31
May 09

Οι Πελλοί.

Τα πρωινά, στο δρόμο για την δουλεία, θωρώ μια κυρία να περιφέρετε κάθε μέρα στον ίδιο τόπο.

Είτε κάθετε πάνω σε κάποιο πεζούλι, είτε κινείτε άσκοπα τζιαμέ γυρώ. Πολλές φορές, στέκεται τζιαι θωρεί με απλανές βλέμμα τα αυτοκίνητα να περνούν τζιαι τον κόσμο να πιένει στις δουλείες του.

Φαίνεται μεγάλη γενέκα, σίουρα έννεν κοπέλλα των είκοσι , τριάντα χρόνων. Πρέπει αν εν γύρω στα εξήντα.

Κάθε μέρα φορεί διαφορετικά ρούχα. Ρούχα, που εν διαφορετικά, περίεργα, συνήθως πολύχρωμα. Πάντα όμως έσιει δεμμένο πάνω στην κκελλέ της ένα κόκκινο ρούχο.
Μια κόκκινη, λεπτή λωρίδα από ύφασμα, δεμμένη γύρω που το μέτωπο της.

Κράτα τζιαι μια τσάντα του μπακκάλη, ποτζείνες που εκρατούσαν οι γιαγίαες μας τζιαι επιένναν να ψουμνίσουν, πιθανόν γεμάτη πράματα.

Τες πρώτες μέρες που την επρόσεξα, έκαμε μου εντύπωση.

Τι γυρεύκει που το χάραμα του φου στην άκρια του δρόμου, ντυμένη έτσι τζιαι να κουβαλά τζιαι την τσέντα;

Μέρα με την μέρα, εγύρευκα την να την δώ. Να δώ τι κάμνει τζείνο το πρωί. Τζιαι άμα καμία φορά εν τη εθωρούσα, κατά βάθος ενοχλούσε με.
Κάποιες φορές είδα την να μπαίνει στο υποκατάστημα της τράπεζας δίπλα που το πεζοδρόμιο που κάθετε συνήθως. Μπορεί να εφίλεψε με τους υπαλλήλους τζιαι να παέννει τζιαμέ συχνά, πυκνά να διά το παρών της.

Νομίζω μια φορά είδα την να διασταυρώνει τον δρόμο για να πάει στο άλλο πεζοδρόμιο. Μάλλον εν της άρεσε όμως, επειδή ποττέ εν τη είδα να στέκεται ή να κάθετε απέναντι.

Άλλες φορές είδα την να κάθετε τζιαι να λιάζετε ανέμελη τζιαι ήρεμη. Όπως τον κάττο, μια καλοτζιαιρινή μέρα. Χωρίς να λαμβάνει υπόψην της τα αυτοκίνητα που βουρούν να προλάβουν τζιαι τους υπόλοιπους ανθρώπους που βιάζουνται να πάν στην δουλεία τους.

Εμείς πίσσουμε μες την κίνηση, φωνάζουμε ο ένας τον άλλο, παίζουμε πουρούες τζιαι αγχωνούμαστε ότι εννα αργήσουμε να πάμε στην δουλεία. Που το πρωί ξημέρωμα, μπαίνουμε σε ένα ρίνγκ μαλλώνουμε σαν τα ζώα μες τους δρόμους για να προλάβουμε να πάμε στην ώρα μας, σε ένα κλουβί, που εννα είμαστε κλειδωμένοι για οκτώ ώρες, ίσως τζιαι παραπάνω.

Το βλέμμα της έσιει μια αθώα, αναίδεια. Ένα ύφος που φαίνεται να αναγνωρίζει τα βλέμματα που πέφτουν πάνω της, να αντιλαμβάνεται ότι εν διαφορετική, ότι εν τερκάζει με το υπόλοιπο, γκρίζο τζιαι μονότονο τοπίο, αλλά να μεν την νοιάζει.

Στον ίδιο τόπο, χειμώνα – καλοκαίρι. Θωρεί τον κόσμο να περνά με μια απορία, σχηματισμένη στο πρόσωπο της.

Με τα πολύχρωμα της ρούχα, την κόκκινη κορδέλα στο μέτωπο τζιαι την τσέντα γεμάτη πράματα, κάθετε ανέμελη λίγα μέτρα έξω που την καθημερινότητα μας τζιαι μάλλον σκέφτεται.

