02
Jun 09

Σαν πας στο Ζύγι.

Στην επιστροφή που το Μαρί, για την Λευκωσία, αποφασίσαμε με κάποιο φίλο να σταματήσουμε στο Ζύγι για να φάμε κάτι. Εσκεφτήκαμε ότι αξίζουμε μια μπύρα τζιαι λλίο φρέσκο ψάρι μετά που μιας εβδομάδας δουλεία

Οι επιλογές ήταν πολλές, στην τύχη αποφασίσαμε να κάτσουμε στην ταβέρνα «Η καθαρή καρδία». Μια κλασσική, Κυπριακή παραγκοταβέρνα που κάποτε ήταν σπίτι τζιαι μετά οι ιδιοκτήτες εστεγάσαν την αυλή τζιαι σερβίρουν φαί.

Εκάτσαμε σε ένα τραπεζάκι τζιαι επαραγγείλαμε στο αλλοδαπό γκαρσόνι μια μπύρα να δροσιστούμε λλίο πριν να ξεκοκαλίσουμε τα ψάρκα που θα επαραγγέλαμε. Όπως ήταν αναμενόμενο, οι ικανότητες του γκαρσονιού στο σερβίρισμα ήταν όσα ήταν τζιαι τα Ελληνικά του, οπόταν η μπύρα ήρτεν μετά που είκοσι λεπτά, χλιαρή τζιαι με το σίερι του γκαρσονιού στο στόμα της μπουκάλλας.

Εν είμαστε Ιδιότροποι, εξάλλου εν τζιαι εκάτσαμε στο Χίλτον, εκαθάρισα την μπουκάλλα τζιαι έγυρα τα πρώτα ποτήρια.

Σε λλίο εκατάφθασε τζιαι το μάστρε-γκαρσόνι (οι αλλοδαποί εν μόνο για να κουβαλούν όχι για να πιάνουν παραγγελίες) για να του παραγγείλουμε. Ερωτήσαμε αν έσιει μενού. «Εγώ είμαι το μενού» απαντά με περηφάνια τζιαι κομπιάζοντας το γκαρσόνι.

«Ωραία λοιπόν, φέρε μας μια καλαμαράκι, μια σουπιές, μια σαλάτα, λλίη τασίη τζιαι κανένα ψάρι» είπαμε. Είπε μας τι φρέσκα ψάρια έσιει για να διαλέξουμε. Εμείς εν τζιαι είμαστε ψαράες, λαλούμε του φέρε μας κάτι για δύο άτομα, ούτε πολλά μεγάλο, ούτε πολλά μιτσή. «Αφήστε το πάνω μου» λαλεί μας.

Για να μεν τα πολυλογώ, έφερε μας δέκα ροδέλες καλαμαράκι κατεψυγμένο, τρείς σουπιές, λλίες πατάτες που πρέπει να τες ετηγάνισε πέντε φορές πριν να μας τες φέρει εμάς τζιαι ένα ψάρι που μα το θεό αν το εψάρευκα εγώ είσιεν να το λυπηθώ τζιαι να το πετάξω πίσω. Εσκέφτηκα να του πω ότι έκαμε λάθος τζιαι έφερε μας το μωρό αντί τη μάμμα, αλλά εσιώπησα. Τρώμε τζιαι εν ξαναρκούμαστε αν είναι, εν υπάρχει λόγος να κάμουμε τζιαι ιδιοτροπία.

Εφάμεν που λέτε (τι εφάμε δηλαδή, εμυριστήκαμε το λαλεί τζιαι η μάνα μου) τζιαι είπαμε του να μας φέρει το πρόστιμο. Έρκετε ο αλλοδαπός με την σούμα πάνω σε μια κίτρινη λαδόκολλα. Άλλο έξυπνο κόλπο τούτο, λαλεί σου άμα εν του αρέσει του πελάτη ο λοαρκασμός, εν θα κάτσει να ανοίξει συζήτηση με το γκαρσόνι που τα Ελληνικά του τρία ένει.

Λλίον έλειψε να με πίαει κόλπος άμα τζιαι είδα πόσα έθελε. Ογδόντα οκτώ Ευρώ. Μάλιστα, εμισοφάμεν δύο άτομα τζιαι έπρεπε να πληρώσουμε ογδόντα οκτώ Ευρώ. Πέμπουμε το γκαρσόνι πίσω να φωνάξει του μάστρου του.

