23
Aug 13

Κανένας

Ακούω που τα ράδια, που τες τηλεοράσεις, κόσμο να ρωτά (φιλοσοφικά πάντα) ποιος να φταίει για τα μαύρα μας τα χάλια τα οικονομικά. Οι πολιτικοί επιρρίπτουν αόριστες ευθύνες.

Μιλούν για κάποιους που φταιν. Ίσως επειδή είτε εν έχουν τα κότσια να πουν ποιοι φταιν, είτε φοούνται ότι αν δακτυλοδείξουν κάποιον, σε κάποια φάση εννα τους δακτυλοδείξουν πίσω. Εσκέφτηκα το αρκετά, τζαι το μόνο που εκατέληξα εν ότι απλά ξιουρίζουν μας.

Το θέμα μου όμως έννεν το ότι μας επιάσαν οι πολιτικοί στο μαιττάππι. Το θέμα μου είναι ποιος φταίει για την κατάσταση στο νησί.

Εν χρειάζουνται διερευνητικές επιτροπές τζαι ιστορίες για να το ανακαλύψουμε. Να σας πω εγώ ποιος φταίει. Κανένας. Μάλιστα κανένας.

Όπως κανένας εν έφταιξε για το χρηματιστήριο, κανένας δεν έφταιξε για την εισβολή τζαι το πραξικόπημα. Κανένας δεν έφταιξε για το αεροπλάνο που δεν είχαν υπόψην τους αν εδούλεφκε σωστά τζαι εφορτώσαν τον κόσμο για να τον πάρουν διακοπές, κανένας δεν έφταιξε για το κοττέινερ με τα παρούθκια που ανατινάχτηκε, εγονάτησε την οικονομία τζαι εμαυρόντησε οικογένειες.

Όπως πάντα στην Κύπρο. Φταίν κάποιοι αλλά εν φταίει κανένας.

Οργανώνουνται διερευνητικές επιτροπές για να ανακαλύψουν τι έγινε. Στες περιπτώσεις που φκάλλουν πορίσματα, εν τα λαμβάνει κανένας υπόψην του, ούτε έχουν οποιαδήποτε υπόσταση. Στες υπόλοιπες περιπτώσεις, κουντούν το αυκό με την μανιβέλλα τζαι περνά ο τζαιρός χωρίς αποτέλεσμα. Όσο περνά ο τζαιρός, ο κόσμος ξεχάννει, θωρεί τα Άσπρα Μπαλόνια τζαι τους Εφτά Ουρανούς, τζαι κόφτει τον παραπάνω η Ομονοιάκκα παρά το να αποδοθεί δικαιοσύνη.

Εμάθαμε να δεχούμαστε ότι εν φταίει κανένας. Ανεχούμαστε το φταίξιμο να αιωρείται κάπου πάνω που το Τρόοδος. Ίσως επειδή φοούμαστε ότι μια μέρα μπορεί να φταίξουμε εμείς τζαι έτσι αποποιούμαστε των ευθηνών μας. Βολέφκει να φταίει ο «ξένος δάκτυλος» ή «κάποιος άλλος».

Τζαι για τα μαύρα χάλια της οικονομίας μας, θα περάσει καμπόσος τζαιρός, θα ξεχάσουμε, θα συγκεντρωθούμε στες ζωούλλες μας τζαι ύστερα που 2-3 χρόνια θα φκάλουν ένα πόρισμα τόσο αόριστο τζαι τόσο άσχετο, που εν θα μπορεί κανένας να το ερμηνεύσει τζαι να αποδώσει ευθύνες.

Σε ότι αφορά την πολιτική τζαι τον κυβερνητικό μηχανισμό, δεν φταίει ποττέ κανένας. Οι ευθύνες πάντα χάννουνται σε ένα κυκεώνα γραφειοκρατίας, ερμηνειών, υποθέσεων τζαι διαδικασιών.

Οι πολιτικοί φωνάζουν ότι με τες διερευνιτκές επιτροπές, εννα ποινικοποιηθεί η πολιτική ζωή. Σάννα τζαι εν κακό να ποινικοποιηθεί η πολιτική ζωή.

Μόνο οι ζωές οι δικές να εν αιχμάλωτες τζαι ποινικοποιημένες. Οι πολιτικοί δικαιούνται να παίζουν κουμάρι τες ζωές τζαι το μέλλον μας τζαι να μεν αρωτά κανένας το γιατί ούτε κανένας να ζητά τα ρέστα.

Κανένας δεν φταίει, ούτε κανένας θα φταίξει. Κρύψετε τζαι τραβάτε κουπί.


