23
Jun 09

No matter who is president.

Οι απόψεις μιας εξόριστης, Ιρανής δημοσιογράφου, σχετικά με τις πρόσφατες εκλογές στο Ιράν.
Ανεξάρτητα του ποιός είναι ο πρόεδρος, μια δημοσιογράφος σαν αυτή, θα εκτελήτω δια λιθοβολισμού.
Διαβάστε το εδώ
http://www.commondreams.org/view/2009/06/19-11?page=1


22
Jun 09

Ο Γάρος.

Έχουν γραφτεί αμέτρητα άρθρα, τραγούδια, ακόμα τζιαι βιβλία, που να ασχολούνται με τον Κυπριακό γάρο.

Ο Κυπριακός γάρος, είναι ένα σπάνιο ζώο που ζει κυρίως σε όλη την επικράτεια της νήσου Κύπρου, στην Μεσόγειο θάλασσα. Συναντάται όμως, ανα το παγκόσμιο, άλλοτε σε μικρές ομάδες και άλλοτε σε μεγάλες κοινότητες.

Ο Κυπριακός γάρος, ξεχωρίζει απο τους υπόλοιπους γάρους, κυρίως απο τα κοινωνιολογικά του χαρακτηριστικά, που προσδιορίζουν και αναδεικνύουν ένα ιδιαίτερο χαρακτήρα, μοναδικό σε όλη την πλάση.

Μερικά χαρακτηριστικά του θα αναφέρω στην συνέχεια.

Κυπριακός γάρος είναι, ο γάρος που άμα σίεσει πάνω του το κοπελλούι του τζιαι τύχει να μέννεν έσσο, αλλάσει το τζιαι πετάσσει ή θάφκει το πάμπερς όπου έβρει. Πολλά παραδείγματα αυτής της συμπεριφοράς μπορείτε να εντοπίσετε στις οικογενειακές παραλίες του Μακένζυ.

Κυπριακός γάρος, είναι ο γάρος που καταφέρνει να πετάξει τα ποιο απίθανα σκουπίδια στα πιο απομακρυσμένα και καθαρά σημεία του νησίου. Για παράδειγμα, ο γάρος που πετάσσει μανταρινόφυλλα τζιαι παττιχόφυλλα στες σπηλίες της θάλασσας του Ακάμα. Επίσης, ο γάρος που πετάσσει σακκούλα με τυρόπιττα τζιαι γαλατούι που τον φούρνο, στην μέση του μονοπαθκιού της φύσης στην μάντρα του Καμπιού.

Κυπριακός γάρος, είναι ο γάρος που αμα δει το φανάρι τζιαι μάσιετε να άψει κόκκινο, αντί να ελαττώσει τζιαι να σταματήσει, πατά του αυτοκινήτου τζιαι όποιον πάρει ο χάρος (ή ο γάρος αν θέλετε). Η συμπεριφορά αυτή του Κυπριακού γάρου πολλές φορές τον φέρνει σε ρήξη με άλλους Κυπριακούς γάρους η οποία πολλές φορές καταλήγει σε χειροδικίες ή στην καλύτερη περίπτωση σε αλληλοβρισίματα.

Κυπριακός γάρος, είναι ο γάρος που πάει στο σινεμά (ή σε άλλους δημόσιους και ήσυχους χώρους) τζιαι αντί να κλείσει το κινητό τζιαι να κάτσει ήρεμα τζιαι πναστά να δει το έργο, πίαννει την κουβέντα με τους παρέες του τζιαι μιλά δυνατά για τον παίκτη που εννα γοράσει η ομάδα του ή για την σούβλα που εκάμαν τις προάλλες στα Πλατάνια.

Κυπριακός γάρος, είναι ο γάρος που αγνοεί επιδεικτικά κάθε είδος ουράς αναμονής σε οποιοδήποτε μέρος. Για παράδειγμα, ο γάρος που κουντά να μπεί πρώτος για να γοράσει παγωτό που τον Ηράκλη ενώ κάποιοι άλλοι περιμένουν την σειρά τους. Επίσης, ο γάρος που βουρά να πάει να εξυπηρετηθεί πρώτος στο ταμείο της τράπεζας με την δικαιολογία “Εγώ βιάζουμαι” ή επειδή απλά εν κουμπάρος με τον ταμία.