«Το ψάρι εν ακριβό λαλεί μας», όντως άμα μας έβαλε δώδεκα λίρες το καλαμαράκι τζιαι εφτά λίρες την τασίη τζιαι την σαλάτα πρέπει να το αγοράζει πολλά ακριβά. Καλά τζιαι συφφέρει τους τζιαι δουλεύκουν. Ύνταλως τα φκάλλουν πέρα;

Τζιαι σκεφτείτε ότι είμαστε Κυπραίοι, αν είμαστε τουρίστες, είσιεν να πρέπει να μπούμε φαινάνς για να τον πιερώσουμε.

Τζιαι ύστερα παραπονιούνται ότι οι Κυπραίοι παν στα κατεχόμενα να φαν τζιαι ότι έππεσε ο τουρισμός μας. Πατριώτης, ξε-πατριώτης, η πούγκα μου εν έσιει πατρίδα. Πελλός που ξαναπάει στο Ζύγι να φάει ψάρι.


31
May 09

Οι Πελλοί.

Τα πρωινά, στο δρόμο για την δουλεία, θωρώ μια κυρία να περιφέρετε κάθε μέρα στον ίδιο τόπο.

Είτε κάθετε πάνω σε κάποιο πεζούλι, είτε κινείτε άσκοπα τζιαμέ γυρώ. Πολλές φορές, στέκεται τζιαι θωρεί με απλανές βλέμμα τα αυτοκίνητα να περνούν τζιαι τον κόσμο να πιένει στις δουλείες του.

Φαίνεται μεγάλη γενέκα, σίουρα έννεν κοπέλλα των είκοσι , τριάντα χρόνων. Πρέπει αν εν γύρω στα εξήντα.

Κάθε μέρα φορεί διαφορετικά ρούχα. Ρούχα, που εν διαφορετικά, περίεργα, συνήθως πολύχρωμα. Πάντα όμως έσιει δεμμένο πάνω στην κκελλέ της ένα κόκκινο ρούχο.
Μια κόκκινη, λεπτή λωρίδα από ύφασμα, δεμμένη γύρω που το μέτωπο της.

Κράτα τζιαι μια τσάντα του μπακκάλη, ποτζείνες που εκρατούσαν οι γιαγίαες μας τζιαι επιένναν να ψουμνίσουν, πιθανόν γεμάτη πράματα.

Τες πρώτες μέρες που την επρόσεξα, έκαμε μου εντύπωση.

Τι γυρεύκει που το χάραμα του φου στην άκρια του δρόμου, ντυμένη έτσι τζιαι να κουβαλά τζιαι την τσέντα;

Μέρα με την μέρα, εγύρευκα την να την δώ. Να δώ τι κάμνει τζείνο το πρωί. Τζιαι άμα καμία φορά εν τη εθωρούσα, κατά βάθος ενοχλούσε με.
Κάποιες φορές είδα την να μπαίνει στο υποκατάστημα της τράπεζας δίπλα που το πεζοδρόμιο που κάθετε συνήθως. Μπορεί να εφίλεψε με τους υπαλλήλους τζιαι να παέννει τζιαμέ συχνά, πυκνά να διά το παρών της.

Νομίζω μια φορά είδα την να διασταυρώνει τον δρόμο για να πάει στο άλλο πεζοδρόμιο. Μάλλον εν της άρεσε όμως, επειδή ποττέ εν τη είδα να στέκεται ή να κάθετε απέναντι.

Άλλες φορές είδα την να κάθετε τζιαι να λιάζετε ανέμελη τζιαι ήρεμη. Όπως τον κάττο, μια καλοτζιαιρινή μέρα. Χωρίς να λαμβάνει υπόψην της τα αυτοκίνητα που βουρούν να προλάβουν τζιαι τους υπόλοιπους ανθρώπους που βιάζουνται να πάν στην δουλεία τους.

Εμείς πίσσουμε μες την κίνηση, φωνάζουμε ο ένας τον άλλο, παίζουμε πουρούες τζιαι αγχωνούμαστε ότι εννα αργήσουμε να πάμε στην δουλεία. Που το πρωί ξημέρωμα, μπαίνουμε σε ένα ρίνγκ μαλλώνουμε σαν τα ζώα μες τους δρόμους για να προλάβουμε να πάμε στην ώρα μας, σε ένα κλουβί, που εννα είμαστε κλειδωμένοι για οκτώ ώρες, ίσως τζιαι παραπάνω.

