05
Aug 13

Brandy Sour

Σε ένα μοντέρνο καφενέ, πουτούτους που εγέμωσε ο τόπος τωρά, εκάθουμουν τις προάλλες με κάτι φίλους. «Τι εννα πιείς;» με ερώτησε ο ευγενικός χίπστερ σερβιτόρος, με το ριχταρένιο παντελόνι τζαι την φανέλλα, με την έξυπνη ατάκα.

Αμήχανα, σαστισμένα επαρατήρησα γυρώ μου. «Ότι πίννει ο Νικόλας» απάντησα.

«Ένα μπράντυ σάουαρ καλό.» είπε ο σερβιτόρος φιλικά τζαι απομακρύνθηκε.

Το μπράντυ σάουαρ. Θυμούμαι μια απομακρυσμένη εικόνα, του παπά μου να πίννει κάτι τέθκοιο σε ψαροταβέρνα της Πάφου, αλόπως με κανένα θκείο μου ή κανένα συγγενή που το εξωτερικό. Μόνο το όνομα, θυμίζει Κυπριακή ογδοντίλλα, μουστάτζια, ανοιχτά πουκάμισα, παντόφλες ντόλφιν τζαι πατερυμήν.

Το ίντερνετ, λαλεί ότι ήταν εφεύρεση του ΚΟΤ ως εθνικό κοκταίηλ της Κύπρου, τότε που ανθούσε ο τουρισμός στην Αγία Νάπα τζαι την Λεμεσό. Η Κούβα έσιει τες καιπιρίνιες, η Ισπανία τες σανγκριές, το Μεξικό τες μαργαρίτες τζιαι εμείς τα μπράντυ σάουαρ.

Είχα το αποτυχημένο σαν ποτό τζιαι για να είμαι ειλικρινής είχα ξεχάσει ότι υπήρχε. Τζαι όμως, είναι ένα που τα ποτά (όπως άκουσα) που δικαιούνται να σερβίρουν τα καφενεία. Επίσης, είναι πολλά δημοφιλές σαν ποτό πλέον, επειδή αποτελείται που φτηνά, Κυπριακά υλικά τζιαι η τιμή του εν χαμηλή. Σκεφτείτε, αλλού θέλουν οκτώ τζαι εννιά Ευρώ, για ποτά όπως το μοχίτο τζιαι παρόμοιες σούπαμούπες, για το μπράντυ σάουαρ θέλουν θκύο τζιαι τρία.

Εδοκίμασα το μετά που χρόνια τζαι εκατέληξα να πιώ τέσσερα. Είναι πράγματι πολλά ωραίο. Εσυνδιάσαμε το με χαλλουμοπιττουές τζαι με κούννες του φυστουτζιού.

Τούτη η κρίση, ανάγκασε μας να ξεθάψουμε που το παρελθόν πολλά πράματα. Εγώ σιέρουμαι που γίνετε τούτη η στροφή στα Κυπριακά προϊόντα τζαι στες παλιές συνήθειες. Γουστάρω που έσιει καφενεία πλέον, με ευγενικούς, χίπστερ, νεαρούς σερβιτόρους τζιαι γκαρσόνες φοιτήτριες βγαλμένες που τραγούδι του Δεληβοριά. Αρέσκει μου που μπορώ να πιώ σουμάδα, καφέ Κυπριακό, τριαντάφυλλο με το γάλα τζαι όπως ανακάλυψα πρόσφατα, μπράντυ σάουαρ.

Εμένα τούτη η ατμόσφαιρα, προσφέρει μου μια οικειότητα. Σαν μια παλιά, αγαπημένη φωτογραφία. Όπως την εικόνα του παπά μου να πίννει ποτό.

Τούτη η κατάσταση ίσως να εν η ευκαιρία, η αρκή της μετάβασης σε μια πιο ειλικρινή μια πιο αυθεντική εποχή. Ναι, καταλαβαίνω ότι τούτα ούλλα ίσως να εν τζαι αποτέλεσμα μιας επίκαιρης μόδας, αλλά τούτο δεν αναιρεί τα θετικά αποτελέσματα που ίσως να έσιει στην κοινωνία.

Η γνώμη μου εν ότι, η κουλτούρα των λαών τζαι η ταυτότητα τους εν συνυφασμένη με το τι τρων τζιαι τι πίννουν. Εν γιαυτό τζια που οι κουζίνες, χαρακτηρίζουνται που την χώρα προέλευσης τους (Ιταλική, Κινέζικη κλπ). Νιώθω ότι, άμα ο κόσμος παραγγέλλει μπράντυ σάουαρ τζαι σουμάδα, αποδέχεται επιτέλους ότι εν Κυπραίος.