Τελευταίο (αλλά όχι έσχατο) χαρακτηριστικό του Κυπριακού γάρου που θα αναφέρω σήμερα, είναι η συνήθεια του να μην ζητά ευγενικά αλλά να απαιτεί. Οι λέξεις “Παρακαλώ” ή “Ευχαριστώ” δεν υπάρχουν στο λεξιλόγιο του Κυπριακού γάρου. Παραδείγματος χάρην, ο Κυπριακός γάρος θα πει “Ένα καφέ τζιαι νάκκον άξιππα” και σε καμία περίπτωση “Μπορώ να έχω ένα καφέ, παρακαλώ”.

Ο Κυπριακός γάρος δεν πρέπει να συγχύζεται με το αξιολάτρευτο, γκρίζο γαϊδουράκι που ζει επίσης στην Κύπρο και επιβάλλετε να τυγχάνει περίσσιας εκτίμησης.


04
Jun 09

Η Ταμίας

Μπροστά μου στο ταμείο είσιεν δύο Κινέζουες.

Εγώ επήα να αγοράσω ζάχαρη τζιαι μέλι για την δουλεία, ήταν πρωί κατά τις 8:30. Στην μεγάλη υπεραγορά εν είσιεν πολλή κόσμο, ένα μόλις ταμείο ήταν ανοιχτό για να εξυπηρετεί τους πελάτες.

Η ταμίας, μια ξανθή γύρω στα 35, μάλλον ξένη τζιαι τζείνη. Εμιλούσε Ελληνικά με μια ιδιαίτερη τζιαι σπαστή προφορά, πρέπει να ήταν που χώρα του πρώην Ανατολικού μπλοκ.

Η ταμίας έδειχνε να βαρκέτε, που την ώρα που εκοντέψαν οι μιτσίες για να πλερώσουν. Μάλιστα εφώναζε της μαστόρισσας της, αστειώντας τζιαι κολλώντας, ότι έσιει που το πρωί που εν στο ταμείο τζιαι ότι θέλει διάλειμμα. Εφύσαν, εποφύσαν, ειδικά άμα με είδε εμένα που επήα τζιαι εστάθηκα πίσω που τες Κινέζες τζιαι στην συνέχεια τους υπόλοιπους που εσταθήκαν πίσω μου, λλίο έλειψε να μας πετάξει κανένα καλάθι πας την κκελλέ.

Τελειώνει το μέτρημα τον πραμάτων, «25 Ευρώ» λαλεί των Κινέζων. Έτυχε όμως να ξεχάσει στο καλάθι των κοπέλλων, ένα φακελλάκι με σούπα. Λαλεί της η Κινέζα «Φοργκότ δίς».

Ίντα έθελε η μαύρη τζιαι η σκοτεινή να της πει έτσι.

Γυρίζει θωρεί το φακελλάκι, θωρεί την Κινέζα, ξαναθωρεί το φακελλάκι, τσουτσουρίζει. Πιάννει το, χτυπά το στην ταμειακή τζιαι σύρνει της το μπροστά της.
Ολόισια το χαμόγελο της Κινέζας εχάθηκε.

«27.50» λαλεί η ταμίας. Φκάλλει τζιαι η Κινέζα ένα πενηνταεύρω να της δώσει.

Η ταμίας κλώθει την κκελλέ της με ειρωνεία τζιαι θωρεί την Κινεζού με ύφος, «Είσαι εσού πλάσμα να κραείς τζιαι πενηντάευρω;».
Λαλεί της «Γιού τόντ χάβ τζείντζ;», «Νόου» λαλεί της η μιτσία.

Άρκεψε να φωνάζει κάποιας Κυρίας Ευρούλλας, να έρτει να της ανοίξει το ταμείο για να αλλάξει το πενηντάευρω. Μόνο να την δέρει την Κινέζα έμεινε.

