13
Oct 14

Το τέρτιν της Νίκης [Μέρος 1ο – 6ο]

Μέρος 1ο

Η πίσω πλευρά της πράσινης ρόπας της εσέρνετουν στα μωσαϊκά μαρμαράκια της βεράντας. Εκοίταξεν αριστερά, μετά δεξιά. Επιβεβαίωσε ότι καμιά γειτόνισσα εν ήταν έξω τζείνην την ώρα τζαι με άτσαλες κινήσεις εσουλούππωσεν τα μαλλιά της, καλού-κακού.
Επερπάτησε γλήορα τζαι χοροπηδηκτά, κουτσουφλώντας παράλληλα πάνω στες ανοιχτές παντόφλες που εφορούσεν. Το κουτί του ταχυδρομείου, όφκαιρο. Επαρατήρησεν καλά μέσα, μετά γυρώ. «Μπορεί να του έππεσεν του ταχυδρόμου το γράμμα», εσκέφτηκεν. Τίποτε όμως. Ένα χαρτί που ήταν πεταμένο νάκκο πάρατζει πάνω στο τσιακκίλι αποδείχτηκε πως ήταν διαφημιστικό πιτσαρίας.
«Ήρτεν κανένα γράμμα, ρα;», άκουσε την τσιριλλιστή φωνή της μάνας της. Είδεν την που το παράθυρο της κουζίνας, που εποσσέπαζε τζαι εσυνέχισεν να φωνάζει. «Ήρτεν ρα; Ήρτεν ο ταχυδρόμος; Έπεψεν σου τίποτε τζείνος ο αχαμάκκης ο άντρας σου;».
«Σωπή μανά!», απάντησεν νευριασμένα. Εφάνηκεν η φάτσα της γειτόνισσας να κροννοίει το φυλλαράκι της τζαμαρίας της. Είδεν την με την άκρα του μμαθκιού της, έκαμεν πως εν τη είδεν όμως τζαι εβιάστηκε να πάει πίσω στο σπίτι.
Στον διάδρομο της αυλής εφκήκεν της η παντόφλα τζαι έκαμε ένα-θκυο βήματα κουτσαντίρι καθώς εδιαπραγματεύετουν το αν θα εστρέφετουν να την πιάσει ή αν θα εσυνέχιζε ξυπόλητη για το σπίτι, να γλυτώσει τες ερωτήσεις τζαι τα λόγια των γειτόνων.
Ο άντρας της έφυεν έξι μήνες πριν για την Αγγλία. «Μεν μαραζώνεις, μάνα μου. Εννά πάω να έβρω νάκκον τα πόθκια μου τζαι να σου κόψω εισιτήριο που τζειμέσα να έρτεις να με έβρεις», ήταν τα λόγια του, πριν να ππέσει στην αγκαλλιά του κλαμένη έξω που την είσοδο των επιβατών στο αεροδρόμιο της Λάρνακας.Έπιασεν την που τους ώμους τζαι έσπρωξεν την ελαφρά. Εφίλησεν την στον λαιμό, το μουστάτζι του εχάδεψε το δέρμα της τζαι ανατρίσιασε. Ήταν μια δόση ελπίδας τζείνον το φιλίν, τζείνη η αγκαλιά. «Εννά σε πάρω μιτά μου, ακούεις; Έσιε έννοια των μωρών. Φεύκω, εννά με αφήκει το αεροπλάνο».Άφηκεν την πίσω του με τέσσερα μωρά τζαι ένα στην τζοιλιά. Είσιεν κάποιες αμφιβολίες μέσα της. Έξερε ότι ήταν τσαλαβούττης, ελαλούσαν της ότι εγύριζεν με την κόρη του ποδηλατά του Άντρου τζαι ότι έτασσεν της ότι εννά την κλέψει να φύουν. «Μεν ακούεις, τζαι δεν έσιει άδρωπο πιστό κόρη μου», ελάλεν της η μάνα της.
Έτσι, λοιπόν, άφηκεν τον να φύει. «Να πάμε μακριά, να γλυτώσει που τούτη τη τσούλλα», εσκέφτετουν. «Ο Αντώνης θέλει να γλυτώσει τον γάμο μας. Αγαπά με».Η Νίκη εξενοικίασεν το σπίτιν τους, επούλησεν τα πράματά τους ούλλα τζαι επήεν να μείνει στην μάνα της με τα μωρά. Επερίμενε γράμμα, να της στείλει το εισιτήριο να πάει να τον έβρει. Επερίμενεν έξι μήνες τωρά. Τίποτε.

