27
Feb 13

Tabula Rasa

Νιώθω ότι ερουφήσαν το οξυγόνο που την ατμόσφαιρα. Επνίξαν μας. Όπως τους ποντικούς μες τα κλουφκιά, παίρνουμε φόρα τζαι φακκούμε που το ένα καντζέλλι στο άλλο προσπαθώντας να γλυτώσουμε, να δραπετεύσουμε. Τζαι τούτοι εν έξω που το κλουβί τζαι φωνάζουν μας, αγχώνουν μας, θυμίζουν μας ότι είμαστε φυλακισμένοι.

«Εννα δυσκολέψουν τα πράματα»

«Θα έρτουν τραγικές μέρες»

«Η Κύπρος θα περάσει την σιειρόττερη περίοδο της μετά το ‘74»

«Θα υπάρξουν θλιβερές συνέπειες»

Νομίζουν ότι εν το ξέρουμε. Φκέννουν στα ράδια τζαι στες τηλεοράσεις τζαι λαλούν μας το συνέχεια. Τάχα, μπορούν τζαι σιειρόττερα που όπως τα εκάμαν τωρά. Τάχα τα βάσανα μας μαζί τους εν πίσω.

Μιαν εβδομάδα επεριπαίζαν μας. Επέρναν μας στην βρύση τζαι εφέρναν μας άποτους. Όι εννα έρτουν οι Ρώσοι, όι εννα έρτουν οι Αμερικάνοι, όι εννα πουλήσουμε κάζια, όι εννα δώκουμε βάσεις. Τζαι εμείς, ομπρός που τες τηλεοράσεις τζαι τα ίττερνετ, επεριμέναμε όπως τους φιλάθλους στην κερκίδα, να μπει το γκολ τζαι να καυλιάσουμε την Μέρκελ.

Τελικά εν έγινε τίποτε που ότι μας ετάξαν. Οι κοτζιάκαρες εμείναν με τα βιβλία του Παίσιου που λαλούν ότι εννα έρτει η ξανθή φυλή να μας γλυτώσει τζαι οι υπόλοιποι εμείναμε σιωπητοί, αμήχανοι όπως τους σεισμόπληκτους να προσπαθούμε να καταλάβουμε τι έδωκε πάνω μας.

Ο κάθε λαός αξίζει τους ηγέτες του. Τζαι εμείς αξίζουμε τούτους τους αχάπαρους, επειδή είμαστε αδιάφοροι. Όποτε υπάρξει πρόβλημα, αθθυμούμαστε ότι έχουμε νου τζαι πρέπει να τον χρησιμοποιήσουμε τζαι γινούμαστε χρηματιστές, κτηματομεσίτες, επιστήμονες του φυσικού αερίου τζαι οικονομολόγοι.

Αφήκαμε την χώρα στα σιέρκα των ανεύθυνων πολιτικών τζαι τζείνοι με την σειρά τους, αφήκαν τα ούλλα στον αυτόματο πιλότο. Ώσπου τζαι μια μέρα εχάλασε το σύστημα τζαι κανένας εν ήξερε να οδηγήσει. Τωρά που εδώκαμε κάτω που τον γκρεμό, ποιος φταίει;

Λλίο, πολλά φταίμε ούλλοι. Τωρά τι;

Τζείνο που χρειάζεται ο τόπος, έννεν κάποιο να μας λαλεί συνέχεια ότι τα πράματα εννα σιειροττερέψουν τζαι ότι εννα περάσουμε δύσκολα. Εκαταλάβαμε το. Τουλάχιστον υποψιαστήκαμε το.

Ας φκεί τζαι ένα πλάσμα να πει. «Ξέρετε κοπέλλια, εκάμαμε τα σιόνι. Εννα δυσκολευτούμε αλλά εννα τα καταφέρουμε. Υπομονή, εννα δουλέψουμε για καλύτερες μέρες». Εν τούτο που μας λείπει. Τζαι ας ακούεται κοινότυπο, παράλογο, γλυκανάλατο.

Εστερήσαν μας τόσα πράματα. Την ειρήνη, την ευημερία. Να μεν τους αφήκουμε να μας στερήσουν τζαι την ελπίδα.