Η ουρά εν τω μεταξύ εμεγάλωνε τζιαι εγώ ήμουν ο επόμενος που θα ενευρίαζε μαζί του η ταμίας. Η διάθεση μου είσιεν χαλάσει που πολλά ποιο πριν όμως.

Ένας άνθρωπος εκατάφερε να χαλάσει την ημέρα των υπόλοιπων, είτε επειδή εβαρκέτουν να δουλέψει είτε επειδή εν του αρέσκει η δουλεία που κάμνει.
Εν κάτι που το κάμνουμε ούλλοι μας.

Κάτι πάει στραβά στην ζωή μας τζιαι φκάλλουμε το σε ούλλον τον υπόλοιπο κόσμο.

Σάννα τζιαι για κάποιο παράξενο λόγο, φταίει το σύμπαν που εμείς εν είμαστε ευχαριστημένοι με όσα έχουμε. Που αντί να θωρούμε τζείνους που εν σε σιειρόττερη μοίρα, θωρούμε μόνο όσους την έχουν καλύτερα που εμάς.

Πίσω που την ταμία, ούλλη την ώρα είσιεν ένα μεσήλικα, που εγέμωνε τις τσέντες. Ο μεσήλικας τούτος, είσιεν νοητική υστέρηση.

Μόλις επλέρωσα, έπιασε τα πράματα μου να τα βάλει στην τσέντα. Κατά λάθος έπιασε τζιαι ένα πράμα που του επόμενου. Ετράβησα το τζιαι έβαλα το πίσω.

Εγύρισε τζιαι είδε με μες τα μάθκια τζιαι εξαπόλυσε μου ένα που τα ποιο καλοσυνάτα τζιαι ποιο γλυτζία χαμόγελα που είδα ποττέ. Άπλωσε το σίερι του να σφίξει το δικό μου τζιαι εψέλλισε «Φιλούι μου». Εχαμογέλασα πίσω τζιαι συνειδητοποίησα ότι, ένα χαμόγελο, μια καλή κουβέντα, μπορεί να αλλάξει την ημέρα μου.

Κάποιοι άνθρωποι που εμείς θεωρούμε λιότερο ικανούς που εμάς, δείχνουν να εκτιμούν παραπάνω τζείνο που έχουν. Τζιαι να χαμογελούν ,την ώρα που εμείς νευριάζουμε.

Η ζωή μας είσιεν να εν ποιο όμορφη τζιαι ποιο εύκολη, αν εχαμογελούσαμε λλίο παραπάνω.


02
Jun 09

Σαν πας στο Ζύγι.

Στην επιστροφή που το Μαρί, για την Λευκωσία, αποφασίσαμε με κάποιο φίλο να σταματήσουμε στο Ζύγι για να φάμε κάτι. Εσκεφτήκαμε ότι αξίζουμε μια μπύρα τζιαι λλίο φρέσκο ψάρι μετά που μιας εβδομάδας δουλεία

Οι επιλογές ήταν πολλές, στην τύχη αποφασίσαμε να κάτσουμε στην ταβέρνα «Η καθαρή καρδία». Μια κλασσική, Κυπριακή παραγκοταβέρνα που κάποτε ήταν σπίτι τζιαι μετά οι ιδιοκτήτες εστεγάσαν την αυλή τζιαι σερβίρουν φαί.

Εκάτσαμε σε ένα τραπεζάκι τζιαι επαραγγείλαμε στο αλλοδαπό γκαρσόνι μια μπύρα να δροσιστούμε λλίο πριν να ξεκοκαλίσουμε τα ψάρκα που θα επαραγγέλαμε. Όπως ήταν αναμενόμενο, οι ικανότητες του γκαρσονιού στο σερβίρισμα ήταν όσα ήταν τζιαι τα Ελληνικά του, οπόταν η μπύρα ήρτεν μετά που είκοσι λεπτά, χλιαρή τζιαι με το σίερι του γκαρσονιού στο στόμα της μπουκάλλας.

Εν είμαστε Ιδιότροποι, εξάλλου εν τζιαι εκάτσαμε στο Χίλτον, εκαθάρισα την μπουκάλλα τζιαι έγυρα τα πρώτα ποτήρια.