Επάτησεν το πόδι της, γυμνό, πάνω στο κρυό μαρμαράκι της βεράντας. Έμεινεν να θωρεί την παντόφλα στον κούγκρενο διάδρομο έξω που το σπίτι. Έκαμε να κλάψει, όταν άκουσε το μωρό να κλαίει, μέσα στο σπίτι. «Έρχομαι, αγάπη μου». Έφκαλε την δεύτερη παντόφλα τζαι εμπήκε μέσα. Continue reading →


13
Oct 14

Κατακλυσμός

Το τριήμερο του Κατακλυσμού είπα να κλείσω ένα σπίτι αγροτουρισμού να μείνω με την γυναίκα μου. Ήβρα στο ίντερνετ ένα σπίτι/δωμάτιο στο Μαρώνι, που λαμβάνοντας υπόψη τες φωτογραφίες έμοιαζε προεδρική σουίττα, στο πιο χωρκάτικο όμως.

Επλάναρα τα ούλλα μεσ’ στον νού μου, να αφήκω το μωρό σε όποια γιαγιά το διεκδικήσει πρώτη τζαι να φυγαδεύσω την γυναίκα μου χωρίς να πω σε κανέναν πού ακριβώς πάμε. Να κλείσω κινητά, ίντερνετ, τζαι να κόψω τες εύκολες μεθόδους επικοινωνίας μαζί μας. Αν εσυνέβαινεν κάτι επείγον, θα μας έβρισκε είτε η αστυνομία είτε η Πυροσβεστική. What happens in Maroni, stays in Maroni.
Για να είμαι ειλικρινής, που τες φωτογραφίες στο ίντερνετ, επροβλημάτισε με το γεγονός ότι το δωμάτιο έμοιαζε να έσει παραπάνω καθρέφτες απ’ ό,τι εχρειάζετουν. Λάθος μου, εν το ανάλυσα παραπάνω.

Στην ουσία, όμως, οι καθρέφτες ήταν τζαμαί για να φαίνεται το δωμάτιο πιο μεγάλο στες φωτογραφίες. Μόλις μας άνοιξε η ιδιοκτήτρια για να μπούμε, εκατάλαβα την παραποθκιάν που έκαμε. Το δωμάτιο ήταν, με την καλύτερη έννοια, λλίο μεγαλύτερο που έναν γουμά. Αν το εγέμωνες νερό τζαι έβαλλες χρυσόψαρο μέσα, θα επάθθαινε κλειστοφοβία. Εμπήκαμε μέσα, εβάλαμε τες βαλίτσες στη μέση του δωματίου τζαι δεν είσεν τόπο να θκιαλλάξουμε. Εδιούσαμεν ο ένας πάνω στον άλλο.
Οι τοίχοι βαμμένοι κόκκινοι σε συνδυασμό με τα κυπριακά τα κεντήματα πα’ στο τραπεζάκι τζαι τους καθρέφτες. Αν εγυρίζετουν ποττέ κυπριακή ταινία πορνό την δεκαετία του ’60, δαμαί θα εγυρίζετουν.