«Άδε τους πελλούς..»


28
May 09

Ο Λεωνίδας

Σηκώθηκε από το κρεβάτι και έβαλε τις καφέ γαλότσες μαζί με το μακρύ, πράσινο του αδιάβροχο. Αυτό που είχε αγοράσει στο μαγαζάκι, δίπλα από τον σταθμό του τραίνου στο Εδιμβούργο. Τότε που αποφάσισε να γυρίσει την Αγγλία με ένα σακίδιο και δέκα εγγλέζικες λίρες στο πορτοφόλι του.

Κάθισε για λίγο στο κρεβάτι και έκλισε το κορμί του μέσα στα χέρια του, σφίγγοντας ταυτόχρονα τους μύες όλου του σώματος του. Σαν γάτος που μόλις ξύπνησε, έγειρε στο πλάι, καθισμένος ακόμα και έκλισε τα μάτια για λίγο.

«Νυστάζω», σκέφτηκε. Έπρεπε να φύγει όμως.

Στο εργοστάσιο έβαλαν ένα καινούργιο σύστημα, με ηλεκτρονικές κάρτες. Όλοι οι υπάλληλοι, κτυπούν την κάρτα τους στο μηχάνημα την ώρα που μπαίνουν στο εργοστάσιο και την ώρα που βγαίνουν από αυτό.

Έτσι το αφεντικό ξέρει ποιοι αργούν να πάνε δουλεία και ποιοι σχολνούν νωρίτερα. Στο τέλος του μήνα, προσθέτει τα λεπτά και τους κτυπάει τα μεροκάματα.
Ποιο παλιά, έκλεβε λίγα λεπτά για να κοιμηθεί παραπάνω το πρωί. Τώρα, πάντα στην ώρα του ο Λεωνίδας. «Σιγά μην αφήσω τον χοντρό, φασίστα να μου φάει το μεροκάματο» έλεγε στον Μάουρο, τον Ιταλό που συνήθως δούλευε δίπλα του.

«Έλληνας και στην ώρα του. Πράγμα σπάνιο.» απαντούσε συχνά ο Μάουρο, πειράζοντας τον.

Στο εργοστάσιο στην Γερμανία, κατέληξε από τύχη. Ξεκίνησε να επιστρέψει στην Ελλάδα όταν τέλειωσε το πτυχίο του στο Γιορκ. Άλλαζε τραίνα, αυτοκίνητα, ωτοστόπ και όταν χρειαζόταν λεφτά, δούλευε λίγες μέρες και προχωρούσε. Όπου τον έβγαζε ο δρόμος.

Πάνε δύο χρόνια, από την ημέρα που έπιασε δουλεία στο εργοστάσιο με τα πλαστικά μπουκάλια. Σε μια μικρή πόλη λίγο έξω από το Μόναχο. Του άρεσε το τοπίο και έκατσε λίγο παραπάνω.

Στο λίγο παραπάνω γνώρισε την Γκρέτσεν, παντρεύτηκαν, σε λίγο ήρθε και ένα μικρό, ξανθό κοριτσάκι. Οικογενειάρχης ο Λεωνίδας.

Φίλησε την Γκρέτσεν στο μάγουλο, χάιδεψε την Μελίνα και κατέβηκε ήσυχα τις σκάλες για να μην τους ξυπνήσει.

Κοντοστάθηκε στην πόρτα του μικρού, πέτρινου σπιτιού και κοίταξε τον συννεφιασμένο ορίζοντα. Αν και του έλειπε που και που ο ήλιος της Θεσσαλονίκης, τίποτα δεν μπορούσε να συγκριθεί με την ομορφιά του θλιμμένου, βροχερού ουρανού να παλεύει με τα απέραντα πράσινα λιβάδια και τους μικρούς λόφους της Γερμανίας.

Περπατούσε κάθε μέρα για το εργοστάσιο. Στον δρόμο αγόραζε κουλούρι από το αρτοποιείο του Εβραίου στην γωνία και το έτρωγε στις δέκα, πίνοντας τον καφέ του.
Ένα πράσινο ποδήλατο, ακουμπισμένο και ξεκλείδωτο στα κάγκελα κάποιου σπιτιού. Στάθηκε, το κοίταξε και έσπρωξε το πισινό λάστιχο με την μύτη του ποδιού του, για να βεβαιωθεί ότι δεν ήταν ξεφούσκωτο.