Σε λλίο εκατάφθασε τζιαι το μάστρε-γκαρσόνι (οι αλλοδαποί εν μόνο για να κουβαλούν όχι για να πιάνουν παραγγελίες) για να του παραγγείλουμε. Ερωτήσαμε αν έσιει μενού. «Εγώ είμαι το μενού» απαντά με περηφάνια τζιαι κομπιάζοντας το γκαρσόνι.

«Ωραία λοιπόν, φέρε μας μια καλαμαράκι, μια σουπιές, μια σαλάτα, λλίη τασίη τζιαι κανένα ψάρι» είπαμε. Είπε μας τι φρέσκα ψάρια έσιει για να διαλέξουμε. Εμείς εν τζιαι είμαστε ψαράες, λαλούμε του φέρε μας κάτι για δύο άτομα, ούτε πολλά μεγάλο, ούτε πολλά μιτσή. «Αφήστε το πάνω μου» λαλεί μας.

Για να μεν τα πολυλογώ, έφερε μας δέκα ροδέλες καλαμαράκι κατεψυγμένο, τρείς σουπιές, λλίες πατάτες που πρέπει να τες ετηγάνισε πέντε φορές πριν να μας τες φέρει εμάς τζιαι ένα ψάρι που μα το θεό αν το εψάρευκα εγώ είσιεν να το λυπηθώ τζιαι να το πετάξω πίσω. Εσκέφτηκα να του πω ότι έκαμε λάθος τζιαι έφερε μας το μωρό αντί τη μάμμα, αλλά εσιώπησα. Τρώμε τζιαι εν ξαναρκούμαστε αν είναι, εν υπάρχει λόγος να κάμουμε τζιαι ιδιοτροπία.

Εφάμεν που λέτε (τι εφάμε δηλαδή, εμυριστήκαμε το λαλεί τζιαι η μάνα μου) τζιαι είπαμε του να μας φέρει το πρόστιμο. Έρκετε ο αλλοδαπός με την σούμα πάνω σε μια κίτρινη λαδόκολλα. Άλλο έξυπνο κόλπο τούτο, λαλεί σου άμα εν του αρέσει του πελάτη ο λοαρκασμός, εν θα κάτσει να ανοίξει συζήτηση με το γκαρσόνι που τα Ελληνικά του τρία ένει.

Λλίον έλειψε να με πίαει κόλπος άμα τζιαι είδα πόσα έθελε. Ογδόντα οκτώ Ευρώ. Μάλιστα, εμισοφάμεν δύο άτομα τζιαι έπρεπε να πληρώσουμε ογδόντα οκτώ Ευρώ. Πέμπουμε το γκαρσόνι πίσω να φωνάξει του μάστρου του.

«Το ψάρι εν ακριβό λαλεί μας», όντως άμα μας έβαλε δώδεκα λίρες το καλαμαράκι τζιαι εφτά λίρες την τασίη τζιαι την σαλάτα πρέπει να το αγοράζει πολλά ακριβά. Καλά τζιαι συφφέρει τους τζιαι δουλεύκουν. Ύνταλως τα φκάλλουν πέρα;

Τζιαι σκεφτείτε ότι είμαστε Κυπραίοι, αν είμαστε τουρίστες, είσιεν να πρέπει να μπούμε φαινάνς για να τον πιερώσουμε.

Τζιαι ύστερα παραπονιούνται ότι οι Κυπραίοι παν στα κατεχόμενα να φαν τζιαι ότι έππεσε ο τουρισμός μας. Πατριώτης, ξε-πατριώτης, η πούγκα μου εν έσιει πατρίδα. Πελλός που ξαναπάει στο Ζύγι να φάει ψάρι.


31
May 09

Οι Πελλοί.

Τα πρωινά, στο δρόμο για την δουλεία, θωρώ μια κυρία να περιφέρετε κάθε μέρα στον ίδιο τόπο.

