04
Mar 10

Η Γραμματέας

Η ιστορία που ακολουθεί είναι αληθινή.

Δεν είμουν μάρτυρας εγώ όμως των καταστάσεων που θα περιγράψω πιο κάτω. Την ιστορία την άκουσα απο κάποιο αδελφικό μου φίλο ο οποίος ήταν υπάλληλος στην εταιρεία που περιγράφω.

Τα πρόσωπα και οι τοποθεσίες έχουν τροποποιηθεί. Οι καταστάσεις και τα τεκτενόμενα όμως, δυστηχώς είναι πέρα για πέρα πραγματικά.

Στο διαφημιστικό γραφείο του Μιλτιάδη, ο Βαγγέλης εδούλεφκε βοηθός γραφίστα. Εν ήταν ακριβώς η δουλεία των ονείρων του, αλλά ήταν ένα εισόδημα που τον εσυντηρούσε ώσπου να έβρει τζείνο που πραγματικά ήθελε να κάμνει.

Το καλοκαίρι, η δουλειά εν πεσμένη. Ο παραπάνω κόσμος εν με διακοπές, οπόταν εν θωρεί πολλή τηλεόραση, έτσι τζιαι οι απαιτήσεις για διαφημιστικές υπηρεσίες εν λλίες. Τες παραπάνω ώρες στην δουλεία, το καλοκαίρι, ο Βαγγέλης περνά τες μες το ιντερνετ.

Μια μέρα σαν τες υπόλοιπες του καλοκαιριού, ο Βαγγέλης, εκάθετουν στο γραφείο του τζιαι φτιάχνοντας μπάλες με τες κόλλες του πρίντερ, έπαιζε μπάσκετ, χρησιμοποιώντας τον κάλαθο των αχρήστων που ήταν στον απέναντι τοίχο, για μπασκέτα.

Την ώρα που εκτύπησε το κουδούνι της εισόδου, ο Βαγγέλης ισορροπούσε την καρέκλα του στους δύο πίσω τροχούς τζιαι με το ένα χέρι εδοκίμαζε να σουτάρει. Επροσεδάφισε, άτσαλα την πλαστική καρέκλα με τις ρόδες τζιαι εσυκώθηκε βαριεστημένα να ανοίξει.

Πριν προλάβει να φτάσει στην έξοδο του γραφείου του, ο Μιλτιάδης ήταν ήδη στην κεντρική είσοδο τζιαι εκαλωσόριζε χαμογελώντας μια όμορφη κοπελιά. Ο Βαγγέλης, εντυπωσιάστηκε παραπάνω με την αντίδραση του Μιλτιάδη, παρά με την κοπέλα. Ο Μιλτιάδης, δεν άφηνε το γραφείο του για κανένα τζιαι για τίποτε. Ο βασικόττερος λόγος που έβαλε την αγγελία στην εφημερίδα, για γραμματέα, ήταν επειδή εβαρκέτουν να συκώννετε να κάμνει καφέ το πρωί. Τζιαι φυσικά για να έσιει κάποιο να μπορεί να διατάζει, αφού οι υπαλλήλοι του δεν τον εβάλλαν υπόψη όσο τζιαι αν εφώναζε.

Ήταν όμως τζιαι τζείνη πραγματικά όμορφη. Όχι πολλά ψηλή, μάλλον αλλοδαπή, σίουρα όχι Ρωσσίδα. Γύρω στα 30. Βαμμένα μαύρα μαλλιά, χτενισμένα άφρο. Ανοιχτά χρώματα, του ανατολικού μπλόκ, τζιαι χείλη έντονα κόκκινα, της δεκαετίας του 80. Το πόδια της επροσπαθούσαν να σκίσουν το στενό τζίν που τα εφυλάκιζε, ενώ το στήθος της , εσήκωνε υποδειγματικά την στενή, κοντή μπλούζα της, για να φαίνεται το σκουλαρίκι που είσιεν στον αφαλό. Το άρωμα της, έκαμνε την καρδιά κάθε αρσενικού να χάννει χτύπους ενώ τα τακκούνια της ανοίγαν τρύπες στην αυτοπεποίθηση κάθε γυναίκας που ήταν γυρώ της.

“Περάστε, περάστε”, είπε ο Μιλτιάδης στην κοπέλα, ενώ στον δρόμο για το γραφείο του, εχαμογέλασε με νόημα στον Βαγγέλη τζιαι είπε αυστηρά “Να μεν με ενοχλήσει κανένας, έχω μίτινγκ”. Ο Βαγγέλης εστραβοκοίταξε τον τζιαι αδιάφορα, επέστρεψε στις προηγούμενες του ασχολίες.

