15
Jan 13

Ο τάφος

Ακόμα τζαι σήμερα, σχεδόν 20 χρόνια μετά, θωρώ την φιγούρα του δίπλα που το ψυγείο των αναψυκτικών. Να κρατά τσιγάρο, Μάλμπορο εκατοστάρι, με άσπρο φίλτρο. Σαν μεγάλη κιμωλία που λαλεί τζαι το τραούδι. Να χαμογελά, τζαι η μεγάλη ελιά που είσιεν στο μάγουλο του, να κουμπά πάνω στο μάτι του.

Την ημέρα που εττούμπαρε, επερίμενα τον να έρτει στο στέκκι που εσυναούμαστε, να μιλήσουμε για μια κασέττα που είχα ακούσει. Επειδή ήταν πιο μεγάλος μου, πολλές φορές επροσπαθούσα να έβρω πράματα να του πω, να του ανοίξω κουβέντα για να μου δώκει σημασία. Εφέρετουν μου καλύτερα που τους υπόλοιπους, έβλεπα τον σαν τον αρφό μου τον μεγάλο μες την παρέα.

Ο θάνατος για μένα τότε, ήταν κάτι που έξερα μόνο που την τηλεόραση. Εν εμπορούσα να αντιληφθώ πως γίνεται κάποιος να εν μαζί σου ένα απόγευμα τζαι το επόμενο να χαθεί για πάντα. Όπως τον καπνό του τσιάρου. Την μια στιγμή να εν τζιαμέ να τον θωρείς, άσπρο, θολό, έντονα να γεμώνει τον χώρο τζαι την άλλη, να διαλύεται τζαι να χάννεται στον αέρα.

Μόλις το άκουσα, θυμούμαι που εκόπηκεν η αναπνοή μου, εγεμώσαν τα μμάθκια μου τζαι που το στόμα μου εφκήκεν μια απαίσια, λυπημένη κραυγή απόγνωσης. Ήταν η πρώτη φορά που ένιωσα ότι, κάτι μου έκλεψε το σύμπαν.

Είχα συνήθεια μετά που επέθανε τζιαι επάεννα στον τάφο του να τον δώ. Ένα απόγευμα του σιειμώνα, έμεινε μες το νου μου.

Ήταν πολλή κρυάδα, τζιαι οι πιθανότητες να εσιει κάποιον τζιαμέ ήταν πολλά λλίες. Εκόντεψα στον τάφο τζαι έκατσα κάτω που το δεντρούι που εφυτέψαν απέναντι του.

Ετράβησα το σκουφούι μου κάτω για να ζεστάνω τα μάγουλα μου τζαι άναψα  Lucky Strike. Ένα για μένα, ένα για τζείνον τζαι εσφήνωσα το τζιαμε που ήταν η κκελλέ του. Εθώρουν το που έσβηννεν σιγά, σιγά τζαι ήμουν σίουρος ότι εφουμάρισκεν μαζί μου. Έβαλα το ένα ακουστικό πάνω στο χώμα, τάχα για να ακούει μαζί μου τζαι ακούσαμε το «Χωρίς ντροπή».

Ένιωθα ένα αίσθημα χρέους να με ωθεί. Εγώ ήμουν ακόμα ζωντανός, ενώ τζείνος ήταν βαωμένος κάτω που το χώμα. Μόνος του. Μετά που λλίο τζαιρό, εκατάλαβα ότι εν αλλάσει τίποτε, ότι έπρεπε να το αφήκω πίσω μου τζαι ότι εν ανούσιο να κάθουμαι πάνω που ένα τάφο. Τι θα άλλαζε; Είσιεν να σηκωθεί πάνω;

Εσταμάτησα να πηαίνω. Επεράσαν τα χρόνια. Όποτε περνώ που το νεκροταφείο, ποσσιεπάζω ακόμα να δώ τον τάφο. Τζαι ένας μιτσής Σταυρίνος, εν ακόμα τζιαμέ κουκουλλί τζαι καρτερά τον φίλο του.


