16
Jul 08

Μόνος.

Εσηκώθηκε που το πεζούλι, μπροστά που το σπίτι του τζιαι εγύρισε πίσω του να ρίξει μια τελευταία μαθκία.

Ο τζίρης του είπε του, να μεν γυρίσει πίσω του, αν αποφασίσει να φύει. Κάτι μέσα του όμως εν τον άφηνε να φύει χωρίς να παρατηρήσει λλίο την αυλή που τον ανάγιωσε.

Το γιασεμί που εσκαρφάλωνε πας το παλίο, σιδερένιο, στίρηγμα, που άμα άνθιζε έμοιαζε με σιντριβάνι που αντι για νερό, ανάβλιζε ανθούς τζιαι μυρωθκίες. Το ψηλό, κακτοειδές φυτό, που το επλήγωνε με τα νίσια του, τζιαι έτρεσιε ένα άσπρο γάλα που εκολλίτσιαζε. Την τριανταφυλλία, τα σκυλλάκια, τα μάρμαρα της εισόδου, το λάστιχο του νερού.

Άψυχα αντικείμενα τζιαι φκίορα, που ήταν ο κόσμος του, όσο εμεγάλωνε.

Continue reading →


08
Jul 08

Οι Γιαγίαες

Εσηκώθηκε που το κρεβάτι κατα της έξι το πρωί, επονούσε τον δεξί της ώμο πάλε.

Έμεινε της αίπη, που τον τζιαιρό που έκαμνε χαλλούμια τζιαι επούλαν στην Κυθρέα. Πριν τον πόλεμο δηλαδή.

Ένα πρωί, όπως ενεκάτονε τον νορρό, έγυρε το καζάνι. Η Μαρία, αντί να σκεφτεί το σίερι της, εσκέφτηκε τα χαλλούμια, τζιαι ετράβησε το να το ισίωσει.

Εν τζιαι εκατάφερε τίποτε, η αλήθκεια ένι.

Εσιώνοσε τζιαι το νορρό, έφκαλε τζιαι τον ώμο της.

“Ζαττήν έτσι τσιγγούνα είσαι, άμπα τζιαι χάσεις πέντε μπακκίρες. Έτο ο θεός άφηκε σου αίπη να αθθυμάσαι.”

Έτσι της ελάλεν η Σωτηρούλλα όποτε εμαλλώναν.

Continue reading →


30
Jun 08

Σκαστός.

Εκούμπησε το αγιωμένο του Zastava πάνω στα κάντζιελλα της υπερυψωμένης.

Άφηκε το σιδερένιο κράνος του στο πάτωμα τζιαι έγειρε στην μια πλευρά του κουβούκλιου να ξεκουραστεί.

Το κωλοκράνος…

Άνοιξε την εξάρτηση τζιαι έφκαλε που τες φυσιγγιοθήκες το πακκέτο με τα τσιγάρα του. Το πρώτο τσιγάρο της σκοπιάς. Εσυνήθiζε να κάμνει τέσσερα (μπορεί τζιαι παραπάνω, αλλά σίουρα τέσσερα) σε κάθε νούμερο.

Ανοιχτή εξάρτηση, αποθεμένα όπλο, κράνος τζιαι εκάπνιζε.

Αν έρκετουν έφοδος, την δεκάρα είσιεν την μες το νερό.

Continue reading →


02
Jun 08

Το μικρό σπίτι στο Στρόβολο

Το σπίτι του Χαρίλαου, εν ποτζίνα τα παλιά, που ακόμα στέκουν μες τες γειτονίες της μεταπολεμικής Λευκωσίας. Ένα συνηθισμένο σπίτι, με μια μικρή αυλή, βεράντα με πέρκολα τζιαι ένα ακανόνιστο κήπο με τριανταφυλιές, ζουμπούλια τζιαι γιαννϊες.

Πολλοί που εμάς εμεγαλώσαμε σε ένα τέθκοιο σπίτι. Επαίζαμε τζιαι εδημιουργούσαμε ένα ιδιαίτερο μικρόκοσμο, αποτελούμενο που λιμπούρους, παπαρούνες, χώματα τζιαι φυτά, μέσα στην αυλή των δικών μας.

Continue reading →


27
May 08

Η ιστορία ενος πακέτου.

Τις προάλλες έπρεπε να στείλω ένα πακέτο στην Ελλάδα.

Αν τζιαι αποφεύγω να χρησιμοποιώ τις Κυβερνητικές υπηρεσίες, όπως ο θκίαολος το λιβάνι, αποφάσισα να τους δόκω μια ευκαιρία τζιαι να χρησιμοποιήσω τα Κυπριακά ταχυδρομεία για να κάμω την δουλεία μου.

Πάω το πρωί στο ταχυδρομείο της περιοχής μου. «Καλημέρα σας» λαλώ. Ο υπάλληλος εσήκωσε την κκελλέ του πίσω που το γραφείο, τζιαι έμεινε τζιαι εθώρε με, σιωπητός τζιαι καραμουτσιασμένος με ύφος «Παναϊα μου, μιαν εφημερίδα εν θα μας αφήκουν να θκιαβάσουμε. Αρκέψαν που το χάραμα του φού.».

Continue reading →