Το πρόβλημα ήταν ότι τζαι το δωμάτιο εμύριζε σαν να τζαι εκάμαν σεξ μέσα καμιά εικοσαριά άτομα, είτε μαζί είτε ετεροχρονισμένα σε τακτά χρονικά διαστήματα, τζαι χωρίς κάποιος να ενδιαφερτεί να ανοίξει κανέναν παράθυρο.
Άντεξα κανέναν εικοσάλεπτο μέσα. Φκαίννω έξω στην αυλή τζαι πιάννω την ιδιοκτήτρια τηλέφωνο. Εξηγώ της ότι έν’ διακοπές με την γεναίκα μου που έθελα να έρτω τζαι όι να νοικιάσω δωμάτιο για να αναγιώσω σοιροκούνελλα. Ευγενέστατος όπως πάντα.
Φυσικά, η κλασική κυπριακή απάντηση ήταν ότι το δωμάτιο έν’ υπέροχο τζαι εμείς είμαστε ιδιότροποι. Συγκεκριμένα, το ενοικιάσαν πρόσφατα για 10 μέρες κάποιοι Ευρωπαίοι τζαι εμείναν κατενθουσιασμένοι. Επειδή όμως εν ήθελε να συζητήσει άλλο, επρότεινεν να μας δώσει πίσω τα μισά λεφτά, για να μεν χάσει τζαι τζείνη ούλλον το κέρδος του τριημέρου.
Εξέχασα τους καλούς μου τρόπους, έκλεισα τα μμάθκια μου τζαι άνοιξα το στόμα μου. Μόλις ανέφερα τον ΚΟΤ, αυτόματα άλλαξε διάθεση τζαι επροθυμοποιήθηκε να μου δώσει τα λεφτά μου πίσω τζαι να πάω στο καλό.

Σκέφτου να ήμουν Γερμανός, για παράδειγμα, τζαι να εταξίδευκα χιλιάδες μίλια για να πάω να μείνω σε τούτον το δωμάτιο, νομιζόμενος ότι έν’ καλό. Τζαι να καταλήξω στον γουμά της Κυπραίας, που τον εμετάτρεψε σε δωμάτιο τάχα αγροτουριστικό. Γιατί όποιος κοτσάρει ένα λευκαρίτικο πάνω σε ένα τραπεζάκι κάμνει παραδοσιακό αγροτουριστικό δωμάτιο τζαι θέλει το έναν αλλό ‘να για να το νοικιάσει.
Τζαι μετά διερωτούμαστε πού επήαν οι τουρίστες.