16
Aug 13

Χιονοστιβάδα

Εθκιάλεξα ψωμί τζαι επερίμενα στην σειρά για να πλερώσω. Η ταμίας, Κυπραία, μεσήλικας, με ταλαιπωρημένο βλέμμα τζαι χοντροκομμένα χαρακτηριστικά. Που το ντύσιμο τζαι το ηλιοκαμένο πρόσωπο, Ο μπροστά μου πελάτης εκαταλαβένετουν ότι έρκετε που χειρονακτική εργασία.

«Με το ζόρι να μου πουλήσει άρωμα.», είπε αγανακτισμένα η ταμίας στην υπάλληλο που έκοφκε τα ψωμιά. «Καλά Κυρία Γιαννούλα μου, γιατί εν το έπιασες; Μπορεί να ήταν τζαι ορίτζιναλ, τούτες κλέφκουν τα τζαι πουλούν τα για μπακκίρες. Έπιασε μια φίλη μου, να δούμε πόθθεν τα συνάουν.»

«Σιγά να μεν ήταν ορίτζιναλ.» απάντησε με σιουρκά η Γιανούλα. «Εν Κινέζικα κόρη μου, απομιμήσεις. Πιάννουν τα με την ντουζίνα που ποτζεί στα Τούρτζικα τζαι γυρεύκουν θύματα ποδά να τους τα μπαξιώσουν. Εμυρίστικα το αφού, τζαι εμύριζε όπως την σπιρτοκολώνιαν».

Ο άνθρωπος μπροστά μου, ερώτησε «Μα για ποιάν μιλάτε; Για την τσιγγάνα που έφευκε τωρά;». Μόλις έπιασε την θετική απάντηση που τες ταμίες, αποκρίθηκε με ύφος δεκαπέντε σοφών, «Ξεφορτώννουνται τους οι καλαμαράες, τζαι κουβαλιούνται ποδά. Αντίς να τους κουρέψει τούτους τους, μάντηες η τρόικα, εκούρεψε μας τα ρυάλλια μας.»

Τζαι τζιαμέ εξεκίνησε να χτίζετε μια συζήτηση μεταξύ των τριών τους, με τούβλα την ξενοφοβία, την αμπελοφιλοσοφία τζαι τες κουβέντες του καφενέ.

Τζαι τούτοι οι βρωμισμένοι τι γυρεύκουν στην Κύπρο, τζαι εν τούτοι που κλεφτουν τες δουλειές μας, τζαι εν τούτοι που κάμνουν τες ληστείες. Για ούλλα τα κακά, έφτεξεν η τσιγγάνα που εδοκίμασε να τους πουλήσει άρωμα.

Επλέρωσεν ο άνθρωπος τζαι έκαμεν να φύει. «Αλόπως πρέπει να έρτει τζαι δαμέσα καμιά Χρυσή Αυγή να καθαρίσει τον τόπο να πνάσουμε.» εφώναξε του η ταμίας. Τζείνος έγνεψε καταφατικά, εχαμογέλασε τζαι σιερετόντας εκατέβηκε τα σκαλιά της εισόδου.

Την ώρα που μου έκοφκε το ψωμί μου, εσκέφτουμουν το κατά πόσο έπρεπε να της πω κάτι. Να την ρωτήσω αν εσοβαρομιλούσε τζαι αν πραγματικά επίστευκε ότι μια ρατσιστική, φασιστική τζαι απολυταρχική οργάνωση, θα ήταν ωφέλιμη για τα θέματα της κοινωνίας.

Εν ενεκατώθηκα όμως. Εσιώπησα, επλέρωσα τζαι έφυα.

Οι σκέψεις μου όμως εν εσταματήσαν. Εκατάλαβα ότι, το τι συμβαίνει στην κοινωνία μας δεν είναι πρωτοφανές. Αντίθετα, εσυνέβηκε πάρα πολλές φορές στο παρελθόν. Ομάδες ανθρώπων είτε στα πρόθυρα της απελπισίας, είτε που νιώθουν ότι αδικούνται, να στρέφουν τες ελπίδες τους σε απόλυτες τζαι ακραίες λύσεις, νιώθοντας ότι εν η τελευταία τους διέξοδος.

Σε ένα παράλογο κόσμο, που δεν υπάρχουν αξιόπιστοι θεσμοί τζαι που η κοινωνία κλείνει ασφικτηκά γυρώ μας, το να διατηρήσεις την ηθική σου τζαι την λογική σου σκέψη εν άθλος. Εν τους δικαιολογώ που σκέφτουνται τζαι μιλούν έτσι, νιώθω όμως ότι εν έχω λόγια να δικαιολογήσω τον κόσμο που ζούμε.