Είτε κάθετε πάνω σε κάποιο πεζούλι, είτε κινείτε άσκοπα τζιαμέ γυρώ. Πολλές φορές, στέκεται τζιαι θωρεί με απλανές βλέμμα τα αυτοκίνητα να περνούν τζιαι τον κόσμο να πιένει στις δουλείες του.

Φαίνεται μεγάλη γενέκα, σίουρα έννεν κοπέλλα των είκοσι , τριάντα χρόνων. Πρέπει αν εν γύρω στα εξήντα.

Κάθε μέρα φορεί διαφορετικά ρούχα. Ρούχα, που εν διαφορετικά, περίεργα, συνήθως πολύχρωμα. Πάντα όμως έσιει δεμμένο πάνω στην κκελλέ της ένα κόκκινο ρούχο.
Μια κόκκινη, λεπτή λωρίδα από ύφασμα, δεμμένη γύρω που το μέτωπο της.

Κράτα τζιαι μια τσάντα του μπακκάλη, ποτζείνες που εκρατούσαν οι γιαγίαες μας τζιαι επιένναν να ψουμνίσουν, πιθανόν γεμάτη πράματα.

Τες πρώτες μέρες που την επρόσεξα, έκαμε μου εντύπωση.

Τι γυρεύκει που το χάραμα του φου στην άκρια του δρόμου, ντυμένη έτσι τζιαι να κουβαλά τζιαι την τσέντα;

Μέρα με την μέρα, εγύρευκα την να την δώ. Να δώ τι κάμνει τζείνο το πρωί. Τζιαι άμα καμία φορά εν τη εθωρούσα, κατά βάθος ενοχλούσε με.
Κάποιες φορές είδα την να μπαίνει στο υποκατάστημα της τράπεζας δίπλα που το πεζοδρόμιο που κάθετε συνήθως. Μπορεί να εφίλεψε με τους υπαλλήλους τζιαι να παέννει τζιαμέ συχνά, πυκνά να διά το παρών της.

Νομίζω μια φορά είδα την να διασταυρώνει τον δρόμο για να πάει στο άλλο πεζοδρόμιο. Μάλλον εν της άρεσε όμως, επειδή ποττέ εν τη είδα να στέκεται ή να κάθετε απέναντι.

Άλλες φορές είδα την να κάθετε τζιαι να λιάζετε ανέμελη τζιαι ήρεμη. Όπως τον κάττο, μια καλοτζιαιρινή μέρα. Χωρίς να λαμβάνει υπόψην της τα αυτοκίνητα που βουρούν να προλάβουν τζιαι τους υπόλοιπους ανθρώπους που βιάζουνται να πάν στην δουλεία τους.

Εμείς πίσσουμε μες την κίνηση, φωνάζουμε ο ένας τον άλλο, παίζουμε πουρούες τζιαι αγχωνούμαστε ότι εννα αργήσουμε να πάμε στην δουλεία. Που το πρωί ξημέρωμα, μπαίνουμε σε ένα ρίνγκ μαλλώνουμε σαν τα ζώα μες τους δρόμους για να προλάβουμε να πάμε στην ώρα μας, σε ένα κλουβί, που εννα είμαστε κλειδωμένοι για οκτώ ώρες, ίσως τζιαι παραπάνω.

Το βλέμμα της έσιει μια αθώα, αναίδεια. Ένα ύφος που φαίνεται να αναγνωρίζει τα βλέμματα που πέφτουν πάνω της, να αντιλαμβάνεται ότι εν διαφορετική, ότι εν τερκάζει με το υπόλοιπο, γκρίζο τζιαι μονότονο τοπίο, αλλά να μεν την νοιάζει.

Στον ίδιο τόπο, χειμώνα – καλοκαίρι. Θωρεί τον κόσμο να περνά με μια απορία, σχηματισμένη στο πρόσωπο της.

Με τα πολύχρωμα της ρούχα, την κόκκινη κορδέλα στο μέτωπο τζιαι την τσέντα γεμάτη πράματα, κάθετε ανέμελη λίγα μέτρα έξω που την καθημερινότητα μας τζιαι μάλλον σκέφτεται.

«Άδε τους πελλούς..»