άρκεψεν την μουρμούρα.
«Εν μου αρέσκει να με νίφκεις», «Όχι, όχι άλλο νερό», «Φύε. Μάμμα, μάμμα!»
Στα πολλά, άρρωσα της. «Ρέα σταμάτα την γκρίνια. Εν μεγάλη αταξία. Εν γκρινιάζουμε το πρωί, πρέπει να ετοιμαστούμε να πάμε σχολείο». Στη συνέχεια άρκεψα τα κλασικά ψέματα.
Λευκά ψέματα που εν κάμνουν λογική, αλλά για κάποιο λόγο, όλοι οι γονείς ανεξαρτήτως εποχής, ταΐζουν στα μωρά τους για να τα πείσουν να κάμουν όπως τα διατάσσουν. «Εννά αρκέψει μάθημα η δασκάλα τζαι εν θα σε βάλει στην τάξη», «Εννα μας πιαν τη θέση τα άλλα τα παιδάκια» και ούτω καθεξής.
Μάταια όμως. Η Άντρεα Κυριάκου εσηκώθηκε κουρτισμένη τζείνη τη μέρα. Εν έθελε την οδοντόκρεμα με γεύση γατάκι τζαι επέμενε να της βάλω που την άλλη που έσιει γεύση κροκόδειλο. Η άλλη με την γεύση κροκόδειλος τελικά εν της άρεσκε τζαι έθελε την φράουλα. Εν άνοιξα το νερό της βρύσης, με την ίδια ακριβώς πίεση όπως τες υπόλοιπες μέρες. Εν εκρέμμασα καλά την πετσέττα της στην κρεμμάστρα. Γενικά διάφορες δικαιολογίες για να πιάσει την προσοχή μου. Έστω τζαι την αρνητική μου προσοχή.
Κλάμα στο κλάμα, θυμό στο θυμό, μετά που καμπόσα σκουπίσματα της μύξας τζαι των μαθκιών της που ετρέχαν ποταμός, εκατάφερε τζαι έφτασε με στα όρια της υπομονής μου.
Όπως εκράταν την πετσέττα τζαι εμουγκάριζε όπως τον βου που τον σφάζουν, ετράβησα της την τζαι έβαλα της την φωνή. «Άτε έφυες που δαμέ, πήαιννε στην μάμμα τζαι κανεί». Απελπισία, θρήνος, οδυρμός.
Εξεκίνησε να κωλοσύρνει τα ποούθκια της τζαι με νεκαλητές κραυγές να φωνάζει «Μάμμα, μάμμα, εν με θέλει ο παπάς. Είπε μου να φύω. Έτον, έτον, είπε μου να φύω.» Τζαι εγώ να στέκουμαι αναμαλλιάρης με την φανέλλα που φορώ για πυτζάμα τζαι το παντελόνι της δουλειάς, κουμπημένος πας τον παραστατό της πόρτας, να νιώθω ο πιο σκληρός, ο πιο άκαρδος τζαι ο πιο αχώνευτος γονιός του κόσμου.
Εγονάτισα στο ύψος της, εφώναξα της. Εστράφηκε πίσω. Το πρόσωπο της μια νεκατωσιά δακρύων τζαι μύξας. «Εννα είσαι φρόνιμη;» είπα. Έσουσε την κκελλέ της καταφατικά τζαι έρεξε το σιέρι της σαν την σκούπα πάνω στα μάγουλα της για να σκουπιστεί. Εχαμογέλασα τζαι αμέσως έππεσε μες την αγκαλιά μου τζαι άρκεψε να γελά. «Αγαπώ σε, παπάκη μου» είπε τζαι αμέσως εξέχασα τζαι τα νεύρα, τζαι τα κλάματα τζαι ούλλα.
02
Jun 14
Το τατουάζ
Στα 20 χρόνια μου, η πρώτη μου δουλειά μετά τον στρατό ήταν να κάμνω αρχειοθέτηση μετοχών σε ένα που τα μεγαλύτερα χρηματιστηριακά γραφεία τζείνου του τζαιρού. Ήταν μια δουλειά που δεν εκαταλάβαινα. Απλά έκαμνα την επειδή επλέρωνε τρεις λίρες την ώρα, που ήταν αρκετά λεφτά για μένα τότε τζαι επειδή έπρεπε να ασχολούμαι με κάτι όσον εσπούδαζα.