¨Εχουμεν υποχρέωση στες γενιές που έρκουνται, να σηκωθούμε τζαι να δημιουργήσουμε κάτι καλύτερο που τζείνο που εκληρονομήσαμε. Επληγωθήκαμε αλλά εννα σηκωθούμε τζαι να τα καταφέρουμε ξανά. Τζαι στον κ…ο τους ρεπάνι τζαι τους Ευρωπαίους τζαι τους πολιτικούς. Μια χώρα, μια κοινωνία, tabula rasa.


23
Feb 13

Η Λένια

«Τούτα τα φαινόμενα του ρατσισμού τζαι του ακραίου εθνικισμού, εμφανίζουνται μέσα που την αστάθεια τζαι την αβεβαιότητα. Άμα υπάρχει κάποιο πρόβλημα, βρέθουνται τούτοι οι τύποι με τες στρατιωτικές παρατάξεις, που υποστηρίζουν ότι η αιτία των προβλημάτων μας εν οι ξένοι.»

Ο Γιώργος άκουε με ενδιαφέρον τον συνάδελφο του. Έγειρε πίσω στην καρέκλα του τζαι έπιασε την σκυτάλη της συνομιλίας. «Φίλε, τούτοι γονατούν πας τον εκνευρισμό τζαι την απελπισία του κόσμου. Δείχνουν εύκολους στόχους τζαι στρέφουν την προσοχή των απλών ανθρώπων μακριά που την πραγματικότητα. Φταιν τους μετανάστες τζαι όχι τους τραπεζίτες τζαι τους πολιτικούς που τρων τόσα χρόνια που το πλευρό μας. Εγώ νομίζω ότι τους πολιτικούς βολεύκει τους η κατάσταση. Βοηθά στο να στρέφουνται τα μάθκια μακριά που τζείνους. Ο λόγος που ήρταμε ως δαμέ, έννεν οι μετανάστες.»

Στην συζήτηση, επενέβηκε η Λένια. «Εν τούτοι οι βρωμοξένοι που φταιν τζαι κανένας άλλος! Εγώ έχω ένα ανιψιό, που έσιει θκυό μωρά. Εθκιώξαν τον που την δουλειά, τζαι επίαν χτίστες που την Συρία. Εκόψαν τζαι τα επιδόματα. Τωρά που εννα πάει να σταθεί ο άνθρωπος; Πως εννα αναγιώσει τα κοπελλούθκια του;». Σαστισμένος, ο Γιώργος εγύρισε πάνω της τζαι ερώτησε την «Τζαι ποιος εν που φταίει, Λένια για τούτη τη κατάσταση;»

Η Λένια εσυκώθηκε πάνω. Τα μμάθκια εγινήκαν θκυο κομμάθκια γυαλί τζαι οι βούτζιες της εκοτζινήσαν όπως τα σίδερα άμα βράζουν. Ανέμισε το σιέρι της τζαι εφώναξε. «Εν τούτη η κυβέρνηση που φταίει, που μας εγέμωσε Τούρκους τζαι αλλοδαπούς  τζαι λαθρομετανάστες τζαι πολιτικούς πρόσφυγες. Τζαι εμάς τους Έλληνες άφηκε μας τζαι πεινούμε. Χωρίς στον ήλιο μοίρα.». Εσυνέχισε το λογύδριο της αυξάνοντας την ένταση. Όσο εσιωπούσεν ο Γιώργος, τόσο ένωθε ότι μια αόρατη δύναμη εδίαν της δίκαιο τζαι τόσο παραπάνω εφώναζε. Ένας ποταμός, λέξεων που το μόνο που εξεχώριζε ήταν ξιτιμασιές, κατάρες τζαι σιήλιες φορές ειπωμένα στερεότυπα.

Όπως εμίλαν ο Γιώργος εσυκώθηκε τζαι επήε μες τα μούτρα της. «Κυρία Λένια, τούτη η συζήτηση προσβάλλει με. Ο τζίηρης μου εμένα, ήταν χρόνια μετανάστης.». Ξαφνιασμένη, η Λένια, λαλεί του «Που ήταν μετανάστης ο τζιήρης σου;», λαλεί της, «Στην Σαουδική, στην Λιβύη, στην Νιγηρία. Όπου είσιεν δουλειά μετα το ’74 επήεν. Εκουβάλαν τζαι γενέκα τζαι κοπελλούθκια μαζί.»