13
Aug 13

Οι κυβερνητικοί

Eθκιάβασα την διαμαρτυρία των δημοσίων υπαλλήλων σχετικά με την επέκταση του ωραρίου τους. Τα πλάσματα εν θέλουν να αλλάξουν τες ώρες που δουλεύκουν τζαι με το δίκαιο τους. Άμα κανονίσεις το πρόγραμμα της καθημερινότητας σου με βάση κάποιες παραμέτρους, γιατί να είσαι διατεθειμένος να το αλλάξεις;

Για τον ιδιωτικό τομέα, το 8:30 – 5:30 εν στάνταρ. Ούλλοι μας θέλουμε να σχολάνουμε πιο γλήορα, όπως τους κυβερνητικούς τζαι ζηλέυκουμε τους που η ώρα 2:30 εν έσσω τους τζαι έχουν την παραπάνω μέρα ελεύθερη.

Στάνταρ επίσης για τους ιδιωτικούς εν το ότι πολλοί που εμάς αναγκαζόμαστε να τρώμε στο γραφείο επειδή το σπίτι μας εν μακριά. Το ότι θωρούμε τα κοπελλούθκια μας μετά τες έξι τζαι αφήνουμε τα ούλλη μέρα σε γιαγιάες τζαι παιδικούς σταθμούς.

Οι ιδιωτικοί υπάλληλοι πιάννουμε λλιόττερα τζαι ξοθκιάζουμε παραπάνω που τους κυβερνητικούς. Τρώμε παραπάνω ώρα μες την κίνηση, θωρούμε πιο λλίο την οικογένεια μας, έχουμε ελάχιστο προσωπικό χρόνο τζαι καμιά συντεχνία δεν θα ενοχληθεί αν μας απολύσει ένα πρωί ο μάστρος μας.

Εν δεδομένο τζαι εν νομίζω να το αμφισβητεί κανένας. Το να είσαι ιδιωτικός υπάλληλος, εν πιο δύσκολο που το να είσαι κυβερνητικός. Αν ήταν εύκολο, κανένας εν θα ενδιαφερόταν να μπεί στην κυβέρνηση. Η δημόσια υπηρεσία, φαντάζει σαν η Βαλχάλα του ιδιωτικού υπαλλήλου.

Το πρόβλημα με τους κυβερνητικούς όμως, έννεν απαραίτητα τα οφέλη που έχουν. Το πρόβλημα εν ότι μέσα που τες συντεχνείες τους, φαντάζουν άπληστοι, αχάριστοι, τζαι θρασείς. Ο λόγος που συμβαίνει τούτο, εν επειδή τόσα χρόνια συμπεριφέρουνται σαν η ελίτ των εργαζομένων. Τούτο είσιεν ως αποτέλεσμα, την ζήλια τζιαι κατ’ επέκταση τούτη τη κακεντρέχια απο τους ιδιωτικούς προς τους κυβερνητικούς.

Πρέπει να δούμε την κατάσταση που άλλη οπτική όμως. Με το να χάσει ο κυβερνητικός τα προτερήματα του, δεν θα γίνει η ζωή του ιδιωτικού υπαλλήλου καλύτερη. Ο ιδιωτικός, δεν έσιει να κερδίσει τίποτε άλλο, εκτός που μια πεντάλεπτη χαιρέκακη ικανοποίηση. Η προσπάθεια, έπρεπε να είναι να έρτουν κάποια που τα οφέλη των κυβερνητικών, στον ιδιωτικό τομέα. Εν μιλώ για μισθούς, μιλώ παραδείγματος χάριν για λλίο πιο χαλαρά ωράρια για να θωρούμε τες οικογένειες μας παραπάνω.

Η δημόσια υπηρεσία, θέλει ποσαράντωμα τούτο εν σίουρο. Με το να κοπούν κάποιες διευκολύνσεις, θα τιμωρηθεί ολόκληρη η κοινωνία όμως, όχι οι κυβερνητικοί. Πόσοι που εμάς έχουμε κυβερνητικούς στο στενό μας οικογενειακό κύκλο; Είναι παράλογο να ζητούμε να αλλάξει κάτι ωφέλιμο, με κάτι σιειρόττερο, για να ικανοποιήσουμε το λαϊκό συναίσθημα. Οι αλλαγές πρέπει να αποσκοπούν στην εξυγίανση του δημοσίου, στην αποδοτικότητα τζαι την καλύτερη εξυπηρέτηση της κοινωνίας. Όχι στην ταλαιπωρία του απλού κόσμου.