13
Oct 14

ΛΟΑΤ

Με τη μάνα μου διατηρώ μιαν ιδιαίτερη σχέση. Μέχρι σήμερα νομίζω έν’ ‘που τους λλίους ανθρώπους που μπορώ να κάτσω να μιλήσω, όχι για ούλλα τα θέματα που με απασχολούν, αλλά σίουρα για κάποιες σκέψεις τζαι προβλήματα που μπορεί να προκύψουν.
Η μάνα μου ακούει με. Κάθεται πάντα απέναντί μου, τζαι συνήθως χωρίς να σχολιάζει τζαι να απαντά, ακούει με. Όπως ένας μεγάλος, ανοιχτός φάκελος. Σύρνω μέσα πληροφορίες, κουβέντες, ασυναρτησίες, νεύρα τζαι θεωρίες. Αννοίει την ώρα που εννά κάτσω, λογικά κλείει την ώρα που εννά φύω, τζαι μάλλον ξαναννοίει άμαν εννά κάτσει κανένας αρφός μου. Εξομολογητής, ψυχολόγος, ο ύστατος σταθμός κάθαρσης, το τείχος των δακρύων της οικογένειας.
Αν τζαι για μέναν εν θα έν’ ποττέ κοτζιάκαρη, η μάνα μου έν’ μεγάλη. Εγεννήθηκε σε μιαν εποχή πολλά διαφορετικήν ‘που τη δική μας. Σε μιαν εποχή που οι άνθρωποι ήταν πιο απλοί, που οι πόλεις ήταν πιο φιλικές τζαι η ζωή πιο κατανοητή. Γενικά, ήταν πιο εύκολο να καταλάβεις τα πράματα τότε. Εν υπήρχαν ασύρματα δίκτυα, φωτογραφικές χωρίς φιλμ, τηλεοράσεις με θκιακόσια κανάλια. Έναν τζαι έναν ήταν δύο, αρσενικό, θηλυκό. Άντρας, γεναίκα.
Γι’ αυτό τζαι εξαφνιάστηκα θετικά με την αντίδρασή της όταν της είπα ότι η γυναίκα μου επήρεν το μωρό στη διαδήλωση περηφάνιας των ΛΟΑΤ. «Είντα επήεν;» ερώτησε με συγκρατημένα. «Δηλαδή, με ποιους έν’ που ένι;» εξήγησε στη συνέχεια. Μη μπορώντας να ενώσει τα κομμάθκια μες στον νουν της, ότι μια στρέιτ γυναίκα πάει σε μια εκδήλωση για γκέι, τζαι προσπαθώντας να δώκει νόημα στη γενική εικόνα, ανασηκώθηκε ελαφρά ‘που την καρέκλαν της τζαι έγειρε μπροστά, μάλλον για να μου δείξει ότι έχω την αμέριστη προσοχή της.
«Με ποιους ένι, μάμμα! Έν’ με το δίκαιο! Έν’ μια εκδήλωση ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Ο κάθε άνθρωπος, άσχετα με τις σεξουαλικές του προτιμήσεις, πρέπει να έσιει την ίδια θέση στην κοινωνία όπως ο καθένας μας.»
«Δηλαδή τι ζητούν τζαι διαδηλώνουν;» εσυνέχισε να με ρωτά, ξαφνιάζοντάς με για δεύτερη φορά με το πόσο διατεθειμένη ήταν να με ακούσει.
«Τουλάχιστον νομική κατοχύρωση. Μέχρι πρόσφατα τούτοι οι άνθρωποι εθεωρούνταν εγκληματίες. Η Εκκλησία προσβάλλει τους, τα ΜΜΕ χλευάζουν τους, η κοινωνία περιθωριοποιεί τους. Βασικά ζητούν να μεν έσιει σχέση το τι κάμνουν στην προσωπική τους ζωή με το πώς αντιμετωπίζονται ‘που το κράτος.»
«Εν τζαι ζητούν τίποτε παράλογο» απάντησε η μάνα μου. «Ο καθένας κάμνει ό,τι θέλει έσσω του. Έχουν δίκαιον τα πλάσματα. Εμέναν εν με ενόχλησαν ποττέ. Έν’ η Εκκλησία που εν τους χωνεύκει.»
«Τζαι του μωρού πώς του το εξηγήσετε τούτο;»
«Ακόμα εν εχρειάστηκε να της εξηγήσω τίποτε. Τζιαμαί που εννά χρειαστεί να της εξηγήσουμε οτιδήποτε, το μόνο που χρειάζεται να ξέρει έν’ ότι μπορεί να αγαπήσει όποιον την αγαπά. Ασχέτως του τι ράτσα είναι, του τι φύλον έσιει τζαι του τι γεύση παγωτό του αρέσκει.»


