Ακόμα τζαι σήμερα, σχεδόν 20 χρόνια μετά, θωρώ την φιγούρα του δίπλα που το ψυγείο των αναψυκτικών. Να κρατά τσιγάρο, Μάλμπορο εκατοστάρι, με άσπρο φίλτρο. Σαν μεγάλη κιμωλία που λαλεί τζαι το τραούδι. Να χαμογελά, τζαι η μεγάλη ελιά που είσιεν στο μάγουλο του, να κουμπά πάνω στο μάτι του.
Την ημέρα που εττούμπαρε, επερίμενα τον να έρτει στο στέκκι που εσυναούμαστε, να μιλήσουμε για μια κασέττα που είχα ακούσει. Επειδή ήταν πιο μεγάλος μου, πολλές φορές επροσπαθούσα να έβρω πράματα να του πω, να του ανοίξω κουβέντα για να μου δώκει σημασία. Εφέρετουν μου καλύτερα που τους υπόλοιπους, έβλεπα τον σαν τον αρφό μου τον μεγάλο μες την παρέα.
Ο θάνατος για μένα τότε, ήταν κάτι που έξερα μόνο που την τηλεόραση. Εν εμπορούσα να αντιληφθώ πως γίνεται κάποιος να εν μαζί σου ένα απόγευμα τζαι το επόμενο να χαθεί για πάντα. Όπως τον καπνό του τσιάρου. Την μια στιγμή να εν τζιαμέ να τον θωρείς, άσπρο, θολό, έντονα να γεμώνει τον χώρο τζαι την άλλη, να διαλύεται τζαι να χάννεται στον αέρα.
Μόλις το άκουσα, θυμούμαι που εκόπηκεν η αναπνοή μου, εγεμώσαν τα μμάθκια μου τζαι που το στόμα μου εφκήκεν μια απαίσια, λυπημένη κραυγή απόγνωσης. Ήταν η πρώτη φορά που ένιωσα ότι, κάτι μου έκλεψε το σύμπαν.
Είχα συνήθεια μετά που επέθανε τζιαι επάεννα στον τάφο του να τον δώ. Ένα απόγευμα του σιειμώνα, έμεινε μες το νου μου.
Ήταν πολλή κρυάδα, τζιαι οι πιθανότητες να εσιει κάποιον τζιαμέ ήταν πολλά λλίες. Εκόντεψα στον τάφο τζαι έκατσα κάτω που το δεντρούι που εφυτέψαν απέναντι του.
Ετράβησα το σκουφούι μου κάτω για να ζεστάνω τα μάγουλα μου τζαι άναψα Lucky Strike. Ένα για μένα, ένα για τζείνον τζαι εσφήνωσα το τζιαμε που ήταν η κκελλέ του. Εθώρουν το που έσβηννεν σιγά, σιγά τζαι ήμουν σίουρος ότι εφουμάρισκεν μαζί μου. Έβαλα το ένα ακουστικό πάνω στο χώμα, τάχα για να ακούει μαζί μου τζαι ακούσαμε το «Χωρίς ντροπή».
Ένιωθα ένα αίσθημα χρέους να με ωθεί. Εγώ ήμουν ακόμα ζωντανός, ενώ τζείνος ήταν βαωμένος κάτω που το χώμα. Μόνος του. Μετά που λλίο τζαιρό, εκατάλαβα ότι εν αλλάσει τίποτε, ότι έπρεπε να το αφήκω πίσω μου τζαι ότι εν ανούσιο να κάθουμαι πάνω που ένα τάφο. Τι θα άλλαζε; Είσιεν να σηκωθεί πάνω;
Εσταμάτησα να πηαίνω. Επεράσαν τα χρόνια. Όποτε περνώ που το νεκροταφείο, ποσσιεπάζω ακόμα να δώ τον τάφο. Τζαι ένας μιτσής Σταυρίνος, εν ακόμα τζιαμέ κουκουλλί τζαι καρτερά τον φίλο του.