20
Jul 13

Επέτειος

«Έτσι μέρες του Ιούλη, τζείνοι ποτζεί στήννουν μπαιράμια τζαι παναύρκα. Εν τζαι κόφτει τους, θωρείς ήρταν ποδά να ψουμνίσουν, σάννα τζαι εν συμβαίνει τίποτε.»

Επεριεργάζουμουν ένα παπούτσι που εφένετουν καλό για την δουλειά. Ετράβησε μου το ενδιαφέρον η συζήτηση. Ακούμπησα το παπούτσι στο στάντ του τοίχου, τζαι έγυρα περίεργος να δώ ποιοι συζητούν.

Πίσω που τον διαχωριστικό τοίχο, που εξυπηρετούσε τζαι σαν εκθετικό στάντ των παπουτσιών του καταστήματος, έκοψε το μάτι μου ένα ζευγάρι ηλικιωμένων να δοκιμάζει παπούτσια. Μαζί τους, μια πιο νεαρή κοπέλα που τους εμιλούσε Τούρκικα, μάλλον κόρη τους ή κάποια συγγενής που επροσφέρθηκε να τους βοηθήσει να έρτουν στον Ελληνοκυπριακό τομέα να ψουμνίσουν ορθοπεδικά παπούτσια γνωστής φίρμας.

Γύρω τους πεταμένα, ανοιχτά κουτιά τζαι διάφορα μοντέλα παπουτσιών. Λαμβάνοντας υπόψην το εκνευρισμένο ύφος της νεαρής που ήταν μαζί τους, καθώς τζαι το βλέμμα της πωλήτριας που ενόμιζες ότι αν ήταν να γινεί μασιέρι τζαι να τους ππαλιάσει, εκατάλαβα ότι η κοτζιάκαρη ήταν νάκκο ιδιότροπη τζαι εν έβρισκε παπούτσι να κοστερκάζει πάνω της. Η ιδιοτροπία, όπως φαίνεται, εν έσιει ράτσα.

Η πωλήτρια, μια σχετικά καλοστεκούμενη πενηντάρα. Εφορούσε ριχτή, μπέζ, τελαντωτή μπλούζα, ποτζείνες που είναι απαραίτητες στην γκαρνταρόμπα κάθε Κυπραίας που επάτησε τα σαράντα.

Δίπλα της, μια νεαρή, αλλοδαπή υπάλληλος. Σχετικά όμορφη με λλία κιλά παραπάνω τζαι ένα τουπε, βοηθού κακού, σε ταινία του James Bond.

«Εγώ θυμούμαι ακόμα τζείνη τη μέρα.» Είπε τζαι εχαμογέλασε με νόημα στην βοηθό της. Προσπαθώντας λλίο παραπάνω από ότι ήταν απαραίτητο, η υπάλληλος απάντησε, φωναχτά «Ναι κυρία; Απαναγκία μου, πρέπει να φομπιτίκατε μπάρα πολύ!».

«Εφοήθηκα καλό κόρη μου. Ήντα εν πράμα! Εσυκωθήκαμε το πρωί τζαι εππέφταν πόμπες». Σε μια αναλαμπή, σάννα τζαι επέρασαν που το νού της οι σκηνές του πολέμου, έβαλε τα σιέρκα στην κόξα τζαι εποφύσισε ανυπόμονα. «Ούφφου, πότε εννα φύουν τούτοι, εφκάλαν μας την ψυσιή μας!».

Έπιασε με το μάτι της, να την θωρώ αμήχανα τζαι να περιεργάζουμε με τον αντίχειρα μου, την γλώσσα μιας παντόφλας. «Θέλετε βοήθεια;» είπε. Το βλέμμα της σαστισμένο, αβέβαιη επροσπαθούσε να μου δείξει ότι εν εννοούσε εμένα με το αγανακτισμένο της επιφώνημα, προ ολίγου.

«Εεεε, όχι ευχαριστώ. Απλά ρίχνω μια ματιά.» απάντησα τζαι ετράβησα απότομα το σιέρι μου που την παντόφλα.

Πίσω της η βοηθός πωλήτρια, επροσπαθούσε με μισά εγγλέζικα τζαι κουτσά ελληνικά να συνεννοηθεί τζαι να καταλάβει πιο εν το πρόβλημα με το παπούτσι της κοτζιάκαρης. «Εμείς φταίμε» εμουρμούρισε. «Που τους αφήνουμε έτσι τζαιρούς να κυκλοφορούν ποδά έτσι ξαπόλητοι».

Εχαμογέλασα με δυσκολία τζαι έφυα. Επερπάτησα στην Μακαρίου. Μέσα που τα κλειστά καταστήματα με τες ταπέλλες «Ενοικιάζεται» εδιερωτούμουν ποιος τελικά είναι ο εχθρός τούτης της χώρας. Ποιος άλλος, εκτός που εμάς.