Το βλέμμα της έσιει μια αθώα, αναίδεια. Ένα ύφος που φαίνεται να αναγνωρίζει τα βλέμματα που πέφτουν πάνω της, να αντιλαμβάνεται ότι εν διαφορετική, ότι εν τερκάζει με το υπόλοιπο, γκρίζο τζιαι μονότονο τοπίο, αλλά να μεν την νοιάζει.

Στον ίδιο τόπο, χειμώνα – καλοκαίρι. Θωρεί τον κόσμο να περνά με μια απορία, σχηματισμένη στο πρόσωπο της.

Με τα πολύχρωμα της ρούχα, την κόκκινη κορδέλα στο μέτωπο τζιαι την τσέντα γεμάτη πράματα, κάθετε ανέμελη λίγα μέτρα έξω που την καθημερινότητα μας τζιαι μάλλον σκέφτεται.

«Άδε τους πελλούς..»


28
May 09

Ο Λεωνίδας

Σηκώθηκε από το κρεβάτι και έβαλε τις καφέ γαλότσες μαζί με το μακρύ, πράσινο του αδιάβροχο. Αυτό που είχε αγοράσει στο μαγαζάκι, δίπλα από τον σταθμό του τραίνου στο Εδιμβούργο. Τότε που αποφάσισε να γυρίσει την Αγγλία με ένα σακίδιο και δέκα εγγλέζικες λίρες στο πορτοφόλι του.

Κάθισε για λίγο στο κρεβάτι και έκλισε το κορμί του μέσα στα χέρια του, σφίγγοντας ταυτόχρονα τους μύες όλου του σώματος του. Σαν γάτος που μόλις ξύπνησε, έγειρε στο πλάι, καθισμένος ακόμα και έκλισε τα μάτια για λίγο.

«Νυστάζω», σκέφτηκε. Έπρεπε να φύγει όμως.

Στο εργοστάσιο έβαλαν ένα καινούργιο σύστημα, με ηλεκτρονικές κάρτες. Όλοι οι υπάλληλοι, κτυπούν την κάρτα τους στο μηχάνημα την ώρα που μπαίνουν στο εργοστάσιο και την ώρα που βγαίνουν από αυτό.

Έτσι το αφεντικό ξέρει ποιοι αργούν να πάνε δουλεία και ποιοι σχολνούν νωρίτερα. Στο τέλος του μήνα, προσθέτει τα λεπτά και τους κτυπάει τα μεροκάματα.
Ποιο παλιά, έκλεβε λίγα λεπτά για να κοιμηθεί παραπάνω το πρωί. Τώρα, πάντα στην ώρα του ο Λεωνίδας. «Σιγά μην αφήσω τον χοντρό, φασίστα να μου φάει το μεροκάματο» έλεγε στον Μάουρο, τον Ιταλό που συνήθως δούλευε δίπλα του.

«Έλληνας και στην ώρα του. Πράγμα σπάνιο.» απαντούσε συχνά ο Μάουρο, πειράζοντας τον.

Στο εργοστάσιο στην Γερμανία, κατέληξε από τύχη. Ξεκίνησε να επιστρέψει στην Ελλάδα όταν τέλειωσε το πτυχίο του στο Γιορκ. Άλλαζε τραίνα, αυτοκίνητα, ωτοστόπ και όταν χρειαζόταν λεφτά, δούλευε λίγες μέρες και προχωρούσε. Όπου τον έβγαζε ο δρόμος.

Πάνε δύο χρόνια, από την ημέρα που έπιασε δουλεία στο εργοστάσιο με τα πλαστικά μπουκάλια. Σε μια μικρή πόλη λίγο έξω από το Μόναχο. Του άρεσε το τοπίο και έκατσε λίγο παραπάνω.

Στο λίγο παραπάνω γνώρισε την Γκρέτσεν, παντρεύτηκαν, σε λίγο ήρθε και ένα μικρό, ξανθό κοριτσάκι. Οικογενειάρχης ο Λεωνίδας.