Σκέφτηκε να το καβαλήσει μέχρι την δουλεία. Μετά σκέφτηκε ότι δεν είναι δικό του, δεν θα ήταν σωστό να κλέψει το ποδήλατο κάποιου. Μετά σκέφτηκε ότι ένα ποδήλατο μπορεί να τον πάρει μέχρι το Μόναχο, στο σταθμό του τραίνου.

Έσφιξε το κουλούρι στο χέρι του, μετατρέποντας το κομμάτι που κρατούσε, σε ψίχουλα. Γύρισε το κεφάλι και συνέχισε για το εργοστάσιο. «Που να τα αφήσω όλα αυτά, τώρα πια..» και προχώρησε να κτυπήσει την κάρτα του.


28
May 09

Ενα χρόνο μετά

Πρίν κανένα μήνα, έπιασα ένα email που κάποια κοπελλία η οποία ήθελε να μου κάμει κάποιο είδος συνέντευξης σχετικά με το άνοιγμα της Λήδρας τζιαι τις επιπτώσεις που είσιεν στην κοινωνική ζωή του κόσμου. Αν τζιαι έν νιώθω παραπάνω αρμόδιος που τον καθένα μας, να μιλήσω για το συγκεκριμένο θέμα, υπο την ιδιότητα μου σαν σκεπτόμενος πολίτης, εδέχτηκα με χαρά.

Άμα κάποιος ζητά την γνώμη μου για κάτι, νίωθω ότι τιμά με κάποιον τρόπο (εκτός που τες έρευνες που κάμνουν που τα τηλέφωνα, τζείνες απλά εκνευρίζουν με) οπόταν νιώθω υποχρεωμένος να του την πώ. Η κοπελλία, ετοίμαζει μια μελέτη για το πτυχίο της, που ασχολείται με το συγκεκριμένο θέμα τζιαι είμαι σίουρος ότι εννα ακούσει πολλά άσχετες γνώμες περι του θέματος.

Όπως τζιαι να έσιει, εσυναντηθήκαμε σε ένα καφενείο στην παλία Λευκωσία, κοντά στην Λήδρας. Ο τζιαιρός λλίο ανοιξίατικος, ιδανικός για περίπατο τζιαι κουβέντα. Τα παλία κτήρια τζιαι το πλακόστρωτο θυμίζουν άλλες εποχές τζιαι η παλία Λευκωσία εν που τα ποιο αγαπημένα μου σημεία. Οι συνθήκες γενικά ήταν ιδανικές για να τζυλήσει όμορφα η συζήτηση.

Έχω την συνήθεια να μιλώ πολλά, ειδικά άμα εν για θέματα που έχω άποψη τζιαι ενδιαφέρουν με. Η κοπελλία, εν με εδιέκοψε σε καμία περίπτωση. Απλά άναψε το μαγνητοφωνάκι τζιαι άκουε με προσεχτικά.

Τα συναισθήματα που εξυπνήσαν μέσα μου ήταν νεκατωμένα.

Αγανάκτηση αλλά τζιαι δικαίωση. Για τους ανθρώπους που πριν να ανοίξει το οδόφραγμα, εφωνάζαν τζιαι εκινδυνολογούσαν ότι εννα μας κάμει ζημία.
Εν είδα να κλείνει κανένα κατάστημα στην Λήδρας, ούτε είδα να αυξάνουνται τα εγκλήματα στην περιοχή. Επίσης εν επρόσεξα ότι οι Ελληνοκύπριοι ψουμνίζουν μόνο που τα κατεχόμενα, επειδή εν ποιο φτηνά.

Το αντίθετο μάλιστα. Οι δρόμοι εγεμώσαν Τουρκοκύπριους που κάθουνται στα καφέ τζιαι ψουμνίζουν στα καταστήματα της ελεύθερης Κύπρου. Οι ανθρωποι ανεξαρτήτου εθνικότητας τζιαι καταγωγής, κινούνται τζιαι αλληλεπιδρούν στο ίδιο περιβάλλον, χωρίς να δημιουργείται το παραμικρό πρόβλημα.
‘Ένα χρόνο μετά, δεν υπάρχει η παραμικρή αλλαγή στην καθημερινότητα μας τζιαι ξέρετε γιατί;

Γιατί σε τελική ανάλυση, ο λόγος που πεισμόνουμε σαν τα γαούρκα τζιαι αντιδρούμε σε ότι μας προτείνουν διαφορετικό, εν επειδή τζείνη που τους συφφέρει, εκαταλάβαν ότι είμαστε ξεροτζίεφαλοι τζιαι εκμεταλλεύκουνται το.