31
Jul 13

Αποδοχή

Η τηλεόραση έπαιζε στο φόντο, μια μεσημεριανή εκπομπή με πολιτικούς φιλοξενούμενους. Η Σωτηρούλα επλύννησκε τα πιάτα τζαι ο γιός της είσιεν τελειώσει το φαί του τζαι επερίμενε την ώρα να περάσει για να πάει δουλειά.

Άφηκε το πιάτο που επλύννησκε μες την βούρνα, ίσιωσε το κορμί της τζαι έγειρε πίσω την κκελλέ της. Εποφύσισε τζαι για λλίο έκλισε τα μάθκια της σε μια προσπάθεια να δραπετεύσει που την πραγματικότητα. Οι σκέψεις εγεμώναν τον νου της τζαι μια, μια όπως τες βελόνες ετρυπούσαν το εσωτερικό τον μαθκιών της. Με κομμένη την ανάσα, σάννα τζαι εξυπνούσε που ένα κακό όνειρο, εφώναξε.

«Ούφφου, Παναΐα μου Κυριάκο! Βάδωστην τζεινη την τηλεόραση τζαι επέλλανε μας. Εβαρέθηκα να τους ακούω μέρα, νύχτα να μαλλώνουν. Εκάμαν ίντα που εκάμαν τζαι τωρά έχουν μούτρα να φκάιννουν στα νέα να ζητούν τον λόγο ο ένας που τον άλλο.»

Ο Κυριάκος, εχαμήλωσε την τηλεόραση. «Πρέπει να τους ακούμε, μάμμα. Να τους θωρούμε τζαι να καταλαβαίνουμε τι γαδάροι είμαστε τζαι τόσα χρόνια ανεχόμαστε τους.»

«Ήταν παράδεισος η Κύπρος, Κυριάκο. Κανένας εν επερίμενε ότι εννα έρτουν έτσι τα πράματα. Αν εξέραμε, αν υποψιαζούμαστε… Εθέλαμε να καταλήξουμε δαμέ;»

«Μάμμα, αλόπως εν εκατάλαβες τι συμβαίνει γυρώ μας.»

Εσηκώθηκε που την καρέκλα, ο Κυριάκος τζαι έβαλε τα σιέρκα στες τζιέπες. Με ύφος δασκάλου, σάννα τζαι εκατήχε την απόλυτη αλήθκεια, είπε της μάνας του.

«Σε δέκα, δεκαπέντε χρόνια, νομίζεις ότι ο γιος του Αναστασιάδη, ο γιος του Χριστόφκια, η κόρη του Παπαδόπουλου είτε του Κασουλίδη, εννα περνούν διαφορετικά που τωρά; Τούτοι μάμμα, εν έχουν να χάσουν τίποτε, όπως περνούν τωρά, έτσι εννα περνούν πάντα. Τούτοι τζαι οι φίλοι τους μια χαρά την έχουν. Λαλούν ότι εν για να φκούμε που την κρίση που τα κάμνουν. Εννα πατήσουν πάνω μας για να μείνουν στην επιφάνια, να επιβιώσουν. Εννα μας πνίξουν εμάς όμως.»

Έβαλε το ένα του γόνατο στην καρέκλα, έσιηψε που πάνω τζαι επροσποιήθηκε ότι γονατά πάνω στην κκελλέ κάποιου τζαι ότι κρατά τον που τα μαλλιά.

«Εβάλαν μας που κάτω μανά. Θα γονατούν πάνω στην κκελλέ μας τζαι θα μας κλώννουν τα μαλλιά μας ώσπου να φκάλουν που πάνω μας, ότι χρειάζεται για να συνεχίσουν τζείνοι να υπάρχουν.»

Έκατσεν η Σωτηρούλλα κάτω τζαι εκάλυψε το στόμα της, προσπαθώντας να κόψει τον αναστεναγμό της. Είδεν κάτω που το πόδι του γιού της, τα όνειρα της, τα σεντόνια που έραφκε, το περπάτημα στην δουλειά, τα μωρά της, το σπίτι της, τ’ αγγόνια της.

«Αχ…θεέ μου είπε» τζαι τα μάθκια της εγεμώσαν. Χωρίς να κλαίει.


29
Jul 13

Οδήγηση

Νομίζω ότι μέσα που την οδήγηση, μπορείς να αντιληφθείς, τες νοοτροπίες τζαι τες ιδιοσυγκρασίες της Κυπριακής κοινωνίας. Για κάποιο λόγο, την ώρα που οδηγούμε φκάλλουμε έξω ένα πολλά καταπιεσμένο κομμάτι του εαυτού μας. Μάλλον επειδή, μέσα στο αλουμινένιο κλουβί μας, νιώθουμε άτρωτοι τζαι ασφαλείς.

