23
Dec 09

Η εθνική μηχανή

Εν πρέπει να ήμουν πάνω που 7-8 χρονών. Θυμούμαι ότι ήμουν δευτέρα ή Τρίτη δημοτικού. Ήταν μια εθνική επέτειος τζιαι είμαστε μαζεμένα ούλλα τα μωρά του σχολείου στην αυλή, για να μας μιλήσει ο διευθυντής.

Εν θυμούμαι τι έγινε μετά την γιορτή αλλα ούτε τζιαι θυμούμαι τι έκαμνα πριν. Έμεινε στο νού μου, όπως την μεταξοτυπία, τζείνη η μια ώρα που εστεκούμαστε ούλλοι στοιχημένοι ανα τάξη τζιαι ακούαμε τον διευθηντή να μας μιλά για την επέτειο.

Θυμούμαι που μας εμίλησε για τον Λεωνίδα τζιαι τους τριακόσιους του. Που επροτάξαν τα στήθη τους στους Πέρσες τζιαι ανακόψαν την πορεία τους προς την υπόλοιπη Ελλάδα. Που έστω τζιαι λλίοι, εβάλαν τα με τες ορδές των βάρβαρων εχθρών από την ανατολή τζιαι αντιμετώπισαν τους ηρωικά. Που επεθάναν σαν ήρωες τζιαι εμείναν στην ιστορία.

Συνεχίζοντας, είπε μας για την Κύπρο μας που ήταν πατημένη που τον βάρβαρο κατακτητή για τόσα χρόνια. Που επειδή ζήλεψαν την ομορφιά της, οι Αττίλες εισέβαλαν στα άγια εδάφη της τζιαι εμοιράσαν την στα δύο. Αλλά μια μέρα, θα επιστρέψουμε στην Κερύνεια μας, στην Αμμόχωστο μας τζιαι στο Καρπάσι μας τζιαι θα διώξουμε τους Αττίλες που το νησί μας.

Ο διευθυντής, τελειώνοντας την ομιλία του, είπε μας ένα απόφθεγμα του Γουινστον Τσωρτσιλ. «Οι Έλληνες δεν πολεμούν σαν ήρωες. Οι ήρωες πολεμούν σαν Έλληνες».

Αν τζιαι μωρό, ενθουσιάστηκα. Ένιωσα περήφανος που είμαι Έλληνας, που έχω έτσι προγόνους. Ένιωσα ότι πρέπει να σταθώ αντάξιος της τιμημένης ιστορίας που έχω στην πλάτη μου. Ένιωσα παράλληλα ένα μίσος για τους κατακτητές που μας στερούν την γή μας τόσα χρόνια. Που εφέραν τον πόλεμο, τον πόνο τζιαι την σκλαβιά στην Κύπρο μας.

Η γιορτή εσυνέχισε με ένα ποίημα που απήγγειλε μια συμμαθήτρια μου, η Χριστίνα. «Είμαι μια Ελληνοπούλα» ελάλεν «και σαν μια Κυπριοπούλα» εσυνέχιζε.

Μια δασκάλα, εδιάβασε μια ομιλία μετά. Λλίο πιο απλοϊκή που τζείνη του διευθυντή μας. Σε κάποια σημεία, αραιά και που ανέφερε τζιαι την λέξη ειρήνη στην Κύπρο.

Η σκηνή που παίζει στο νου μου συνέχεια, άμα θυμούμαι τζείνη τη μέρα, εν όταν εφκήκε ένας μαθητής της έκτης τάξης τζιαι εφώναζε συνθήματα τα οποία έπρεπε να επαναλαμβάνουμε ούλλοι μαζί.

«Ένας είναι ο εχθρός, ο Ντεκτάς ο φαλακρός»

«Έξω οι Τούρκοι, από την Κύπρο»

«Η Αμμόχωστος είναι Ελληνική»

«Θέλουμε ειρήνη στην Κύπρο μας»

Η γιορτή ετέλειωσε με 2-3 τραγούδια που την χορωδία του σχολείου τζιαι μετά επήαμε στις τάξεις μας.