Η Λένια άνοιξε το στόμα της, λόγια όμως εν είσιεν να πει. Σάννα τζαι κάποιος επάτησε το mute. Εμετάνωσε τζαι χωρίς να μπορεί να χειριστεί την κατάσταση, έκατσε στην καρέκλα της τζαι εξεκίνησε να πληκτρολογά. Σάννα τζαι εν εσυνέβηκε τίποτε. Ο Γιώργος εθυμήθηκε ένα τοίχο που έγραφε «Οι παππούες μας πρόσφυγες, οι γονιοί μας μετανάστες, εμείς ρατσιστές».


12
Dec 12

Τα πρωινά

Το ξυπνητήρι, εχτύπησε πρώτη φορά η ώρα 7:30. Άνοιξε τα μάτια του αγχωμένος τζαι άπλωσε το σίερι του να έβρει το σνούζ  για να το σβήσει. Εγύρισε δίπλα στην γυναίκα του. Ευτυχώς εν την εξύπνησε.

Ενώ τζείνος προτιμά να ξυπνά νωρίς, η Κωνσταντίνα προτιμά να τζοιμάται ως την τελευταία στιγμή. Επίσης, μισεί θανάσιμα τα ξυπνητήρια.

Συχνά λαλεί του:

«Κανονικά τα ξυπνητήρια, έπρεπε να έχουν μόνο όμορφους ήχους, ήρεμους τζαι διεγερτικούς. Γιατί οι εταιρείες που κάμνουν ξυπνητήρια εν με την ιδέα ότι πρέπει να σου σηκώσουν τα νεύρα σου για να ξυπνήσεις;»

«Για τον ίδιο λόγο που τα πρωινά δεν είναι όπως τες διαφημίσεις. Εν σηκώνεσαι λλίο πριν το μεσημέρι με τον ήλιο να πλημυρίζει το δωμάτιο, ούτε φορείς άσπρο πουκάμισο ως τα γόνατα τζαι ο μοναδικός ήχος που ακούεις το πρωί, σίουρα εννεν τα κύμματα που διαλύονται πάνω στους βράχους.»

Ετράβησε το τζίν που ήταν πεταμένο στην καρέκλα που το προηγούμενο απόγευμα. Έπιασε μια καθαρή φανέλλα που το αρμάρι. Ανοίγωντας λλίο τα φυλλαράκια, όσσον για να θωρεί τζαι για να μεν ξυπνήσει την Κωνσταντίνα, επρόσεξε την φιγούρα του στον ολόσωμο καθρέφτη της πόρτας. Εμονολόγησε.

«Να υπήρχε κανένας τρόπος να εξαφανίσω τούτο το σωσίβιο που την μέση μου. Χωρίς γυμναστική τζαι χωρίς να σταματήσω να τρώω.»

Άνοιξε την πόρτα του δωματίου της κόρης του. Όπως κάθε μέρα, τζείνη στην ίδια θέση να στέκεται κρατώντας τα κάντζιελλα του κρεβατιού τζαι να τον περιμένει.

Εσήκωσε την στην αγκαλιά του τζαι τζείνη εκούρρωσε το πρόσωπο της στον ώμο του. Για κάποιες στιγμές κάθε πρωί, ο χρόνος σταματά για τον Γιώργο, μια ζεστή πετσέτα τυλίει το νού του, την καρδιά του, αφήνει στην πάντα την υπόλοιπη ζωή τζαι χάννεται στα σιέρκα της κόρης του.

«Μεν μεγαλώσεις», εσκέφτηκε.

Επήρε το μωρό στο δωμάτιο για να ξυπνήσουν μαζί την Κωνσταντίνα.

Εξάπλωσε πίσω της τζαι έσφιξε το σώμα της πάνω στο δικό του. Κρύβοντας τα μούτρα του στον κόρφο της ανάπνευσε βαθκιά. «Κέικ τζαι λιακάδα», εσκέφτηκε. Εφίλησε της το λαιμό τζαι εχάιδεψε τα μαλλιά της. Τραβώντας την κοντά του, απελευθέρωσε την αναπνοή του να ταξιδέψει πάνω της, τζαι το κορμί του έσβησε τες άμυνες του, τους φόβους του. «Εν ασφαλισμένα δαμε».

«Μείνε», είπεν του μισοτζοιμισμένη. «Πρέπει να πάω δουλειά» απάντησε.