Νομίζουμε, ότι το αυτοκίνητο εν επέκταση του εαυτού μας. Τζαι γινούμαστε μεγάλα αλουμινένια τζαι αναίσθητα κουθκιά, που απειλούμε να τσιλλίσουμε όποιον βρεθεί ομπρός μας τζαι εν οδηγά όσο γλήορα θέλουμε. Σάννα τζαι το αυτοκίνητο διά μας μια προστασία σωματική αλλά τζαι μια ελευθερία να συμπεριφερούμαστε παράδοξα, αδιαφορώντας για την κοινωνική κριτική.

Τις προάλλες οδηγούσα στην Λεωφόρο Στροβόλου. Ένα τύπος μπροστά μου αποφάσισε να παρκάρει, μέσα στην επέκταση του δρόμου, μπροστά στην στάση. Δηλαδή τζιαμέ που σταματά το λεωφορείο για να μεν εμποδίζει την κυκλοφορία την ώρα που κατεβάζει επιβάτες.

Επάρκαρε τζαι εκατέβηκε κόρτα – ραπανάκι σάννα τζαι εν συμβαίνει τίποτε. Το λεωφορείο μπροστά μου, όπως ήταν αναμενόμενο, εσταμάτησε στην μέση του δρόμου, εμποδίζοντας τες οργισμένες ορδές των πρωινών εργαζομένων.

Όσο επερίμενα το λεωφορείο να αποβιβάσει τζαι να επιβιβάσει, αννοίω το παράθυρο τζαι λαλώ του. «Καλά ρε κουμπάρε, γιατί εν το έβαλες στο παρκινγκ πίσω που το κτήριο. Για να εφκοληνθείς εσύ, εμποδίζεις 1000 άλλα πλάσματα»

Ήντα έθελα να του πω έτσι. Αν του ατίμαζα την γενέκα του, είσιεν να μου απαντήσει πιο φιλικά. «Άτε ρε κουμπάρε, τράβα που δαμέ που εννα μου πείς τζαι τον λόο σου. Θώρε την δουλειά σου τζαι άφησμας να κάμουμε την δική μας..»

Εγώ επροχώρησα τζαι τζείνος εσυνέχιζε να ξιτιμάζει τζαι να ανεμίζει τα σιέρκα του σάννα τζαι είσιεν να πετάσει. Το δίκαιο του χωρκάτη που λαλούμε. Η μάλλον, το δίκαιο του γάρου του Κυπραίου.

Σκέφτουμε τζαι λαλώ. Πες ανεβαίνεις μια σκάλα τζαι πίσω σου έσιει άλλο 50 πλάσματα να φκαίννουν μαζί σου. Υπάρχει περίπτωση να κάτσεις χαμέ, να κόψεις την κυκλοφορία για να κάμεις κάτι προσωπικό, ασπούμε να μιλήσεις στο τηλέφωνο; Είδετε ποττέ κανένα σαν παρπατεί, όππα να θρονιάζετε χαμέ τζαι να αντικόφκει ούλλους τους υπόλοιπους επειδή έτσι του ανάδοξε;

Εν το κάμνουμε, είτε επειδή φοούμαστε ότι εννα μας κλωτσοκοπήσουν είτε επειδή έχουμε κάποιο ίχνος σεβασμού τζαι κοινωνικής ευγένειας. Γιατί το κάμνουμε μες τους δρόμους καλό;

Κατά βάση, ο Κυπραίος στες καθημερινές του, κοινωνικές συναλλαγές δεν είναι ευγενικό ζώο, πάλε γάρος ένει. Ο συνδυασμός του Κυπραίου με το αυτοκίνητο όμως, αναδεικνύει ένα αναίσθητο, κράμα κοινωνικής οντότητας, που είναι εκνευριστικό αλλά τζαι επικίνδυνο πολλές φορές. Τζαι τούτο εν κάτι που για να αλλάξει, πρέπει ο καθένας μας ξεχωριστά, να σταματήσει να εν ο γάρος που παρκάρει μπροστά που τες στάσεις των λεωφορείων.


20
Jul 13

Επέτειος

«Έτσι μέρες του Ιούλη, τζείνοι ποτζεί στήννουν μπαιράμια τζαι παναύρκα. Εν τζαι κόφτει τους, θωρείς ήρταν ποδά να ψουμνίσουν, σάννα τζαι εν συμβαίνει τίποτε.»