Φκαίννουν όπως τους καραόλους αμα βρέξει τζιαι φωνάζουν, επιχηρηματολογούν, φοιτσίαζουν τον κόσμο τζιαι επιμένουν ότι κάθε προσπάθεια συμφιλίωσης τζιαι επαναπροσέγγισης εν μάταια. Αμα αποδειχτούν λάθος όμως συμπεριφέρουνται σαννα τζιαι εν εδιαφωνήσαν ποττέ με τίποτε.

Που εν τούτοι ούλλοι οι «πατριώτες» σήμερα να μας δείξουν τα προβλήματα στην ζωή μας τζιαι τες αρνητικές αλλαγές του ανοίγματος της Λήδρας;
Εν τζιαμέ που ήταν πάντα, απλά σήμερα είβραν άλλα πράματα να πιππιλούν για να φοιτσίαζουν τον κόσμο.

Η συζήτηση εκράτησε για περίπου μια ώρα.

Ετέλειωσα τον καφέ μου με την ελπίδα ότι η λύση εννα εν ανεπαίσθητη, όσο ήταν το άνοιγμα της Λήδρας.


15
May 09

Διαφημιστικές Εκλογές

Τον τελευταίο μήνα, η πόλη έγινε ένα μεγάλο διαφημιστικό φυλλάδιο. Με την διαφορά ότι αντί για αυτοκίνητα τζιαι ινστιτούτα υδρομασάζ, διαφημίζουν πλάσματα που θέλουν να γίνουν ευρωβουλευτές. Ποιος εν θέλει να γίνει βουλευτής ή ακόμα καλύττερα, ευρωβουλευτής.

Κατ’ αρχήν είναι μια θητεία τάκκωμα.Πιερωμένα ταξίθκια στην Ευρώπη με του ψύλλου πήδημα, δεν σε ελέγχει κανένας τι κάμνεις, που πάεις. Μπορείς να πάεις να κάθεσαι στην ευρωβουλή τζιαι να μεν ανοίξεις ποττέ το στόμα σου να πεις λέξη. Δουλεία γιοκ δηλαδή.

Πουπανοπρίτζη έρκετε τζιαι ένα κατεβατό λίρες τέλος του μηνός. Τι άλλο θέλεις;

Continue reading →


28
Apr 09

Το Παρκάρισμα

Την Κυριακή το μεσημέρι, επήα με ένα ζευγάρι φίλους στο Mall.

Η κοπέλλα έθελε να αγοράσει δώρα τζιαι όπως γίνεται πάντα, ετραβολόησε τζιαι τον φίλο της μαζί της να της κάμνει παρέα, ο οποίος με την σειρά του, ετράβησε με τζιαι εμένα για να του κάμνω τζείνου παρέα.

Μετά που τα πρώτα δύο καταστήματα, εκαταλήξαμε για ακόμα μια φορά στο ότι οι αρσενιτζίοι εν κάμνουν για να ψουμνίζουν μαζί με γενέτζιες. Οι γενέτζιες, μπορεί να μπουν σε ένα κατάστημα, να εξερευνήσουν τις ποιο απομακρυσμένες του γωνίες, να δοκιμάσουν ούλλα τα ρούχα στο μέγεθος τους (πολλές φορές ακόμα τζιαι τζείνα που εν μιτσία τους, με μια κρυφή ελπίδα ότι τελικά εννα τους μπούν) τζιαι να φκούν έξω μετά που δύο ώρες, μόνο τζιαι μόνο για να μπούν κατευθείαν στο δίπλα κατάστημα.

Εν πάσει περιπτώση, αποφασίσαμε να φκούμε έξω στα παγκάκια τζιαι να αφήκουμε την κοπελλία να αλωνίζει τα καταστήματα. Εξέραμε ότι θα εκουράζετουν εν τέλει τζιαι θα αποφάσιζε να φύουμε.

Continue reading →