30
Apr 13

Η Λένια

«Τούτα τα φαινόμενα του ρατσισμού τζαι του ακραίου εθνικισμού, εμφανίζουνται μέσα που την αστάθεια τζαι την αβεβαιότητα. Άμα υπάρχει κάποιο πρόβλημα, βρέθουνται τούτοι οι τύποι με τες στρατιωτικές παρατάξεις, που υποστηρίζουν ότι η αιτία των προβλημάτων μας εν οι ξένοι.»

Ο Γιώργος άκουε με ενδιαφέρον τον συνάδελφο του. Έγειρε πίσω στην καρέκλα του τζαι έπιασε την σκυτάλη της συνομιλίας. «Φίλε, τούτοι γονατούν πας τον εκνευρισμό τζαι την απελπισία του κόσμου. Δείχνουν εύκολους στόχους τζαι στρέφουν την προσοχή των απλών ανθρώπων μακριά που την πραγματικότητα. Φταιν τους μετανάστες τζαι όχι τους τραπεζίτες τζαι τους πολιτικούς που τρων τόσα χρόνια που το πλευρό μας. Εγώ νομίζω ότι τους πολιτικούς βολεύκει τους η κατάσταση. Βοηθά στο να στρέφουνται τα μάθκια μακριά που τζείνους. Ο λόγος που ήρταμε ως δαμέ, έννεν οι μετανάστες.»

Στην συζήτηση, επενέβηκε η Λένια. «Εν τούτοι οι βρωμοξένοι που φταιν τζαι κανένας άλλος! Εγώ έχω ένα ανιψιό, που έσιει θκυό μωρά. Εθκιώξαν τον που την δουλειά, τζαι επίαν χτίστες που την Συρία. Εκόψαν τζαι τα επιδόματα. Τωρά που εννα πάει να σταθεί ο άνθρωπος; Πως εννα αναγιώσει τα κοπελλούθκια του;». Σαστισμένος, ο Γιώργος εγύρισε πάνω της τζαι ερώτησε την «Τζαι ποιος εν που φταίει, Λένια για τούτη τη κατάσταση;»

Η Λένια εσυκώθηκε πάνω. Τα μμάθκια εγινήκαν θκυο κομμάθκια γυαλί τζαι οι βούτζιες της εκοτζινήσαν όπως τα σίδερα άμα βράζουν. Ανέμισε το σιέρι της τζαι εφώναξε. «Εν τούτη η κυβέρνηση που φταίει, που μας εγέμωσε Τούρκους τζαι αλλοδαπούς τζαι λαθρομετανάστες τζαι πολιτικούς πρόσφυγες. Τζαι εμάς τους Έλληνες άφηκε μας τζαι πεινούμε. Χωρίς στον ήλιο μοίρα.». Εσυνέχισε το λογύδριο της αυξάνοντας την ένταση. Όσο εσιωπούσεν ο Γιώργος, τόσο ένωθε ότι μια αόρατη δύναμη εδίαν της δίκαιο τζαι τόσο παραπάνω εφώναζε. Ένας ποταμός, λέξεων που το μόνο που εξεχώριζε ήταν ξιτιμασιές, κατάρες τζαι σιήλιες φορές ειπωμένα στερεότυπα.

Όπως εμίλαν ο Γιώργος εσυκώθηκε τζαι επήε μες τα μούτρα της. «Κυρία Λένια, τούτη η συζήτηση προσβάλλει με. Ο τζίηρης μου εμένα, ήταν χρόνια μετανάστης.». Ξαφνιασμένη, η Λένια, λαλεί του «Που ήταν μετανάστης ο τζιήρης σου;», λαλεί της, «Στην Σαουδική, στην Λιβύη, στην Νιγηρία. Όπου είσιεν δουλειά μετα το ’74 επήεν. Εκουβάλαν τζαι γενέκα τζαι κοπελλούθκια μαζί.»

Η Λένια άνοιξε το στόμα της, λόγια όμως εν είσιεν να πει. Σάννα τζαι κάποιος επάτησε το mute. Εμετάνωσε τζαι χωρίς να μπορεί να χειριστεί την κατάσταση, έκατσε στην καρέκλα της τζαι εξεκίνησε να πληκτρολογά. Σάννα τζαι εν εσυνέβηκε τίποτε. Ο Γιώργος εθυμήθηκε ένα τοίχο που έγραφε «Οι παππούες μας πρόσφυγες, οι γονιοί μας μετανάστες, εμείς ρατσιστές».