Άνοιξε τα μάτια του. Η κόρη του στην αγκαλιά της μάμας, τζαι οι δύο στην αγκαλιά την δική του.

«Τα πρωινά τα δικά μας, εν καλύττερα που τες διαφημίσεις» είπε. Έδωσε τους ακόμα ένα φιλί τζαι εσηκώθηκε χαμογελώντας.


02
Dec 12

Το στοισείον

Την πρώτη φορά που εβρεθήκαμεν, ήρτεν πάνω που το κρεβάτι μου.
Έππεφτα ανάσκελα, τζιαι ένιωσα κάποιον να αναπνέει που πάνω μου. Όπως άμα σου κοντέφκει κάποιος για να σε φιλήσει τζιαι νιώθεις την κρουστή του αύρα πάνω στα σιείλη σου. Με κλειστά τα μάθκια μου, ένιωσα κάτι σαν στατικό ηλεκτρισμό να περνά που ούλλο μου το κορμί.. Ένιωσα μια παρουσία πάνω μου, που ηλέκτριζε όυλλο μου το σώμα. Κάτι που ανακάτωννε τον χώρο.
Άνοιξα τα μάθκια μου τζιαι είδα την ομπρός μου.
Αιωρήτουν που πάνω μου σαν το σύννεφο. Τα μούτρα της μες τα μούτρα μου. Νευριασμένη, με τα μάθκια της γουρλωμένα τζιαι το στόμα της σφιχτά κλειστό. Σιωπητή, εθώρεν με, σάννα τζιει επερίμενε να κάμει κάτι.
Μόλις εκατάλαβε ότι εξύπνησα, ετύλιξε το κορμί της σε μια μάππα τζιαι επέτασε μακριά μου. Σαν την κουφή που της ανοίξαν το κουτι που την είχαν βαδωμένην, εποτυλήχτικε τζιαι εβρέθηκε στην άλλη μερκά του δωματίου. Εσινιάρισκεν με ώρα όπως φαίνεται τζιαι επερίμενεν με να ξυπνήσω.
Εκαλάνοιξα τα μάθκια μου τζιαι είδα την καθαρά.
Εφόρεν σκούρα, κότσιηνα ρούχα τζιαι είσιεν μακριά, γκρίζα μαλλιά. Το φόρεμα της έππεφτεν λούρες, λούρες κάτω ως τα πόθκια της τζιαι ίσιεν διάφορες αποχρώσεις του λιλά. Μια περίεργη λάμψη εκάλυφκεν την παρουσία της. Εν ήταν ακριβώς λάμψη, παραπάνω ήταν οπως το φωσφόρισμα. Γκρίζα, μουντή, φουρτζισμένη. Με τα μαλλιά της τζιαι τα ρούχα της να ανεμίζουν γυρώ της. Εθώρεν με, με νόημα σάννα τζιαι επερίμενε να της συντύχω.
Ήμουν πολλά φοιτσιασμένος τζιαι ακροβατούσα μεταξύ ονείρου τζιαι πραγματικότητας. Έμπηξα την παουρκά τζιαι ενστικτοδώς έσυρα της ένα μαξιλάρι. Το μαξιλάρι μου φυσικά εκατέληξε στο κενό.
Έπιασε με η λλιοψυσιά, η καρδία μου εδούλεφκεν υπερωρίες τζαι οι πνεύμονες μου ερουφούσαν οξυγόνο με την συχνότητα κομπρεσόρου. Στο δωμάτιο όμως, απόλυτη ησυχία. Έμεινα να θωρώ γυρώ μου τζιαι να την γυρεύκω.
«Τώρα να δείς που εν κανένας άγιος», είπε μου μια γνωστή μου. «Έκαμες κανένα τάμα τζιαι εξίασες; Ξέρω ένα παπά, να πάεις να σε ξεμαθκιάσει.»
Με το στοισειό, εβρεθήκαμε αρκετές φορές που τότε. Πάντα με τες ίδιες έντονες αντιδράσεις.
Πολλές φορές νιώθω την τζιαμέ γυρώ, στες γωνιές του νού μου, να με περιμένει. Τες νυχτες που σηκώνουμε να τσιακκάρω το μωρό, φοούμαι άμπα τζιαι έβρω την ομπρός μου ή ακόμα σιειρόττερα, πάνω που το κρεβατούι της κόρης μου.
Εν ξέρω ποια είναι, ούτε τι θέλει. Ίσως να εν αμαρτίες δικές μου, παλιές τζιαι εγινήκαν πλάσμα τζιαι γυρεύκουνται. Φοούμαι, οι δικές μου οι αμαρτίες, να κακαδοικούν το κοπελλούι μου.