17
Dec 12

Ο σουτζιούκκος

Ετέλειωσεν το άπλωμα των σεντονιών τζαι έκατσε, σε μια πλαστική καρέκλα. Εποφύσησε με ανακούφιση τζαι έβαλε τον σταυρό της. «Δοξάζω τον πλάστη μου» είπε. «Που με αξιώνει τζαι κάμνω δουλειές ακόμα.»

Η Χαρίκλεια σηκώνεται με το πρώτο φως, τρώει ένα βούκκο ψουμί, λλίο χαλλούμι τζαι αρκέφκει δουλειές. Πότε εννα πλύννει τζαι να απλώσει ρούχα, πότε εννα σαρίσει τες αυλάες, άλλες μέρες εννα ποτίσει τα φκιόρα τζαι κάθε Παρασκευή σκουπίζει τζαι σφουγγαρίζει.

Η κούραση τζαι η ταλαιπωρία εν φανερά στο πρόσωπο της. Η φτώσια, τα μαράζια, τα τριάντα σχεδόν χρόνια που εσφόγγαν σκάλες τζαι πατώματα στα σπίθκια τα ξένα αφήκαν πάνω της μούζη τζαι μια μόνιμη κούραση. Γελά λλίο, σάννα τζαι τα σιείλη της εν εμάθαν τούτη την κίνηση τζαι προσπαθούν αμήχανα, δύσκολα, να το κάμουν άμα χρειαστεί. Μιλά ακόμα πιο λλίο τζαι τρώει ελάχιστα. Ποταμοί οι ρυτίδες στα μάγουλα της, τζαι τα μαλλιά άσπρα σαν το σιόνι.

Πριν να προλάβει να πνάσει λλίο, ενεφάνηκεν ένα άντρας πας την καντζιελλόπορτα.

«Γεια σου γιαγιά.» είπεν της. «Καλώς τον», απάντησε η γιαγιά τζαι εσηκώθηκε να του κοντέψει, για να ακούει καλύτερα.

«Ήντα κάμνεις γιαγιά, είσαι καλά;»

«Καλά γιέ μου, δόξα σόι ο θεός» απάντησε

Ο άντρας εκούμπησε στην καντζιελλόπορτα τζαι ετέντωσε το κορμί του να δει μέσα στο σπίτι. Έσουσεν την κκελλέ του όπως τον κουρκουτά τζαι είπεν της «Μα είσαι μόνη σου γιαγιά δαμέ;»

«Μόνη μου είμαι ναι.» τζαι πριν προλάβει να τελειώσει την κουβέντα, ο άντρας λαλεί της «Έπεψε με ο γαμπρός σου γιαγιά. Επαράγγειλε μου σιουτζιούκκο τζαι έφερα τον. Πρέπει μόνο να με πιερώσεις 30 Ευρώ τζαι εννα σου τον αφήκω εσένα να του τον δώκεις». Έφκαλε μια σακούλα νάιλον με κάτι τυλιμένα μέσα τζαι εκρέμμασεν την πάνω στο καντζέλλι.

«Τώρα να πιάσω τον γαμπρό μου τηλέφωνο.» είπε η γιαγιά «να τον αρωτήσω»

«Μεν τον πιάσεις τζαι είμαστε εξηγημένοι λαλώ σου. Είπεν μου να ρέξω να σου τον αφήκω τζαι να με πιερώσεις» εκούντησεν την πόρτα του καντζιελλιού τζαι έκαμε να δώκει μες την αυλή της.

«Πόμεινε να σου τα φέρω» είπε του τζαι εκούντησε την πόρτα πίσω.

Εμπήκε μέσα στο σπίτι τζαι εφκήκε βιαστική. «Έλα τα ρυάλλια σου τζαι πάνε στο καλό»

Την νύχτα που ήρτεν έσσω ο γαμπρός της που την δουλειά, είπε του τι εσυνέβηκε.

«Εγέλασε σου Χαρίκλεια τούτος. Εν έπεψα κανέναν εγώ να σου φέρει σιουτζιούκκο.»

«Εγέλασε μου, γιε μου. Εκατάλαβα το.» είπεν η Χαρίκλεια την ώρα που εδοκίμαζε ένα κομμάτι που τον σιουτζιούκκο «Που να τον δώ Χατζή να τον δώ. Τούτος ο σιουτζιούκκος εν χαλασμένος!»