Μετά που δέκα λεπτά, ο Μιλτιάδης άνοιξε την πόρτα του γραφείου τζιαι εβούρησε προς τον Βαγγέλη. Πριν προλάβει να σταματήσει εξεκίνησε να του λαλεί “Είδες την τούτη ρε Βαγγέλη; Αμάναμουμάναμου, ήντα πράμα. Έξερα το ότι εν έτσι που την ώρα που την άκουσα στο τηλέφωνο. Όΐ όπως τες Κυπραίες που έρκουνταν ως τωρά. Τούτη δαμέ εννα μας κάμνει ότι θέλουμε. Τζιαι τον κώλο της εννα τον πίαννουμε, τζιαι αμα θέλουμε “τίποτε παραπάνω” εννα μας το κάμνει. Τζιαι εννα μας κάμνει τζιαι καφέ το πρωί.”

Ο Βαγγέλης εχαμογέλασε αμήχανα τζιαι επροσποιήθηκε ότι έσιει δουλειά για να τον ξεφορτωθεί. Ο Μιλτιάδης επέστρεψε με την ίδια ταχύτητα στο γραφείο του. Όΐ για πολλή ώρα όμως.

Μετά που κανένα τέταρτο, ο Μιλτιάδης τζιαι η κοπέλλα εφκήκαν που το γραφείο. Ούτε ο Μιλτιάδης εφαίνετουν ευχαριστημένος αλλά ούτε τζιαι τζείνη επετούσε που την χαρά της. “Ευχαριστούμε, θα σας ειδοποιήσουμε” είπε ο Μιλτιάδης, τζιαι με ύφος μωρού που το εβάλαν τιμωρία, ακούμπησε στην είσοδο του γραφείου του Βαγγέλη.

“Ε, τι έγινε;” ερώτησε ο Βαγγέλης.

Ο Μιλτιάδης, νευριασμένος, απογοητευμένος τζιαι πνιγμένος που το παράπονο, απάντησε “Θέλει μου τζιαι 600 ευρώ εν την κανούν τα άλλα ούλλα.”


19
Feb 10

Η Αντωνία

"Πρέπει να το ζήσω. Εσκέφτηκα το σοβαρά ". Έτσι του είπε τζιαι εσηκώθηκε που το κρεβάτι του.

Εκοντοστάθηκε στην πόρτα, "Ρε Αντρέα μου, εγίνηκε τζιαι η σχέση μας μονότονη. Πότε σπίτι σου, πότε σπίτι μου. Εν πάμε πούποτε πλέον τζιαι άμα πάμε οπουδήποτε, η ώρα δώδεκα το πολλή νυστάζεις τζιαι θέλεις να φύουμε". Σάννα τζιαι έθελε να δικαιολογηθεί. Ακόμα τζιαι η ίδια εκαταλάβαινε ότι τούτο που του εζητούσε ήταν απρόσμενο τζιαι εγωιστικό.

"Κοίταξε, εν σημαίνει ότι εν σ’ αγαπώ. Ο Μάικ εσυνάρπασε με. Έκαμε με να νιώσω κάτι που έσιει χρόνια να το νιώσω. Τες τελευταίες μέρες εσυνδεθήκαμε πάρα πολλά τζιαι θέλω να είμαι ανοιχτή σε τζείνο που έσιει να μου δώκει. Μπορεί να σου ακούεται επιπόλαιο αλλά έτσι εν τα πράματα. Εν μπορώ να αλλάξω το πως νιώθω"

Ο Αντρέας εν έκαμε προσπάθεια να την μεταπείσει. Βαθιά μέσα του, ήξερε ότι η Αντωνία έκαμνε του χάρη που έφευκε έτσι.

Πέντε χρόνια εν εμπορούσε να κάμει τίποτε χωρίς την άδεια της, χωρίς να της το πει τζιαι να το εγκρίνει. Όι πως του είπε ποττέ, να μεν πάει έξω με τους φίλους του ή να μεν κάμει το δικό του. Πάντα είσιεν τον τρόπο της όμως να τους μειώνει τζιαι να τον κάμνει να νιώθει άσιημα.

"Οι φίλοι σου οι αχαΐρευτοι, οι φίλοι σου οι χασικλήες, οι φίλοι σου που νομίζουν ότι εν 18 χρονών ακόμα ενώ σχεδόν επατήσαν τα τριάντα".

Έτσι ο Αντρέας απέφευγε διακριτικά να θωρεί τους φίλους του. Απέφευγε ακόμα παραπάνω να την παίρνει μαζί του άμα θα ήταν τζιαι οι φίλοι του. Τζείνη είσιεν πάντα κατεβασμένα τα μούτρα της τζιαι εν εμιλούσε ποττέ.