Επεριεργάζουμουν ένα παπούτσι που εφένετουν καλό για την δουλειά. Ετράβησε μου το ενδιαφέρον η συζήτηση. Ακούμπησα το παπούτσι στο στάντ του τοίχου, τζαι έγυρα περίεργος να δώ ποιοι συζητούν.

Πίσω που τον διαχωριστικό τοίχο, που εξυπηρετούσε τζαι σαν εκθετικό στάντ των παπουτσιών του καταστήματος, έκοψε το μάτι μου ένα ζευγάρι ηλικιωμένων να δοκιμάζει παπούτσια. Μαζί τους, μια πιο νεαρή κοπέλα που τους εμιλούσε Τούρκικα, μάλλον κόρη τους ή κάποια συγγενής που επροσφέρθηκε να τους βοηθήσει να έρτουν στον Ελληνοκυπριακό τομέα να ψουμνίσουν ορθοπεδικά παπούτσια γνωστής φίρμας.

Γύρω τους πεταμένα, ανοιχτά κουτιά τζαι διάφορα μοντέλα παπουτσιών. Λαμβάνοντας υπόψην το εκνευρισμένο ύφος της νεαρής που ήταν μαζί τους, καθώς τζαι το βλέμμα της πωλήτριας που ενόμιζες ότι αν ήταν να γινεί μασιέρι τζαι να τους ππαλιάσει, εκατάλαβα ότι η κοτζιάκαρη ήταν νάκκο ιδιότροπη τζαι εν έβρισκε παπούτσι να κοστερκάζει πάνω της. Η ιδιοτροπία, όπως φαίνεται, εν έσιει ράτσα.

Η πωλήτρια, μια σχετικά καλοστεκούμενη πενηντάρα. Εφορούσε ριχτή, μπέζ, τελαντωτή μπλούζα, ποτζείνες που είναι απαραίτητες στην γκαρνταρόμπα κάθε Κυπραίας που επάτησε τα σαράντα.

Δίπλα της, μια νεαρή, αλλοδαπή υπάλληλος. Σχετικά όμορφη με λλία κιλά παραπάνω τζαι ένα τουπε, βοηθού κακού, σε ταινία του James Bond.

«Εγώ θυμούμαι ακόμα τζείνη τη μέρα.» Είπε τζαι εχαμογέλασε με νόημα στην βοηθό της. Προσπαθώντας λλίο παραπάνω από ότι ήταν απαραίτητο, η υπάλληλος απάντησε, φωναχτά «Ναι κυρία; Απαναγκία μου, πρέπει να φομπιτίκατε μπάρα πολύ!».

«Εφοήθηκα καλό κόρη μου. Ήντα εν πράμα! Εσυκωθήκαμε το πρωί τζαι εππέφταν πόμπες». Σε μια αναλαμπή, σάννα τζαι επέρασαν που το νού της οι σκηνές του πολέμου, έβαλε τα σιέρκα στην κόξα τζαι εποφύσισε ανυπόμονα. «Ούφφου, πότε εννα φύουν τούτοι, εφκάλαν μας την ψυσιή μας!».

Έπιασε με το μάτι της, να την θωρώ αμήχανα τζαι να περιεργάζουμε με τον αντίχειρα μου, την γλώσσα μιας παντόφλας. «Θέλετε βοήθεια;» είπε. Το βλέμμα της σαστισμένο, αβέβαιη επροσπαθούσε να μου δείξει ότι εν εννοούσε εμένα με το αγανακτισμένο της επιφώνημα, προ ολίγου.

«Εεεε, όχι ευχαριστώ. Απλά ρίχνω μια ματιά.» απάντησα τζαι ετράβησα απότομα το σιέρι μου που την παντόφλα.

Πίσω της η βοηθός πωλήτρια, επροσπαθούσε με μισά εγγλέζικα τζαι κουτσά ελληνικά να συνεννοηθεί τζαι να καταλάβει πιο εν το πρόβλημα με το παπούτσι της κοτζιάκαρης. «Εμείς φταίμε» εμουρμούρισε. «Που τους αφήνουμε έτσι τζαιρούς να κυκλοφορούν ποδά έτσι ξαπόλητοι».

Εχαμογέλασα με δυσκολία τζαι έφυα. Επερπάτησα στην Μακαρίου. Μέσα που τα κλειστά καταστήματα με τες ταπέλλες «Ενοικιάζεται» εδιερωτούμουν ποιος τελικά είναι ο εχθρός τούτης της χώρας. Ποιος άλλος, εκτός που εμάς.


