«Λοιπόν, Κύριε Γιώργο μου. Θέλω να μου βάλεις, λλία λεμόνια». Προσεκτικά, με τες άκρες των δακτύλων της έπιασε ένα μαντορίνι που την κάσια. «Εν τα Ισραηλίτικα, τούτα οξα εν ποτζείνα τα φτείρικα τα Κυπριακά;»
«Έχω εγώ σκάρτο πράμα , Μαρούλλα μου; Εν Κυπριακά τα μαντορίνια. Καθάρισε ένα, να δοκιμάσεις τζαι αν δεν γλυκάνει το δόντι σου, χαρίζω σου μια τσέντα να κάμεις χυμό». Η Μαρούλλα έσμιξε τα σιείλη της σε ένα χαμόγελο τζαι εδίκλισε πάνω στον Γιώργο όπως την κάττα την καμωματούσα. Του Γιώρκου, εσβήσαν τα μάθκια του για μια στιγμή, η καρκιά του έχασε ένα – θκύο χτύπους τζαι ένωσε την αναπνοή του να φκαίννει κελαριστά, που μέσα στο στομάσιη του.
«Αχ, Μαρούλλα» εσκέφτηκε τζαι άνοιξε την σακκούλλα να την γεμώσει λεμόνια. Που μακριά, είδε την γενέκα του που τον εζαοθώρε. Έκαμε πως εν εκαταλάβε. Που κάτω, που κάτω όμως επαρακολούθαν την που του εκόντεφκε.
«Εν τίποτε κουτσή, οξά στραβή η κοκόνα τζαι εν μπορεί να γεμώσει τες τσέντες μόνη της» είπε του μες το αυτί, σιυφτή που πάνω του με τα σιέρκα στην κόξα, όπως τον πασά του Σαραγιού. «Τωρά ήρτεν που την νυχού ρε Ελένη. Ύνταλως κάμνεις ολάν τζαι εσού, να μαλλώσω με την πελάτισσα σιόρ;»
Εξερόβηξεν η Ελένη «Πάω να σισταρίσω το ψυγείο. Έχω σου δείν, α. Όι να την αφήκεις να φύει χωρίς να πιερώσει πάλε». Ο Γιώρκος έκαμε πως εν άκουσε τζαι με το μισό του μάτι εθώρεν την που απομακρύνετουν. Με το άλλο μισό του, εθώρεν την Μαρούλλα να περιεργάζεται μισο-σιυφτή κάτι καφέδες.
Η Μαρούλλα, μια καλοστεκούμενη σαρανταπεντάρα. Ένα κομμάτι πυλός το κορμί της. Ο χρόνος ρέσσει που πάνω του τζαι χαδεύκει το, πλάθει το, σμιλεύκει του τες καμπύλες τζαι αφήνει το κάθε φορά πιο όμορφο. Μελαχρινή, σαν την κουβερτούραν του γαλάτου τζαι το στήθος της να φαίνεται στο ντεκολτέ του κλαδωτού της φουστανιού.
Ο Γιώρκος, σαν τον σιύλλο που πιάννει μαλαΐν, επροχώρησεν προς το μέρος της. Έπιασε την που την μέση τζαι εγύρισε την πάνω του. Για ένα δευτερόλεπτο, ένωσε την να αφήνεται, να μεν αντιστέκεται τζαι χωρίς να πει κουβέντα εκόλλησε τα σιείλη του πάνω στα δικά της.
Τα λλία δευτερόλεπτα που έμεινε να τον φιλά, ως τα αμματόφυλλα του, το κορμί του ούλλο επετάλλισε. Ώσπου να τον κουντήσει πίσω, να του σφυρίσει τον πάτσο μες τα αυτιά τζαι να τον αφήκει σύξυλο δίπλα που το σταντ με τα τσίπιτος να την θωρεί να ξομακρίζει.
Έκλεισε τα μάθκια του. «Αχ, Μαρούλλα», είπε. Ανοίγοντας τα, είδεν την Ελένη που τον εθώρεν, χασκιασμένη.