Τα σύνορα που μας χωρίζουν..
Το απέραντο κενό, την ώρα που σε άφηκα πίσω μου στο αεροδρόμιο..
Το κομμάτι που μου λείπει απο τότε..
“You will wait for me until the day, there’s no borderline..”
Τα σύνορα που μας χωρίζουν..
Το απέραντο κενό, την ώρα που σε άφηκα πίσω μου στο αεροδρόμιο..
Το κομμάτι που μου λείπει απο τότε..
“You will wait for me until the day, there’s no borderline..”
Όταν χαράζει o πρώτος στεναγμός
βγαίνει απ’ τα πιο σφιγμένα χείλη
σαν πεταλούδα στην κάμαρη πετά
ψάχνοντας άνοιγμα να φύγει
Αν είσαι μόνος αν είσ’ αδύναμος
η χαραυγή θα σε ξεκάνει
Έχει το μύρο έχει τη σιγαλιά
έχει τον ήλιο τον αλάνη
Καινούρια μέρα καινούριος ποταμός
στις εκβολές του θα προσφέρει
όσα χαθήκαν όσα ξεχάστηκαν
κι όσα γι’ αυτά κανείς δεν ξέρει
Πίσω απ’ τους λόφους πίσω απ’ τα βλέφαρα
υπάρχει τόπος και για σένα
Χωρίς Βαστίλλη χωρίς ανάθεμα
χωρίς τα χείλη τα σφιγμένα
Δεν με καθορίζουν, τα εμπόδια που έχουν παρουσιαστεί στον δρόμο μου
με καθορίζει το κουράγιο που είχα να δημιουργήσω καινούργιους δρόμους.
Δεν με καθορίζουν, οι απογοητεύσεις που είχα
με καθορίζει η πίστη και η δύναμη που είχα να δοκιμάσω ξανά.
Δεν με καθορίζει, το πόσο έχει διαρκέσει μια σχέση
με καθορίζει το πόσο δυνατά έχω αγαπήσει και το πόσο πρόθυμος είμαι να αγαπήσω.
Δεν με καθορίζει, το πόσες φορές έχω χάσει τα πόδια και έχω πέσει
με καθορίζει το πόσες φορές έχω σηκωθεί και έχω ξαναπερπατήσει.
Δεν είμαι ο πόνος μου
Ούτε και το παρελθόν μου
Είμαι αυτό που γεννήθηκε από την στάχτη.
Το ποίημα δεν είναι δικό μου.
Είναι δική μου μετάφραση ενος ποιήματος που βρήκα στο ίττερνετ.
Αν έχει κάποιο που ξέρει σε ποίον ανοίκει να μας το πεί να το μάθουμε.
Που τα κομμάθκια που τα ακούεις τζιαι σχηματίζετε ένα χαμόγελο, που απλώνει σε ούλλη σου την φάτσα.
“On a stage I rage and I’m rollin” 😀
Ποια εν η αιτία σου μιτά1 μου, τζι εν πααίννεις,
Οξα2 ΄βραν σου καλλύττερον τζι εμέναν εν με παίρνεις.
Εν ήτουν με το κκέφιν της τζι εγίω κατάλαβα την
τζι αππήησα3 που τον βραμόν4 τζιαι ξαναφίλησα την,
για τελευταίαν μου φοράν, τζιαι ποσιαιρέτησα την.
Αρώτουν τες γειτόνισσες προξένια ποιοι επήραν,
Γοιον τον σκαρτάτον5 έπαθα,
αμα μου είπαν τζι έμαθα
καλά την ιστορίαν.
Πάω μες σ’ εναν καφενέν έτσι με δίχως ψέμαν,
Έκατσα τζι έπιννα κοφτές6, να κάμω ξένον γαίμαν.