Ένιωθα πολλά συναισθήματα τα οποία εν είχα την ικανότητα να αναγνωρίσω, σε τζείνη την ηλικία. Οργή, λύπη, μίσος, περηφάνια. Είχα τζιαι πολλές ερωτήσεις, αλλά εν εθεωρούσα ότι έπρεπε να τες κάμω. Οι δασκάλοι μας εξέραν καλύτερα που μας, εν εχρειάζετουν να ξέρω κάτι παραπάνω από όσα μας ελαλούσαν.

Εσυνέχισα να σκεφτουμαι την γιορτή για ακόμα 10-20 λεπτά. Μετα εφκήκαμε διάλλειμα τζιαι ενδιέφερε με παραπάνω η μάππα, η καττίνα τζιαι το τρεχτό, παρά το πρόβλημα της Κύπρου.

Το μήνυμα εστάληκε όμως. Όπως το σφουγγάρι απορρόφησα το τζιαι επεράσαν χρόνια να μπορέσω να το ποσφίξω που το νού μου.

Οι Τούρκοι εν εχθροί μας, έννεν δαμέ ο τόπος τους, είμαστε περήφανοι Έλληνες, πρέπει να τους διώξουμε έστω τζιαι αν τούτο σημαίνει να θυσιάσουμε την ζωή μας τζιαι η ειρήνη εννα έρτει μόνο αν φύουν οι Τούρκοι που την Κύπρο. Το νησί εν δικό μας.

Η μηχανή συνεχίζει να παράγει.


02
Dec 09

Το αυτοκίνητο

Έχω ένα αυτοκίνητο του οποίου έκοψα 30000 χιλιόμετρα, που τον Δεκέμβρη του 2005 που το αγόρασα. Η δουλεία μου εν στην άλλη μεριά της Λευκωσίας, σε σχέση με το σπίτι μου. Το πρωί, είναι μαρτύριο να προσπαθώ να διασχίσω την πρωτεύουσα μέσα στο κινητό μου κλουβί.

Έτσι λοιπόν προτιμώ να οδηγώ την μοτορούα μου.

Προχτές όμως, είπα ότι εν κρίμα να έχω το αυτοκίνητο να κάθεται. Γιαυτό αποφάσισα να το οδηγήσω για να πάω δουλεία το πρωί τζιαι παράλληλα να το πλύνω τζίολας. Είσιεν συνάξει τόσο χώμα πάνω, που αν εφύτευκες γιασεμί είσιεν να πολύσει.

Εσηκώθηκα το πρωί, κανένα εικοσάλεπτο πιο νωρίς τζιαι ετοιμάστηκα για την μισάωρη διαδρομή που με επερίμενε. Τα μάθκια μου μισάνοιχτα, ο νους μου μισός στο κρεβάτι μισός στο αυτοκίνητο, τα τζάμια του αυτοκινήτου θολά, λλίο το ένα, λλίο το άλλο, όπως έβαλλα πισινή να ξεπαρκάρω έδωκα πας την πόρτα κάποιου BMW.

Κατεβαίνω κάτω να ελέγξω την ζημία. Το δικό μου εν έπαθε τίποτε που να μεν εδιωρθώνετουν με ένα τεκάλεμιτ. Η πόρτα του BMW σίουρα εννα θέλει ισιωτή για να σαστεί.

Εκοντοστάθηκα στην μέση του δρόμου να γυρέψω, μπας τζιαι έσιει κανένα πλάσμα να ρωτήσω ποιού εν το αυτοκίνητο. Που να βρεθεί πλάσμα έτσι ώρα όμως.

Σίουρα εν με είσιεν δει κανένας. Εμπορούσα να μεν πω κανενού τίποτε τζιαι να φκω κούππα, άπαννη.

Η αλήθεια εν ότι εσκέφτηκα το. Εν με κανούν τα έξοδα μου, να βουρώ να σάζω τζιαι τες πόρτες του BMW;

“Εννα ασχοληθώ με το θέμα το απόγευμα που εννα σχολάσω” είπα, τζιαι εξεκίνησα για την δουλεία.