Αμα επροσπαθούσε κάποιος να την προσεγγίσει ή να της πιάει κουβέντα, η Αντωνία, έβλεπε τον με ένα ψεύτικο χαμόγελο, μέσα που ένα παγωμένο γυαλί που έβαλλε μπροστά της. Ποττέ εν ανταπέδιδε τες φιλοφρονήσεις τζιαι ποττέ εν εδιούσε τροφή ή ευκαιρία για συζήτηση. Μια κούκλα, πίσω που μια βιτρίνα.

Ο Αντρέας έκαμνε προσπάθεια να τερκάσει μες το περιβάλλον της. Εδοκίμασε να μάθει λάτιν χορούς τζιαι να πηαίνει μαζί της στο Μάρκο Πόλο να χορεύκει. Έκοψε τα μαλλιά του τζιαι εξεκίνησε να βάλλει πουκάμισα στενά τζιαι παπούτσια, λουστρίνια, μουττερά.

Έφκεννεν έξω με την παρέα της. Εθώρεν παραπάνω φορές τα τιτίλλια τους φίλους της Αντωνίας, παρά τους παιδικούς του φίλους. Στες συζητήσεις μαζί τους, επροσπαθούσε να εκφέρει γνώμη. Ακόμα τζιαι αν το θέμα ήταν ηλίθιο τζιαι ανούσιο. Τζείνοι γενικά αντιμετωπίζαν τον σάννα τζιαι εν υπήρχε. Με ύφος "Που τον ήβρε τούτο η Αντωνία;" αγνοούσαν τον τζιαι εσυνεχίζαν την κουβέντα τους.

Πόσες νύχτες εκάθετουν πάνω σε μια καρέκλα, σιωπηλός, να σκέφτεται την παρέα του, τους φίλους του, την ζωή που έκαμνε πριν την Αντωνία. Μόλις όμως εθώρεν το πρόσωπο της, εμαγεύκετουν. Ένας διακόπτης μες το νού του, εγύριζε στο Off. Τζιαι η Αντωνία, εγίνετουν η ζωή του.

Έκλεισε την πόρτα πίσω της η Αντωνία τζιαι ο Αντρέας εμεινε μόνος του στο δωμάτιο πίσω που το σπίτι της μάνας του. Μετά που πέντε χρόνια. Μόνος του.

Έπιασε την κιθάρα του τζιαι εκούμπησε στον τοίχο. Εξεκίνησε να παίζει τες πρώτες συγχορδίες. "I keep a close watch on this heart of mine.." άναψε το μισό τσιγάρο που επερίμενε στο τασάκι που την προηγούμενη νύχτα. Εχαμογέλασε, μαζί με το τσιγάρο, ο διακόπτης εγύρισε στο On.


08
Feb 10

Απουσία

Εσχόλασε που την δουλεία, αλλά εν εβάσταν η καρδιά του να πάει σπίτι. Οι τελευταίες δέκα μέρες είναι μαρτύριο. Το σπίτι μοιάζει με φυλακή χωρίς τζείνη. Επικρατεί μια αμήχανη σιωπή, όπως το νεκροταφείο. Τζιαι στην ατμόσφαιρα νιώθει συνέχεια ότι κάτι εννα αλλάξει. Να χτυπήσει το τηλέφωνο, η πόρτα, να ακούσει βήματα. Κάτι που να σπάσει την μελαγχολία που τον πνίει.

Τίποτε όμως. Τζιαι οι ώρες περνούν, σαν ανθρωπάκια περπατούν μπροστά που την πολυθρόνα του, τζιαι η κάθε μια με τη σειρά της συστήνεται τζιαι κάθετε πάνω στο ξύλινο σιέρι της.

Κάθετε τζιαμέ τζιαι θωρεί τον μες τα μάθκια. Ώσπου να περάσει η σειρά της τζιαι να την αλλάξει η άλλη ώρα. Δέκα μέρες τωρά, εγνώρισε τες ούλλες. Τρείς το πρωί, πέντε το πρωί, έντεκα την νύχτα.

Η κάθε μια πιο αναίσθητη τζιαι πιο σκληρή που την προηγούμενη. Συνεχόμενα τζιαι σταθερά, μεταφέρουν την στιγμή που εννα ακούσει νέα της, ακόμα μακρύτερα.

Το σπίτι που πριν λλίο τζιαιρό ήταν το καταφύγιο του. Τωρά έγινε ένα παγωμένο τζιαι αφιλόξενο μέρος. Ούλλα πληγώνουν τον, ούλλα θυμίζουν του κάτι. Τζιαι καμιά γωνιά εν μπορεί να τον κρύψει, να τον προστατέψει. Τζοιμάτε ελάχιστα, σκέφτεται πολλά, κλαίει ακόμα παραπάνω.