Δίπλα μου εκάθετουν ένας τύπος που μόλις είσιεν τελειώσει το πανεπιστήμιο. Ήταν απόφοιτος κάποιας σχολής στην Ελλάδα τζαι τούτη ήταν τζαι τζείνου η πρώτη του σοβαρή δουλειά. Είσιεν μακριά μαλλιά, μούσι, ένα αποτυπωμένο χαμόγελο συνέχεια στην φάτσα του τζαι έναν ειρωνικό βλέμμα, μέσα που τα γαλαζοπράσινα μάθκια του.
Κουβέντα στην κουβέντα ήβραμεν τα. Είπε μου ότι επήε σε καμπόσες συναυλίες των Metallica όσο ήταν φοιτητής τζαι ότι αρέσκαν του οι Slayer. Ήταν καλό τυπούι τζαι τόσα χρόνια μετά, καταλαβαίνω ότι επηρέασε τον τρόπο που σκέφτουμαι τζαι που θωρώ την ζωή παραπάνω που πολλούς άλλους. Παραπάνω που ανθρώπους που ήταν πολλά πιο νεκατωμένοι στην ζωή μου τζαι που ήξερα πολλά παραπάνω τζαιρό.
Νομίζω τζείνο που με έκαμνε να τον θαυμάζω παραπάνω ήταν η ωμή τζαι αδιαπραγμάτευτα ρεαλιστική του οπτική για τον κόσμο. Πρώτη φορά εγνώριζα κάποιον άνθρωπο που να λαλεί ό,τι ακριβώς σκέφτεται, να μεν φοάται για τζείνο που είναι τζαι τζείνο που νιώθει, που να μεν υποκρίνεται τζαι που να μεν οργανώνει τη ζωή του με βάση τες προσδοκίες των άλλων.
Πέρα που τες κουβέντες που μου έκοψε για μουσική τζαι για ταινίες. Που μου έδειξε ποιοι εν οι Megadeth τζαι ποιος ο Ταραντίνο, τζαι που με έμπασε κυριολεκτικά στον κόσμο των κόμιξ, πέραν του Μίκυ Μάους. Εμείναν μου στον νου κάποιες που τες κουβέντες του.
Μια μέρα εμπήκε μια γκόμενα, συνάδελφος, τζαι ερώτησε τον αν έσιει ταττού στην πλάτη του. Φαίνεται ότι μέσα που κοινούς γνωστούς, τούτη έμαθε ότι το κοπελλούι είσιεν ένα πολλά μεγάλο τζαι με λεπτομέρεια ταττού πάνω στην ωμοπλάτη του. Απάντησε της θετικά, τζαι εγύρισε που την άλλη χωρίς να συνεχίσει την κουβέντα.
Εγώ άρκεψα να τον ρωτώ διάφορα για τα τατουάζ. Αν επόνησε, τι εσχεδίασε, τι συμβολίζει, πόσα εστοίχισε. Ήταν πολλά συγκρατημένος για το τι είσιεν σχεδιάσει τζαι το τι εσυμβόλιζε. Σε καμιά περίπτωση δεν μου έδωκε το δικαίωμα να του ζητήσω να το δω. Έδωκε μου να καταλάβω ότι τζείνο το πράμα ήταν κάτι δικό του, που εν ήταν υποχρεωμένος να το μοιραστεί με κανέναν. Πράμα που ακόμα τζαι σήμερα δεν ισχύει. Πολλοί κάμνουν ταττού τζαι ντύνονται αναλόγως για να φαίνεται τζείνο που εκάμαν.
«Τα πράματα που χτυπάς πας στο κορμί σου» είπε μου «έν’ μόνο δικά σου. Κάμνεις τα για σένα. Εγώ θεωρώ ότι για να θκιαλέξεις κάτι να σου σημαθκιάζει το κορμί σου για πάντα, είτε εσημάθκιασε την ψυσιή σου για πάντα τζαι θέλεις να το έσιεις τζαι πας το κορμί σου, είτε νιώθεις ότι έννα ξηχάσεις το σημάδι, τζαι θέλεις να θωρείς κάθε μέρα για να θυμάσαι».
Μέχρι σήμερα, εσκέφτηκα πολλές φορές να κάμω τατουάζ. Πάντα έρκεται ο νους μου πίσω σε τούτη την κουβέντα, τζαι χάννω το θάρρος να προχωρήσω.
20
Mar 14
Ο Βαλεντίνος
Ο Βαλεντίνος εμπήκε στην παρέα μας εντελώς αθόρυβα τζαι ύπουλα. Τη μια μέρα, δεν τον έξερε κανένας. Ύστερα που λλίες εβδομάδες εβρέθηκε να κάθεται δίπλα μας τζαι να έσιει τον πρώτο λόγο στην παρέα.