12
Dec 12

Τα πρωινά

Το ξυπνητήρι, εχτύπησε πρώτη φορά η ώρα 7:30. Άνοιξε τα μάτια του αγχωμένος τζαι άπλωσε το σίερι του να έβρει το σνούζ  για να το σβήσει. Εγύρισε δίπλα στην γυναίκα του. Ευτυχώς εν την εξύπνησε.

Ενώ τζείνος προτιμά να ξυπνά νωρίς, η Κωνσταντίνα προτιμά να τζοιμάται ως την τελευταία στιγμή. Επίσης, μισεί θανάσιμα τα ξυπνητήρια.

Συχνά λαλεί του:

«Κανονικά τα ξυπνητήρια, έπρεπε να έχουν μόνο όμορφους ήχους, ήρεμους τζαι διεγερτικούς. Γιατί οι εταιρείες που κάμνουν ξυπνητήρια εν με την ιδέα ότι πρέπει να σου σηκώσουν τα νεύρα σου για να ξυπνήσεις;»

«Για τον ίδιο λόγο που τα πρωινά δεν είναι όπως τες διαφημίσεις. Εν σηκώνεσαι λλίο πριν το μεσημέρι με τον ήλιο να πλημυρίζει το δωμάτιο, ούτε φορείς άσπρο πουκάμισο ως τα γόνατα τζαι ο μοναδικός ήχος που ακούεις το πρωί, σίουρα εννεν τα κύμματα που διαλύονται πάνω στους βράχους.»

Ετράβησε το τζίν που ήταν πεταμένο στην καρέκλα που το προηγούμενο απόγευμα. Έπιασε μια καθαρή φανέλλα που το αρμάρι. Ανοίγωντας λλίο τα φυλλαράκια, όσσον για να θωρεί τζαι για να μεν ξυπνήσει την Κωνσταντίνα, επρόσεξε την φιγούρα του στον ολόσωμο καθρέφτη της πόρτας. Εμονολόγησε.

«Να υπήρχε κανένας τρόπος να εξαφανίσω τούτο το σωσίβιο που την μέση μου. Χωρίς γυμναστική τζαι χωρίς να σταματήσω να τρώω.»

Άνοιξε την πόρτα του δωματίου της κόρης του. Όπως κάθε μέρα, τζείνη στην ίδια θέση να στέκεται κρατώντας τα κάντζιελλα του κρεβατιού τζαι να τον περιμένει.

Εσήκωσε την στην αγκαλιά του τζαι τζείνη εκούρρωσε το πρόσωπο της στον ώμο του. Για κάποιες στιγμές κάθε πρωί, ο χρόνος σταματά για τον Γιώργο, μια ζεστή πετσέτα τυλίει το νού του, την καρδιά του, αφήνει στην πάντα την υπόλοιπη ζωή τζαι χάννεται στα σιέρκα της κόρης του.

«Μεν μεγαλώσεις», εσκέφτηκε.

Επήρε το μωρό στο δωμάτιο για να ξυπνήσουν μαζί την Κωνσταντίνα.

Εξάπλωσε πίσω της τζαι έσφιξε το σώμα της πάνω στο δικό του. Κρύβοντας τα μούτρα του στον κόρφο της ανάπνευσε βαθκιά. «Κέικ τζαι λιακάδα», εσκέφτηκε. Εφίλησε της το λαιμό τζαι εχάιδεψε τα μαλλιά της. Τραβώντας την κοντά του, απελευθέρωσε την αναπνοή του να ταξιδέψει πάνω της, τζαι το κορμί του έσβησε τες άμυνες του, τους φόβους του. «Εν ασφαλισμένα δαμε».

«Μείνε», είπεν του μισοτζοιμισμένη. «Πρέπει να πάω δουλειά» απάντησε.

Άνοιξε τα μάτια του. Η κόρη του στην αγκαλιά της μάμας, τζαι οι δύο στην αγκαλιά την δική του.

«Τα πρωινά τα δικά μας, εν καλύττερα που τες διαφημίσεις» είπε. Έδωσε τους ακόμα ένα φιλί τζαι εσηκώθηκε χαμογελώντας.