13
May 13

Η ταινία (μέρος πρώτο)

Εμεγάλωσα σε μια εποχή, οι δρόμοι ήταν σχεδόν ακίνδυνοι ττζαι οι ανθρώποι λλιότερο φοιτσιασμένοι. Τα σπίθκια της γειτονιάς μου, χαμηλοτάβανες, μονοκατοικίες, χωρίς πεζοδρόμια. Με αυλές γεμάτες δεντρά, φκιόρα σε γλάστρες ττζαι ττέλλενους φράκτες.

Νεαρές οικογένειες, που εκατεβήκαν μετά τον πόλεμο στες πόλεις για να δοκιμάσουν μια άλλη ζωή, εκτός του χωραφκιού τζαι της φάρμας, εφέραν συνήθειες που δύσκολα βρίσκεις σήμερα. Εφυτεύκαν χόρτα για να έχουν να κόφκουν στην σαλάτα, κάποιοι εδιατηρούσαν γουμάες με όρνιθες ή σιοιροκούνελλα τζαι κουνέλλια. Οι παραπάνω εκάμναν πολλά κοπελλούθκια.

Έτσι λόγω των συμπτώσεων που έφερε η εξέλιξη της Κυπριακής κοινωνίας, εμεγάλωσα σε μια γειτονιά με πολλούς μιτσιούς, σχετικά συνομήλικους. Τα απογεύματα, που εφκένναμε να παίξουμε στα χωράφκια της γειτονιάς μας, εδημιουργούσαμε πανζουρλισμό, παναύρι.

Καμιά δεκαρκά ροκόλοι, εμεγαλώσαμε μαζί, εγινήκαμε έφηβοι μαζί. Μαζί εδοκιμάσαμε τσιάρο τζαι φυσικά, την ίδια εποχή αρκέψαμε να συναρπαζόμαστε που τα στήθη των κορούων γυρώ μας τζαι να πειράζουμε τες μιτσιές που εφκαίνναν για περίπατο. Οι ορμόνες μας εφτάσαν στην ακμή τους, το ίδιο καιρό.

Τα πράματα ήταν πιο δύσκολα τότε, εν υπήρχε ίντερνετ ούτε συνδρομιτική τηλεόραση. Το γυμνό που είχαμε, ήταν κανένα βυζί που έφευκε της Καρυοφυλιάς στα «Βαμένα κόκκινα μαλιά». Πολλά πράματα, εκατοικούσαν στα όρια της φαντασίας μας. Οι τρόποι να ξεδώσουμε, περιορισμένοι. Ίσως να ήταν πιο ρομαντικά τότε.

Όπως τζαι να έσιει, ο Αντώνης, ήταν ο πιο μεγάλος μας. Ετύγχεννε σεβασμού τζαι απεριόριστου θαυμασμού στην παρέα. Έτσι, η ανακοίνωση που μας έκαμε λλίες μέρες πριν να κλείσει τα 17α του γενέθλια, ήταν κοσμογονικής σημασίας.

Εμαζεφτήκαμε κάτω που το καλάθι του μπάσκετ τζαι εκάτσαμε χαμέ. «Κοπέλλια, την άλλη εβδομάδα κλείω 17», είπε μας. «Στο βίτεοκλαπ, στην Παλλουρκώτισσα, έσιει μια κασέττα που έσιει όριο 17 τζαι πάνω. Μπορεί να μέννεν πορνό, αλλά, για να έσιει όριο 17 σίουρα εννα εν κάτι παρόμοιο».

Στα αυτιά μας ακούστηκε απίστευτο, πολλά καλό για εν αληθινό. Ττζαι όμως, με δέκα σελίνια τζαι μια βόλτα με τα ποδήλατα σε λλίες μέρες θα εμπορούσαμε να κάτσουμε να δούμε ταινία, που ίσως να έδιχνε τιτσίρες, για πάνω που 2 δευτερόλεπτα.

Τα λεφτά εμαζευτήκαν πριν να σκεφτούμε οτιδήποτε άλλο. Σελίνι, σελίνι μέσα σε ένα απόγευμα εμαζέψαμε μια λίρα. Αρκετα για νοικιάσουμε την κασέττα, αλλά τζαι για να νοικιάσουμε δεύτερη αν ο Αντώνης έβρισκε καμιά άλλη που να μεν επρόσεξε την προηγούμενη φορά.

Είχαμε λοιπόν καταστρώσει ένα απλό αλλά εντυπωσιακά αποτελεσματικό σχέδιο. Το μόνο που έμενε ήταν να περιμένουμε τα γενέθλια του Αντώνη. Επεριμέναμε με πάθος τζαι ανυπομονησία, όπως οι κοτζιάκαρες περιμένουν τον καλό λόο το Πάσχα.