Ούλλη μέρα, εν εμπορούσα να σκεφτώ τίποτε άλλο. Που την μια εσκέφτουμουν να παίξω πελλό, να μεν πω κανενού τίποτε. Εμένα εκτυπήσαν μου το αυτοκίνητο μου θκύο φορές τζιαι εν είρτε ποττέ κανένας να μου πει “Φίλε μου φταίω, έλα να σου το σάσω”.

Εξάλλου για να κραεί BMW ο παρέας, μάλλον πλερώνει τζιαι φουλ ασφάλεια, οπόταν εν καλυμμένος, εν υπάρχει λόγος να ανησυχώ. Για να επιβιώσεις σήμερα πρέπει να πατάς επί πτωμάτων. Σαν μεν το βάλει τζιαμέ το αυτοκίνητο του, έξω που το σπίτι μου.

Την νύχτα που εσχόλασα, εμπήκα σπίτι, έγραψα μια σημείωση στην οποία ομολογούσα το “έγκλημα” μου τζιαι εφκήκα στην γειτονία. Το αυτοκίνητο ήταν παρκαρισμένο λλίο πάρακατω, έτσι υπολόγισα ότι ο άνθρωπος που το έσιει μινήσκει στην πολυκατοικία δίπλα μου. Έβαλα του τη σημείωση στο τζάμι τζιαι έφυα.

Λλίο πιο μετά ετηλεφώνησε μου. Ευχαρίστησε με εκατό φορές, για την τιμιότητα μου τζιαι την ειλικρίνεια μου τζιαι εφέρτηκε μου πολλά ευγενικά. Απολογήθηκα τζιαι εγώ για την ταλαιπωρία τζιαι εκανονίσαμε να τηλεφωνηθούμε την επομένη για τα περαιτέρω.

Ένιωσα πολλά καλύτερα με τον εαυτό μου. Ανάλαβα τες εύθηνες μου τζιαι εφέρτηκα σε κάποιο συνάνθρωπο μου, που όπως εννα έθελα εγώ να μου φερτούν αν ήμουν στην θέση του. Είχα επιλογή τζιαι εθκίαλεξα τον δρόμο που εθεώρησα σωστό.

Ο Γκάντι κάποτε είπε “Γίνε η αλλαγή που θέλεις να δεις στον κόσμο”. Έστω τζιαι για λλίο, έγινα.


16
Oct 09

Η ανεράδα

Εκάθετουν χαμέ, μπροστά που το στρώμα στο πάτωμα. Το κρεβάτι της. Πάντα ελάλε ότι τα κρεβάτια εν πολλά ψηλά, τζιαι καθόλου συναρπαστικά. Το στρώμα στο πάτωμα μοιάζει πιο ελεύθερο. Έστω τζιαι αν ήταν κρυάδα άμα εξάπλωνες πάνω. Έστω τζιαι αν ήταν εύκολος στόχος για τις κατσαρίδες που τόσο εμισούσε.

Τζείνη, ακουμπισμένη στην ανοιχτή πόρτα. Στην μικρή βεράντα με τον κάλαθο των σκουπιδιών τζιαι το τασάκι με τα ξεραμένα αποτσίγαρα. Ο ήλιος είσιεν δύσει που ώρα τζιαι κάτω που το μικρό διαμέρισμα, η Λευκωσία απλώνετουν σαν πάπλωμα κεντημένο με μικρά φωτάκια.

Τζιαι τζείνου άρεσκεν του να στέκεται τζιαμέ. Άμα είσιεν αέρα, ένιωθε ότι εμπορούσε να ανοίξει τα χέρια τζιαι να πετάσει, να τον πάρει το ρεύμα τζιαι να ταξιδέψει πάνω που τα φώτα.

Άναψε ακόμα ένα τσιγάρο. Ακόμα εν είσιεν προλάβει να σβήσει το προηγούμενο. Μια συνήθεια που είσιεν με το κάπνισμα. Να καπνίζει τα τσιγάρα μισά τζιαι να τα σβήνει. Εν την ερώτησε ποττέ γιατί. Ήταν σίουρος όμως ότι η απάντηση θα ήταν βγαλμένη που παραμύθι. Όπως ούλλες της οι απαντήσεις.