22
Nov 12

Αμστερντάμ

Επερπατούσα στα σοκάκια κοντά στην Leidseplein. Εσταμάτησα μπροστά που ένα κατάστημα με σουβενίρ τζαι εχάζευκα τον κόσμο που επερνούσε. Όπως τον παππού μου που άπλωννεν την αναπαυτική του στο παγκέττο του δρόμου τζαι εξάπλωνε να κόψει κίνηση. Νιώθω, ότι αιωρούμαι έξω που το κύκλωμα τζείνη την ώρα τζαι ότι ο κόσμος εν έργο που αλλάσει χρώματα τζαι σκηνές, τζαι εγώ θεατής.

Λλίο πριν να σουρουππώσει, έπιασα το ποδηλατούι μου τζαι εξεκίνησα να πάω πίσω.

Πάρκα τεράστια τζαι μουσεία, κόσμο να κάθεται τζαι να ποσκολιέται, να παίζει μάππα, να καπνίζει, να τρώει ή απλά σκοτώνει την ώρα του. Δέντρα, τζαι γρασίδια, κτήρια παλιά που τα διατηρούν αλλά τζαι αγάλματα, εκθέσεις, πλατείες με ονόματα ζωγράφων τζαι μουσικών.

Ενώ υπάρχουν αυτοκίνητα, ο κόσμος περπατά ή κυκλοφορεί με ποδήλατα. Υπάρχει σεβασμός για τους πεζούς τζαι τα ποδήλατα, ενώ υπάρχουν πεζοδρόμια, ράμπες για ανάπηρους τζαι βοηθητικά σήματα παντού. Άμα έσιεις σίηλλο δικαιούσαι να τον πάρεις όπου θέλεις, σάννα τζαι εν κοπελλούι σου.

Εσταμάτησα στην Museumplein τζαι έκατσα χαμέ στο γρασίδι. Έγειρα πίσω τζαι άφηκα τα χόρτα να μου τρυπήσουν το κορμί μου. Είδα τον ουρανό που εδειλίνωννεν τζαι ένιωσα ότι είμαι όπως την πέτρα που έππεσε μέσα σε ένα ωκεανό. Κόσμος έφευκε, κόσμος έρκετουν, εγώ  ακίνητος.

Εθυμήθηκα που επερπατούσα στο ίδιο πάρκο μια νύχτα πριν χρόνια, με φίλους.

Τούτη η πόλη αφήννει μου ένα περίεργο συναίσθημα. Νιώθω παράξενα, ήρεμος τζαι συγκεντρωμένος. Νιώθω ότι εν βουρώ να φύω που κάτι, νιώθω ότι είμαι δαμέ. Νιώθω ελεύθερος. Ελεύθερος να γυρίσω τζαι να ανακαλύψω ότι υπάρχουν καινούργια πράματα, να κάτσω χαμέ να γράψω, ελεύθερος να ζήσω την πόλη. Νιώθω ότι η πόλη, αγκαλιάζει με. Στην Κύπρο πνίουμαι.

Νιώθω ένα εκνευρισμό, συνέχεια. Μια πίεση, ένα νεύρο, ένα βάρος να κάθεται πας τα ζινίσια μου. Νιώθω ότι εν ζω. Νιώθω ότι βουρώ το πρωί να πάω να δουλειά τζαι ότι το δείλης βουρώ να πάω έσσω. Βιάζουμαι τζιόλας, μπαίνω μες το αυτοκίνητο τζαι παίζω πουρούες, ξιτιμάζω, φωνάζω τζαι προσπαθώ να αποφύγω το έξω, όσο παραπάνω μπορώ. Παίρνω παραπάνω ώρες σε μια καρέκλα αυτοκινήτου ή γραφείου, παρά οπουδήποτε αλλού. Τζιαι προτιμώ το παρά να είμαι έξω στον κόσμο.

Στην Κύπρο, εν θέλω να είμαι έξω που το σπίτι. Στο Άμστερνταμ, εν θέλω να είμαι μέσα στο σπίτι


05
Nov 12

Ο Παναγιώτης

Είχα δει τον Παναγιώτη να αράζει έξω που το σουβλιτζίδικο του τζαι να χαζεύκει. Μεσημέρι, τζιαμέ που άλλοτε ήταν πνιμένος της δουλειάς, τζείνη τη μέρα απλά εκάθετουν τζαι εθώρεν τα αυτοκίνητα που ερέσσαν.