Φίλησε την Γκρέτσεν στο μάγουλο, χάιδεψε την Μελίνα και κατέβηκε ήσυχα τις σκάλες για να μην τους ξυπνήσει.

Κοντοστάθηκε στην πόρτα του μικρού, πέτρινου σπιτιού και κοίταξε τον συννεφιασμένο ορίζοντα. Αν και του έλειπε που και που ο ήλιος της Θεσσαλονίκης, τίποτα δεν μπορούσε να συγκριθεί με την ομορφιά του θλιμμένου, βροχερού ουρανού να παλεύει με τα απέραντα πράσινα λιβάδια και τους μικρούς λόφους της Γερμανίας.

Περπατούσε κάθε μέρα για το εργοστάσιο. Στον δρόμο αγόραζε κουλούρι από το αρτοποιείο του Εβραίου στην γωνία και το έτρωγε στις δέκα, πίνοντας τον καφέ του.
Ένα πράσινο ποδήλατο, ακουμπισμένο και ξεκλείδωτο στα κάγκελα κάποιου σπιτιού. Στάθηκε, το κοίταξε και έσπρωξε το πισινό λάστιχο με την μύτη του ποδιού του, για να βεβαιωθεί ότι δεν ήταν ξεφούσκωτο.

Σκέφτηκε να το καβαλήσει μέχρι την δουλεία. Μετά σκέφτηκε ότι δεν είναι δικό του, δεν θα ήταν σωστό να κλέψει το ποδήλατο κάποιου. Μετά σκέφτηκε ότι ένα ποδήλατο μπορεί να τον πάρει μέχρι το Μόναχο, στο σταθμό του τραίνου.

Έσφιξε το κουλούρι στο χέρι του, μετατρέποντας το κομμάτι που κρατούσε, σε ψίχουλα. Γύρισε το κεφάλι και συνέχισε για το εργοστάσιο. «Που να τα αφήσω όλα αυτά, τώρα πια..» και προχώρησε να κτυπήσει την κάρτα του.


28
Apr 09

Το Παρκάρισμα

Την Κυριακή το μεσημέρι, επήα με ένα ζευγάρι φίλους στο Mall.

Η κοπέλλα έθελε να αγοράσει δώρα τζιαι όπως γίνεται πάντα, ετραβολόησε τζιαι τον φίλο της μαζί της να της κάμνει παρέα, ο οποίος με την σειρά του, ετράβησε με τζιαι εμένα για να του κάμνω τζείνου παρέα.

Μετά που τα πρώτα δύο καταστήματα, εκαταλήξαμε για ακόμα μια φορά στο ότι οι αρσενιτζίοι εν κάμνουν για να ψουμνίζουν μαζί με γενέτζιες. Οι γενέτζιες, μπορεί να μπουν σε ένα κατάστημα, να εξερευνήσουν τις ποιο απομακρυσμένες του γωνίες, να δοκιμάσουν ούλλα τα ρούχα στο μέγεθος τους (πολλές φορές ακόμα τζιαι τζείνα που εν μιτσία τους, με μια κρυφή ελπίδα ότι τελικά εννα τους μπούν) τζιαι να φκούν έξω μετά που δύο ώρες, μόνο τζιαι μόνο για να μπούν κατευθείαν στο δίπλα κατάστημα.

Εν πάσει περιπτώση, αποφασίσαμε να φκούμε έξω στα παγκάκια τζιαι να αφήκουμε την κοπελλία να αλωνίζει τα καταστήματα. Εξέραμε ότι θα εκουράζετουν εν τέλει τζιαι θα αποφάσιζε να φύουμε.

Continue reading →


09
Apr 09

Συγκρινόμενη Αγάπη – Nizar Qabbani

Δεν μοίαζω με τους προηγούμενους εραστές σου, ωραία μου Κυρία,
αν κάποιος σου δώσει ένα σύννεφο
εγώ θα σου δώσω, βροχή.

Αν κάποιος σου δώσει μια λάμπα,
εγώ θα σου χαρίσω το φεγγάρι.

Αν κάποιος σου δώσει ένα ανθισμένο κλαδί,
εγώ θα σου δώσω το δέντρο.

Και αν κάποιος σου δώσει ένα πλοίο,
εγώ θα σου προσφέρω, το ταξίδι.

Μετάφραση απο ένα ποίημα του Σύριου ποιητή Nizar Qabbani