Να ισορροπούν στην μέση πραγματικότητας τζιαι ονείρου. Όπως μια νεράιδα που αποφάσισε να φκάλει το φόρεμα της τζιαι να φορέσει τζίν τζιαι στενό μπλουζάκι.

Τα χρώματα της παρανοϊκά, αταίριαστα. Τζιαι η αύρα της, μαγική. Σαν το αερικό. Να τον μαγεύκει, να τον συνεπαίρνει. Όπως το ρεύμα, να τον πιάνει που τους ώμους, να κατευθύνεται προς τα γόνατα του τζιαι να του τα κόφκει. Τζι’ άλλες φορές να τον σηκώνει που χαμέ τζιαι να τον κατευθύνει μακριά που την πραγματικότητα.

Έμοιαζε να αναδύεται μέσα που τον καπνό. Μια σκοτεινή Αφροδίτη. Σαν τον άγγελο που έκοψε τα φτερά του. Λυπημένος αλλά την ίδια ώρα τόσο όμορφος.

Τα μάθκια της εγεμώσαν. Κάθε φορά που έκλαιε, ήταν σάννα τζιαι κάποιος επλήγωνε κάθε πράγμα όμορφο στον κόσμο. Σάννα τζιαι εμπήαν του μασίερι.

Σιωπηλά τα δάκρυα ετρέχαν που τα μάθκια της. Έτσι έκλαιε, χωρίς λυγμούς. Ούλλο της το πρόσωπο εμετατρέπετουν σε μια μεγάλη, μαύρη πεδιάδα. Τζιαι τα μελιά της μάτια, θκύο πηγές, που τρέχουν ασταμάτητα νερό.

Εσκέφτετουν ότι εν είδε ποττέ του κάτι πιο λυπητερό. Σάννα τζιαι ούλλα τα μαράζια του κόσμου, εκουβαρώνναν μες την καρδία της. Τζιαι τζείνη έσφιγγε τα μέσα της.

Χωρίς λυγμούς. Σαν πίνακας της αναγέννησης. Χρωματιστός, σιωπηλός, θλιμμένος.

Εσηκώθηκε πάνω τζιαι ακούμπησε την στον λαιμό. Εχάιδεψε τα μαλλιά της τζιαι εφίλησε την στα μάτια.

Με την αλμύρα του προσώπου της στο στόμα του. Εγύρισε την πλάτη του τζιαι άνοιξε την πόρτα. Φεύγοντας είπε της “Οι νεράιδες εννεν για τους θνητούς”. Κατεβαίνοντας τες σκάλες, εσταμάτησε στην μέση. Έκατσε σε ένα σκαλί τζιαι έκλαψε με λυγμούς.

Όϊ όπως κλαίν οι ανεράδες.


12
Oct 09

Ο Ντελιβεράς

Επειδή κυκλοφορώ με την μοτόρα ως επι το πλείστον, η κίνηση της πόλης εν με επιρεάζει πολλά. Έχω το πλεονέκτημα να κινούμαι πιο γλήορα που τα αυτοκίνητα. Όσο παραπάνω τα αυτοκίνητα όμως, τόσο πιο μεγάλος τζιαι ο κίνδυνος να σε πατήσει κανένας αφηρημένος τζιαι βιαστικός οδηγός.

Ειδικά το πρωί που ούλλοι μουντάρουν να προλάβουν να παν δουλεία, οι δρόμοι της Λευκωσίας γίνουνται παλαίστρα. Όπως τζιαι να έσιει, η μοτόρα εν πάντα πιο βολική που το αυτοκίνητο, ειδικά μέσα στην πόλη. Δέκα λεπτά πάω δουλεία με την μοτόρα, ενώ με το αυτοκίνητο χρειάζουμαι τουλάχιστον εικοσιπέντε. Εξάλλου, τζιαι γνωριμίες πας την μοτόρα.

Εν αξιοσημείωτο το τι μπορεί να συμβεί μέσα στα δύο λεπτά που έσιεις στην διάθεση σου, ώσπου να ανάψει το πράσινο πας τα φώτα. Φτάννει να έσιεις έννοια να το δείς.