Την ώρα που επερνούσα, εκούμπαν πίσω τζαι εχάζευκε τον ουρανό. Εν με είσιεν δει.

Εκοντοστάθηκα, «Γεια σου γείτο!», είπα. «Γεια σου αγόρι μου» απάντησε χαμογελαστός. Σαν να  τζαι εν ήθελε να ανοίξει κουβέντα μαζί μου, έπιασε το κινητό του τζαι άρκεψε να ποσκολιέται. Οι κινήσεις του νευρικές. Εφάνηκε μου βιαστικός τζιαι λλίο απότομος. Εν έδωσα σημασία.

Το σουβλιτζίδικο άνοιξε πριν 2 χρόνια, τζαι κάθε μεσημέρι εγίνετουν πανζουρλισμός. Κόσμος που τα γραφεία γύρω επερίμενε να πιάσει σουβλάκια τζαι άλλοι τόσοι εκάθουνταν στα τραπέζια να τους σερβίρει. Το πιο σύντομο που σου ελαλέν για να σου ετοιμάσει την παραγγελία, ήταν 40 λεπτά. Ούτε λόγος για ντελίβερι, «Τα σουβλάκια πρέπει να τα τρώεις την ώρα που τα φκάλλω που το σουγλί», ελάλεν.

Τα σουβλάκια του Παναγιώτη, εφκάλαν γλήορα καλό όνομα στην περιοχή. Εβουττούσεν τα σε μια σάλτσα, δικής του επινόησης, τις οποίας τα υλικά δεν ελάλεν. Εσύγκοψα ότι πρέπει να είσιεν μέσα τομάτα τζαι γιαούρτι. Ότι τζαι να είσιεν μέσα πάντως, τα σουβλάκια του ήταν λουκούμι τα μαυρογέριμα.

Την πρώτη φορά που τον εγνώρισα, ερώτησε με τι δουλειά κάμνω. «Ασχολούμαι με υπολογιστές» είπα. «Μα κκοπιούτερ τζαι πελλάρες;» απάντησε «ύστερα που λλία χρόνια εν θα βρίσκετε δουλειά, αφού πλέον ούλλα εν μες το ίττερνετ, ποιος εννα σας έσιει ανάγκη εσάς;».

Εντζίστηκα λλίο για να είμαι ειλικρινής τζαι ήταν στην άκρα της γλώσσας μου να του πω άσιημη κουβέντα. Έδωκα πάντα στον θυμό όμως, εχαμογέλασα τζαι επήρα το σαν αστείο. Όντως αποδείχτηκε καλή κίνηση. Αναπτύξαμε την καθαρά Κυπριακή σχέση πελάτη/σουβλιτζιή τζαι  όποτε επάεενα τζιαμέ ετζιέρνα μου μπύρα τζαι έβαλλε μου καμιά μιλλού παραπάνω μες την πίττα μου.

«Άμα σταματήσει η γη να γυρίζει, εννα σταματήσει τζαι ο Κυπραίος να τρώει σουβλάκια» είπε μου μόλις άρκεψε η κρίση «εμείς εν φοούμαστε». Όσο εμεγάλωνε η κρίση όμως, τόσο ελλιάνισκεν ο κόσμος στο σουβλιτζίδικο. Τζιαμέ που ετρώαν θκυό τζαι τρείς φορές την εβδομάδα, τωρά τρων μια, θκυό φορές τον μήνα.

Τον περασμένο μήνα έθκιωξε τους υπαλλήλους του. Την περασμένη εβδομάδα είδα τον να μοιράζει διαφημιστικά φυλλάδια στον δρόμο. Εχτές η περιπτερού, είπε μου ότι επούλησε τον εξοπλισμό του τζαι ψάχνει δουλειά.

Τζείνη τη μέρα που τον είδα εφοάτουν μήπως τζιαι ρωτήσω τον, τι κάμνει τζιαμέ, πως παν οι δουλειές. Τι να μου ελάλεν, ότι η κοινωνία πλέον, αντί να τρώει σουβλάκια, τρώει ανθρώπους;