Ήταν ένα χαρακτηριστικά διαφορετικό κοπελλούι που εμάς. Πραγματικά, στες αρκές που τον εγνώρισα έκαμνε μου εντύπωση μόνο τζαι μόνο το γεγονός ότι εκατέληξε μαζί μας. Ήταν ποτζείνα τα κοπελλούθκια που την εποχή της εφηβίας μου, εθωρούσαμεν τα στες απογευματινές, αμερικάνικες σειρές του ΑΝΤ1. Κάτι σαν Κυπραίος Πάρκερ Λούις ή Ζακ Μόρρις.
Ετραβιέτουν με πολλές γκόμενες ή τουλάχιστον έτσι εχουμίζετουν. Εφορούσε ρούχα τα οποία οι υπόλοιποι είχαμε υπόψη μας μόνο ακουστά. Μπορεί η φόρμα η Nike που εφορούσε τζαι τα Air Jordan, να εστοιχίζαν τόσο όσο ούλλη η γκαρνταρόμπα μου.
Μαλλί που εζηλέφκαμε ούλλοι. Ίσιο, ξανθό, κουρτίνες. Ο παπάς του ελάλεν μας ήταν Εγγλέζος. Τα γονίδια του, καμιά σχέση με τα μεσανατολίτικα δικά μας. Τα μελαχρινά μας πρόσωπα τζαι τα μαύρα μας κατσαρά μαλλιά, που με δυσκολία εκαταφέρναμε να συσταρίσουμε λλίο με μπρίλκριμ τζαι τζερί που το περίπτερο, εντελώς διαφορετικά που το ολόασπρο τζαι χωρίς ίχνος ακμής πρόσωπό του.
Πάντα είσιεν τες πιο αξιοζήλευτες ιστορίες να μας διηγηθεί. Ο παπάς του ελάλεν ότι ήταν πιλόττος τζαι η μάμμα του εδούλευκε σε μια μεγάλη εταιρεία. Εφέρναν του πάντα τα πιο ακριβά παιγνίδια τζαι επαίρναν τον μαζί τους στες πιο μακρινές χώρες. Εμείς, χασκιασμένοι εκαθούμαστε με ανοιχτό το στόμα τζαι ακούαμε τι ελάλεν ο Βαλεντίνος. Κανένας δεν εσκέφτηκε πόθθεν εκατέβηκε τούτος ο άνθρωπος, με ποιον ήταν φίλος τζαι εκατέληξε να γίνει φίλος με ούλλους. Την μάππα του την Spalding, που την εγόρασε που τον Μαύρο, που ήταν καλύτερη που την δική μου που την εκέρδισα με τον ττάππο της Πέπσι.
Το Super Nintendo του, που καμία σχέση με το Atari που είχαμε πομισιάρικο τρεις αρφούες. Μια ανάμιξη ζήλιας τζαι θαυμασμού τα συναισθήματα μου όποτε τον εθώρουν. Δέος, σιωπή, άκουα, δεν εμίλουν. Μια μέρα έκοψα σπίτι του. Έκατσα στο δωμάτιο του τζαι επερίμενα να κάμει μπάνιο. Είσιεν κομπιούτερ ακριβό, αφίσες πας τους τοίχους, τηλεόραση τζαι βίντεο. Ένα δωμάτιο όνειρο για κάθε έφηβο της εποχής. Ακόμα τζαι το σιαμπού του εφάνηκε να μυρίζει πιο καλά που το δικό μου.
Μετά που τούτο το συμβάν, απλά απέφευγα την επαφή μαζί του. Άμα ήταν κοντά, έφευκα. Άμα άκουα ότι έννα έρτει, δεν επάεννα. Ήταν ποτζείνους τους ανθρώπους σόπες. Πολλά ωραία τζαι βραστά να κάθεσαι κοντά αλλά άμα ρέξει λλίη ώρα, κρούζεις τζαι εν κοντεύκεις. Ίσως να ήταν τούτος ο λόγος που δεν εκοστέρκασε στην παρέα μας. Απότομα εμπήκε, απότομα εχάθηκε. Είδα τον ξανά σε διαφορετικές παρέες ανά τζαιρούς. Είδα τον τζαι πρόσφατα, μπάρμαν σε ένα εστιατόριο. Εν του εμίλησα, ένιωσα ότι δεν εμοιραστήκαμε ποττέ τίποτε για να το θυμηθούμε.