Ενα πρωί, λοιπόν είμουν πας τα φώτα του Γαβριηλίδη τζιαι επίεννα δουλεία.

Καλοκαίρι, κατα τις εννιά το πρωί. Την ώρα που αρκέφκει ο ήλιος να φκαίννει για τα καλά που την κρυψώνα του τζιαι η ζέστη της Λευκωσίας ξεκινά να δείχνει τα δόντια της. Η ώρα της ημέρας που μέσα σε δέκα λεπτά, η πρωινή δροσία γίνεται αφόρητος καύσωνας.

Στην διάβαση πεζών, εστάθηκε μια κοπέλλα.

Σάννα τζιαι εφκήκε που ταινία του Κουστουρίτσα.

Την ώρα που εξεκίνησε να διασταυρώνει, ούλλα αρκέψαν να κινούνται σε αργή κίνηση τζιαι που μακριά ακούετουν ένα σαξόφωνο σαννα τζιαι είμασταν σε μπάρ της Νέας Ορλεάνης. Το μόνο που εμίνησκε ήταν να σταματήσει στην μέση της διάβασης, να σάσει το τακκούνι της τζιαι να γυρίσει να κοιτάξει με νόημα, τον αρσενικό πλυθησμό της περιοχής που εσάστησε πάνω της.

Κάτι τέτοιο εν έγινε φυσικά. Άναψε πράσινο τζιαι αμέσως η μουσική εσταμάτησε, όπως το πικαπ που του τραβάς απότομα τον οδηγό. Οι οδηγοί, εθυμηθήκαν ότι πρέπει να παν δουλεία τζιαι αρκέψαν να μουγκρίζουν τες μηχανές τζιαι να παίζουν τες πουρούες για να βιαστεί.

Που να βουρήσει όμως η καημένη με το τακκούνι τζιαι το στενό το φόρεμα. Έκαμε ένα – δυο βιαστικά, φοιτσιασμένα τζιαι βιαστικά βήματα, τζιαι λλίο πριν να φτάσει στο άλλο πεζοδρόμιο εκουτσούφλησε τζιαι λλίο έλειψε να ξαπλώσει φαρδία, πλατία στον άσφαλτο.

Πριν να ξεκολλήσω που την σκηνή, τζιαι να παλάρω προς ολοταχώς στην καθημερινότητα μου, ακούω μια φωνή δίπλα μου. "Ήντα πράματα κάμνει ο θεός αμα έσιει όρεξη α;"

Ένας ντελιβεράς, με το τσιάρο στο στόμα τζιαι ένα χαμόγελο αλληλοκατανόησης, εκοίταζε με τζιαι επερίμενε απάντηση.

Στα επόμενα φώτα, εσταμάτησε δίπλα μου. Λαλεί μου "Εν τέλια πέλλοι ρε μες τουντη χώρα. Λλίο έλειψε να πατήσουν την κοπελλούα. Σκέφτου εμάς". Εχαμογέλασα τζιαι εσυμφώνησα.

Που τζείνη την μέρα, εγινήκαμε φίλοι. Όποτε ανταμωθούν τα φανάρκα μας, σιερεθκιούμαστε τζιαι χαμογελούμε σάννα τζιαι είμαστε παλιοί γνωστοί.

Σήμερα το πρωί, είδε με στα απέναντι φώτα τζιαι εφώναξε μου να γυρίσω να με σιερετήσει. Εν ξέρω καν το όνομα του. Απλά έτυχε να μοιραστούμε μια καθημερινή στιγμή στην πόλη που ζούμε.

Ζείς έτσι καταστάσεις μες το αυτοκίνητο σου; Εν ζεις. Έννε;


16
Sep 09

Άνοιξε, άνοιξε.

Εχτές άκουσα την Βάκια Σταύρου στο πρώην σινεμά Παλλάς.

Σε τούτο το τραούδι, εγεμώσαν τα μάθκια μου.

Έσιει χρόνια να με συγκινήσει, να με συνεπάρει οποιαδήποτε ερμηνεία.

Ακούστε το, τα λόγια εν περιττά.