Με κατεύθυνση το κέντρο της Λευκωσίας, στα φώτα της διασταύρωσης του Βαρδάρη με το ΌΧΙ, επρόσεξα ένα άνθρωπο στην άκρη του δρόμου ξαπλωμένο. Έκπληκτος, είδα τα αυτοκίνητα δίπλα μου να απομακρύνονται, βουρώντας να προλάβουν το πράσινο. Άνοιξα το παράθυρο τζαι εφώναξα, «Φίλε είσαι καλά, χρειάζεσαι βοήθεια;».
Ο άνθρωπος εδίκλησε πάνω τζαι είδε με χωρίς να απαντήσει. Έπιασα πάντα τζαι εκατέβηκα.
Ετηλεφώνησα ασθενοφόρο τζαι κοντεύκοντας εκαταλάβα ότι η κατάσταση του ήταν σιειρόττερη από ότι εφαίνετουν που το αυτοκίνητο. Τα μάθκια του ήταν πρησμένα τζαι η κκελλέ του ήταν γεμάτη ξεραμένα αίματα τζαι μαυρίλες.
Τα ρούχα του ήταν σχισμένα τζαι τα σιέρκα του χταρμένα άσιημα. Έμοιαζε να τον έδερε κάποιος τζαι να τον εκολώσυρε στο παγκέττο. Μισά ελληνικά, μισά εγγλέζικα ερώτησα τι εσυνέβηκε.
Χρησιμοποιώντας την ίδια μισοδότζιη γλώσσα επικοινωνίας, απάντησε μου ότι κάποιος του εκτύπησε με το αυτοκίνητο τζαι ότι ηταν τζιαμέ κανένα μισάωρο.
Κάποιοι ξένοι, επεράσαν τζαι εσταματήσαν να δουν τι έγινε. Ερωτήσαν τον διάφορα, έμοιαζε να τους εμπιστεύκεται παραπάνω που μένα. Που τα λλία που εκατάλαβα, ήταν που την Συρία. Επέμενε στην ίδια ιστορία ότι κάποιο μερσεντές του εκτύπησε τζαι άφησε τον αιμόφυρτο.
Ήμουν λλίο καχύποπτος για το πώς μπορεί να είσιεν συμβεί το περιστατικό. Εν είμαι γιατρός, ούτε ντετέκτιβ, αλλά οι φατσιές που είσιεν εμοιάζαν μου παραπάνω να επροκληθήκαν που ξύλο παρά που ατύχημα. Εν υπήρχε λόγος να τον αμφισβητήσω. Εξάλλου το πώς εσυνέβηκε ήταν άσχετο.
Σημασία είσιεν ότι ένας άνθρωπος κτυπημένος, αιματωμένος, ήταν μέσα σε ένα αυλάτζι για ώρα τζαι κανένας δεν εσταμάτησε να τον βοηθήσει. Λλιο μετά το τηλεφώνημα μου εφτάσαν αστυνομικοί με μοτόρες. Επροσπαθήσαν να του μιλήσουν αλλά αντιμετώπισε τους το ίδιο αδιάφορα όπως εμένα.
Αθόρυβα, εδιαλύθηκε σιγα, σιγα τζαι το πλήθος που είσιεν συναχτεί γυρώ μας. Η άμπουλα έφτασε λλίο αργότερα.
Εκατέβηκε που μέσα μια νοσοκόμα. Εν μας ερώτησε τίποτε, εβούρησε, έπιασε του την κκελλέ του τζαι άρκεψε να τον εξετάζει. Τζείνος, μόλις του εκόντεψε η νοσοκόμα, εξέσπασε. Ελυτρώθηκε μόνο με την παρουσία της.
Μια γλυτζιά, κοκκινομάλλα, νοσοκόμα, εχάδευκε του τα μαλλιά τζαι επροσπάθαν να τον καθησυχάσει. «Μην κλαίς καλέ μου, όλα θα παν καλά» ελάλεν του τζαι τζείνος ούλλο πιο έντονα εμουγκάριζε όπως το μωρό. Τα άσπρα της τα σιερούθκια ήταν όπως τους κρίνους πας το μαυρισμένο του το πρόσωπο.
Εμπήκα στο αυτοκίνητο τζαι έφυα. Ούλλη μέρα εσκέφτουμουν πόσο ανεπαίσθητα συνυπάρχει στην εποχή μας η αδιαφορία τζαι η σκληράδα, με την τρυφερότητα τζαι την συμπόνια. Ευτυχώς υπάρχει μια δόση λογικής τζαι καλοσύνης να αντισταθμίζει τούτη ούλλη την παράνοια που ζούμε.