19
Jan 14
Ο χάκερ
Κατά τες 2 το πρωί, άνοιξε την πόρτα του γραφείου του. «Ακόμα είσαι δαμέ;» ερώτησε, αγουροξυπνημένη τζαι λλίο πειραγμένη που ο άντρας της προτιμά να περνά τον χρόνο του με ένα υπολογιστή παρά μαζί της.
Το πρόσωπο του, φωτισμένο που την οθόνη του λάπτοπ τζαι δίπλα του ένα τασάκι με καμιά δεκαρκά μισοκαπνισμένα τσιγάρα. Αναμένη μια λάμπα πράσινη, με χρυσό λαιμό να φωτίζει ένα διαφημιστικό μπλόκ σημειώσεων. Χωρίς να γυρίσει να την δει απάντησε «Ένα λεπτό, Μαρία μου, μιλά μου τωρά ένας, νομίζω έφκαλα άκρη. Τώρα τζαι να δείς».
«Άχ, ρε Παντελή. Καμιά φορά, σηκώννεις μου τα μαλλιά της τζιεφαλής μου με τούτη τη ξεροτζιεφαλιά σου. Ήντα κάθεσε μες τα μαύρα χαράματα πας το κομπιούτερ του μωρού. Τι γυρέυκεις; Εν τα είπαμε τόσες φορές;»
Εγύρισε την καρέκλα του προς το μέρος της. Ίσιωσε την τελαντωτή, άσπρη του φανέλλα για να καλύψει την τζοιλιά του. Ποιος μπορεί να πάρει στα σοβαρά, ένα κκέλη σαρανταπεντάρη, με τζοιλιά όπως την παττίχα, σώβρακο, κλάτσες τζαι τελαντωτή φανέλλα; Εσουλουππώθηκε τέλοσπαντων, όπως εμπορούσε, ίσως για να δώσει έμφαση τζαι κύρος στο λόγο του.
«Μαρία, είμαι σίουρος ότι μες τούτα τα ίττερνετ τζαι τα τσιάτ, που μπαίνει η κόρη σου, έσιει ανώμαλους. Εν μου το φκάλλεις που το νού. Θα κάτσω δαμέ ώσπου να μου μιλήσει ένας πουτούτους έτσι για να σας το δείξω να βάλετε νου.»
Η Μαρία, είδεν τον με απορία τζαι συγκρατημένα εκνευρισμένη, ερώτησε. «Πως περιμένεις να σου μιλήσει; Έσιεις κάποια στρατιγική δηλαδή;»
Σάννα τζαι εκατάλαβε ότι τζείνο που έκαμνε εν ήταν το πιο λογικό τζαι αποδεκτό πράμα. Απάντησε της όμως, μουθκιασμένα. «Εεεεε, έτο. Εμπήκα σε ένα που τα κανάλια που μπαίνει τζαι μιλά, τζαι έβαλα όνομα Omorfi14».
Αγανακτισμένη, νυσταγμένη τζαι στα όρια του νευρικού κλονισμού, είπε του «Είσαι ένας μεσήλικας, που κάθεσε μπροστά που ένα λάπτοπ η ώρα 2 το πρωί, με παρατσούκλι λολίτας τζαι καρτεράς να μιλήσεις με άλλους αρσενικούς. Εμίλησε σου κανένας ανώμαλος ως τωρά;»
«Εεεε, όι, μόνο κάτι μιτσιοί που το Λύκειο της Ακρόπολης που με ερωτήσαν αν θα πάω στο Cineplex την Παρασκεύη.» είπε.
«Καλά ρε Παντελή, εν το έκοψε ο νούς σου ότι αν σε ανακαλύψει κανένας, εννα σε πάρουν μέσα αδίκαστο; Κάθεσε τζαι κάμνεις την κορούα, για να μιλάς με μιτσιούς; Ο ανώμαλος που γυρεύκεις εν μες τούτο το δωμάτιο που κάθεσε τόση ώρα!»
«Πούντον ανώμαλο ρε Μαρία…»
«Εν μεταξύ του πληκτρολογίου τζαι της καρέκλας ρε Παντελή». Είπε, έβαλε τα σιέρκα στες πούντζιες της ρόπας τζαι έφυε. Ο Παντελής, έγυρε πίσω την κκελλέ του, έμεινε να θωρεί λλίη ώρα το ταβάνι σκεφτικός τζαι έκλεισε προσεκτικά την οθόνη του λάπτοπ.