13
Oct 14

Οι Αμερικανοί

Εν ενεκατώθηκα στη συζήτηση. Εσυνέχισα να τρώω τες φατζιές μου τζαι να ακούω τάχα αδιάφορα, αλλά προσεχτικά την συζήτηση. «Οι Αμερικάνοι εν μαννοί» είπε, τζαι εγύρισε την καρέκλα προς τον συνομιλητή του.
Ο άλλος εγέμωσεν το ποτήρι του νερό που το ψυγείο τζαι έδισε τα σιέρκα του. «Πως εν μαννοί εν δεδομένο, εσύ γιατί το λαλείς με τόση σιουρκά όμως;»
«Άκου να δεις λεβέντη μου. Εγώ επήα στην Αμερική πριν τέσσερα χρόνια με την δουλειά. Εμπήκαμε μέσα σε ένα πουτζείνα τα τεράστια τα μολ με τους συναδέλφους μου για να ψουμνίσουμε. Άμα τζαι εγοράσαμεν καμπόσα μασκαραλλίκια τζαι εβαρήσαμεν που τες τσέντες, εκάτσαμε σε ένα τραπέζι να φάμε. Τι να φάμε; Μόνο πουτούντες πελλάρες είσεν. Κάτι χάμπουρκερ, κάτι τηανητά κοτόπουλλα, κάτι παγωτά.»
«Ε, αφού τζειμέσα μόνο πουτούτα τρων» εδιέκοψεν τον ο άλλος τζαι εγέλασε ειρωνικά.
«Ακριβώς ρε, έπιασες το που το στόμα μου. Το λοιπόν, είπα να ρωτήσω τζαμέ γυρώ αν είσιεν κάτι νάκκο πιο σόι να φάμε. Είσιεν μια γεναίκα τζαι εκάθετουν με τα κοπελλούθκια της. Κοντεύκω της, θωρεί με, τζαι ρωτώ την στα εγγλέζικα αν έσιει υπόψην της πούποτε τζαμέ κοντά που να κάμνει καμιά μπριζόλα, κανένα κρεατικό, άτε κανένα μακαρόνι.»
«Πέρκι να ήταν μπουκκωμένη τα χάμπουρκερ» είπε κάποιος που μια γωνιά γελώντας.
«Ου, καλά να είσαι» εσυνέχισε πλέον με φόρα τζαι παραπάνω πάθος, αφού είσιεν τζι άλλους ακροατές. «Ήταν βουττημένη μες τες κέτσιαπ τζαι τζείνη τζαι τα κοπελλούθκια της. Είπε μου ότι εν ήξερε κάτι τζιαμέ κοντά τζαι ότι έπρεπε να πιάμεν ταξί να πάμε προς το κέντρο να έβρουμε κανένα εστιατόριο.»
«Όπως έκαμα να φύω ερώτησε με πόθθεν είμαστεν. Που την Κύπρο, είπα της.»
«Γουέαρ ις Σάιπρους, λαλεί μου.»
Ο παρέας με το νερό, αποφάσισε να προσθέσει ότι είδε ένα βίτεο στο ίντερνετ στο οποίο οι Αμερικάνοι εν ήξεραν να έβρουν που εν η χώρα τους πας τον χάρτη, όι να ξέρουν που εν η Κύπρος.
«Εξήγησα της ότι είμαστε Έλληνες τζαι ότι ζούμε σε ένα νησί. Γιου νόου σούβλα; λαλώ της»
«Εν είσιεν ιδέα μάλλον η Αμερικάνα ρε φίλε έννε;» ερώτησε ένας τρίτος.
«Εν γι’ αυτό που σας λαλώ ρε. Οι Αμερικάνοι εν μαννοί, συντυχάννεις τους τζαι καταλάβεις τους ότι εν αχάπαροι. Τούτος ο Μπάιτεν που ήρτεν σήμερα, πρέπει να εν ο πιο αμπάλατος που ούλλους. Εν υπάρχει λόγος να γίνεται τούτο το καρκασιαλλίκκι ούλλο.»
Τόση ιστορία, τόσο κακό, τόσα διασταυρωμένα στερεότυπα, για να στηρίξουμε μια παλαβή τζαι ανούσια άποψη. Μια που τες πολλές συζητήσεις που οι Κυπραίοι θάφκουν ούλλους τους υπόλοιπους για να υποστηρίξουν ότι ζουν στο κέντρο της γης τζαι ότι ακόμα τζαι η Αμερικάνα που τρώει πατάτες τηανιτές στο Λούιβιλ, έπρεπε να τους ξέρει.
Εγύρισα τζαι είπα «Αν μέννεν άλλο οι Αμερικάνοι εκαταφέραν να στείλουν πλάσματα στο φεγγάρι. Εμείς τι εκαταφέραμε; Να πέψουμε την Αντιγόνη στην Ευρώπη;». Εκοιτάξαν με για λίο με απορία, τζαι αγνοήσαν με για το υπόλοιπο της μέρας.