26
Nov 12

Οι μουσικοί του δρόμου

Τζείνο το πρωί, ο τζαιρός έμοιαζε με τα μάθκια ενός μωρού έτοιμου να κλάψει. Γεμάτος με μια γκρίζα λύπη, που σε αναστατώνει επειδή ξέρεις ότι που λεπτό σε λεπτό εννα ξεσπάσει τζαι εν θα ξέρεις πώς εννα αντιδράσεις.

Εμπήκα σε ένα βαγόνι, έβαλα τα ακουστικά στα αυτιά μου τζαι έκατσα να παρακολουθώ τους Εγγλέζους που έμπαιναν τζαι εφκένναν όπως τους λιμπούρους στην φωλιά τους. Εκατέβηκα στο South Kensington, κοντά στο μουσείο Φυσικής Ιστορίας.

Ακολούθησα το τούνελ προς το μουσείο τζαι λλίο πριν το τέλος του, μια μπάντα έπαιζε μουσική. Ένας τύπος με κοντραμπάσο, ένας με μια κιθάρα, ένας με τρομπέτα τζαι μια κορού με περίεργα μαλλιά να τραουδά τζαι να παίζει ντέφι.

Έπαιζαν μια πολλά μαγευτική μουσική. Κάτι χαρούμενες νότες που μόλις τες άκουες ήταν όπως τες ενέσεις γέλιου που επετούσαν που τες χορδές τους τζαι εκαρφώνουνταν πάνω σου. Κάθε φορά που επέρναν το δάκτυλο του μπασίστα που την χορδή, εσηκώνετουν η τρίχα μου τζαι εζεσταίνετουν το πρόσωπο μου που την ευχαρίστηση.

Η μουσική που έπαιζαν ήταν στα χνάρια με την εισαγωγή του μάππετ σόου. Μια πιο τσιγγάνικο-εναλλακτική έκδοση, αλλά πάλε, έπαιζαν με την ίδια χαρά σάννα τζαι ήταν κούκλες τους θεάτρου.

Έκατσα απέναντι τους τζαι άκουσα τους για κανένα τέταρτο. Επέταξα θκυο λίρες στην ανοιχτή θήκη της κιθάρας τους τζαι εξεκίνησα τον περίπατο μου. Ένιωθα σάννα τζαι επέρασε ένα πολύχρωμο κύμα που πάνω μου. Ο μαραζωμένος ουρανός εν με έκοφτεν πλέον. Απολάμβανα την περιπέτεια του να είσαι άγνωστος σε μια ξένη χώρα, με ένα αυθόρμητο χαμόγελο στο στόμα.

Η μουσική, εν φάρμακο, εν αόρατη λύτρωση. Εν ολόκληρα βιβλία, εικόνες, ιστορίες μεταμορφωμένες σε αρπίσματα τζαι συγχορδίες. Μπορεί να σε ανεβάσει στον ουρανό που χαρά τζαι μπορεί να σε τζυλήσει στο χώμα που λύπη. Εν το τι νιώθεις, τι σκέφτεσαι, μέσα που μια γλώσσα κοινή σε ούλλο τον κόσμο. Τον ήχο.

Οι μουσικοί του δρόμου, εν το σάουντρακ της ζωής μας, της καθημερινότητας μας. Εν η νότα που χρειάζεται η μονότονη, λυπημένη μας μέρα, εν η έξοδος που την ρουτίνα τζαι η γλύκα μέσα στους ήχους της πόλης.

Έννεν τζιαμέ για τα λεφτά σου. Εν τζιαμέ, πρώτα επειδή γουστάρουν τζαι μετά για να γουστάρεις εσύ. Μετρά το χαμόγελο σου, η καλή σου η κουβέντα τζαι τελευταίο το σελίνι που εννα σύρεις μες το καππέλο για να τους πεις «Ευχαριστώ».

Έννεν τζείνοι που ζητιανεύκουν που εμάς. Εν εμείς που ζητιανεύκουμε που τζείνους, λλία λεπτά απόδρασης που τες έγνοιες τζαι που την μονότονη ζωούλα μας.