02
Aug 14

Υδραυλικοί

«Ξέρω ότι περνάτε δύσκολους τζαιρούς. Το ίδιο ισχύει τζαι για την εταιρεία», είπε τζαι εσηκώθηκεν που την καρέκλα. Έβαλεν τα σιέρκα πίσω που την πλάτην του τζαι επερπάτησε σε κύκλο γύρω που το γραφείο του. Θέλοντας να δώσει παραπάνω έμφαση στην ανακοίνωσή του, εσταμάτησε τζαι ακούμπησε με τον πισινό του μπροστά που το γραφείο. Οι υπάλληλοι αμίλητοι επεριμέναν, όπως τους διψασμένους που καρτερούν νερό, τες λέξεις που το στόμαν του. «Εν τζαι εν για καλό που μας θέλει ρε τούτος», είσιεν πει στον δρόμο για το γραφείο ο Πέτρος.
«Σιωπή ρε εσού. Ό,τι ακούσεις πάει ο νους σου στο κακό. Είσαι τέλεια ματαιόδοξος», απάντησε ο Πανίκκος, φίλος του, συνάδελφός του. Πιο κοντά του ακόμα τζαι που την γεναίκαν του.
«Απαισιόδοξος…», είπεν ο Πέτρος.
«Τι απαισιόδοξος;», απάντησεν ο Πανίκκος.
«Η λέξη που ήθελες να πεις εν απαισιόδοξος. Μα είσαι τέλεια αχάπαρος ώρες-ώρες. Άνοιξε κανέναν βιβλίο», απάντησε πίσω ο Πέτρος, νευριασμένα, λλίο πριν χτυπήσει την πόρτα του γραφείου.
Εκάθουνταν δίπλα-δίπλα στες πολυτελείς καρέκλες συνεδριάσεων του διευθυντή, περιμένοντας την ανακοίνωση. Ο Πανίκκος, όσο επέρναν η ώρα, τόσο παραπάνω έχτερνε τες παρανυχίδες του που την αγωνία. Ενώ ο Πέτρος έβλεπέν τον συνέχεια, με ύφος που έκρουζε χαρτιά. «Είχα δίκαιο!», ελάλεν του. «Ξέρω το ότι είσιες δίκαιο», ελάλεν με τη σειράν του ο Πανίκκος.
«Πανίκκο, Πέτρο. Είσαστεν μαζί μας 15 χρόνια. Η εταιρεία όμως δεν μπορεί πλέον να συντηρήσει δύο υδραυλικούς», εσήκωσεν το βλέμμα τζαι επροσπάθησεν να δείξει λυπημένος.
«Επροσπάθησα πολλά να έβρω λύσεις. Έχω να σας προτείνω δύο επιλογές», εσυνέχισε.
«Επιλογές…», είπε ο Πέτρος.
«Κρύψε να ακούσουμε ρε!», είπε ο Πανίκκος τζαι έσπρωξε με το πόδιν του την καρέκλα του φίλου του.
«Είτε θα θκιώξω τον έναν τζαι να κρατήσω τον άλλο είτε θα σας κρατήσω τζαι τους θκυο υπό όρους», εσήκωσεν το βάρος του κορμιού του με τα σιέρκα τζαι έκατσε πάνω στο γραφείον του. Εσυνέχισε: «Θα σας κρατήσω τζαι τους θκυο, αλλά θα δηλώσουμε ότι απέλυσά σας. Θα πιάννετε κανονικά το ανεργειακό σας, θα σας μειώσω βέβαια τους μισθούς τζαι θα σας τηλεφωνώ όποτε έσιει δουλειά να έρκεστε μέσα να δουλεύκετε εναλλάξ». Εσούρωσε τα μάθκια του. «Πώς σας ακούεται;».
«Μάστρε, σκοτώνεις μας», είπε ο Πανίκκος.
«Τίποτε εν σας κάμνω, Πανίκκο. Με τα ριάλλια που σας διώ πιάννω πέντε Ρουμάνους με τα μισά σας χρόνια τζαι κάμνω την δουλειά μου», υποστήριξε ο μάστρος.
«Δουλειά ποιος να σε πιάει στα σαρανταπέντε; Άμα το μόνο που ξέρεις είναι να αλλάσσεις σωλήνες».
«Εντάξει, μάστρε», απαντήσαν τζαι οι θκυο σχεδόν ταυτόχρονα. «Να μείνουμε τζαι οι θκυο τζαι όποτε μας χρειαστείς, τηλεφωνάς».
«Ωραία», είπε ο μάστρος τους. «Πίσω στη δουλειά».