Προτιμά να μεν μινήσκει μόνος του. Ο κόσμος βοηθά τον να ξεχάννει λλίο.

Νιώθει σάννα τζιαι εν πάνω σε μια σχεδία, στην μέση της θάλασσας. Ο κόσμος σε ένα καράβι που απομακρύνεται τζιαι τζείνος να πλατσουρίζει άτσαλα να το φτάσει. Βοηθά τον να συγκεντρώνεται αλλού, τούτη η προσπάθεια.

Προσπαθεί λοιπόν τούτη την μακρινή σχέση που έσιει πλέον με τον κόσμο, να την διατηρεί για όση παραπάνω ώρα γίνεται.

Επέρασε που το μπάρ. Έλπιζε να έσιει κόσμο. Έλπιζε επίσης να έρτει κάποιος να τον ρωτήσει, τι έσιει, τι του συμβαίνει. Σε κάποιον να ανοίξει την ψυσιή του τζιαι να του πεί. Ότι η γενέκα που αγαπούσε παραπάνω που οτιδήποτε άλλο στον κόσμο, έφυε. Εμάζεψε τα πράματα της μια μέρα τζιαι έφυε. Εν είπε ούτε που πάει, ούτε αν θα ξαναέρτει πίσω.

Στον καναπέ στην γωνιά, λλίο πιο κάτω που ένα παλιό, κόκκινο φωτιστικό, εκάθετουν κάποιος γνωστός, παρέα με μια κοπελιά. Έκατσε τζιαι τζείνος λλίο σε ένα στούλ, με το πρόσωπο γυρισμένο προς το μπαρ, να μεν φανεί αδιάκριτος.

Με μικρές, κυκλικές κινήσεις, έπαιζε με το ποτήρι της μπύρας. Εθώρεν τον αφρό που εταξίδευκε, παγιδευμένος μέσα στο γυαλί, τζιαι ένιωσε τες σκέψεις του να σταματούν για λλίο. Ηρέμισε, για μερικά λεπτά εξέχασε.

Η λύπη όμως εν τον εξέχασε τζιαι το πρόσωπο του απότομα άρχισε να λίωνει. Τα μάθκια του, εστάζαν παράπονο τζιαι το κορμί του έτοιμο να εκραγεί. Έφυε βιαστικά που το μπαρ τζιαι εξεκίνησε να πάει σπίτι του.

Εξεκλείδωσε την εξώπορτα τζιαι εστάθηκε στην είσοδο. Το σπίτι εμύριζε καπνό τζιαι κλεισούρα.

Έκατσε σταυροπόδι στην πολυθρόνα του. Ούλλο το μαράζι της γης, απλώθηκε σαν σεντόνι πάνω στο κορμί του. Αργά την νύχτα, είδε την να κάθετε στον απέναντι καναπέ τζιαι να σπρώχνει τα κοντά της μαλλιά πίσω που το αυτί της.

Θυμήθηκε που την εκρατούσε σφιχτά στην αγκαλιά του. Ίσως να μεν την εκρατούσε όσο σφιχτά έπρεπε.


28
Jan 10

Ο Μπούκκης

“Εχτές ρε φίλε, άνοιξα το μπούκκικο η ώρα 9 το πρωί. Είσιεν ένα τύπο, εκαρτέραν με πόξω. Σάννα τζιαι εθώρεν με όρομα την νύχτα. Τώρα να κάμω καφέ τζιαι να σου τα πω καλύτερα.”

Ο Πανίκκος, εν 23 χρονών. Δουλέφκει στο μπούκκικο του θείου του. Ετέλειωσεν την τεχνική σχολή αλλά εν εσπούδασε, εν του αρέσκαν τα γράμματα. Έκαμε λλίες δουλείες, ευκαιριακά, χωρίς να σκέφτεται το μέλλον. Ηλεκτρολόγος, ντελίβερι, σε περίπτερο. Σε κάποια φάση άνοιξε δουλεία δική του, έφερνε ηλεκτρονικά που την Κίνα τζιαι επούλαν. Σήμερα όμως, ούλλοι έχουν ίντερνετ τζιαι μπορούν να γοράζουν τα πράματα πιο φτηνά.

Ο θείος του, άμα τζιαι είδεν τον πως εν έκαμνε χαΐρι μόνος του, έπιασε τον που κοντά να του δουλέφκει στο μπούκκικο. Πάει το πρωί τζιαι ανοίει το τζιαι σχολάνει το απόγευμα.

“Κάθουμαι ούλλη μέρα”, λαλεί, “ποσκολιούμαι μες το ίντερνετ, παίζω κανένα κουπόνι τζιαι πιερώνουμε τζιόλας. Εννα με πάρει ως πάρατζει τζιαι μετά θωρώ τι εννα κάμω.”

Έφερεν τον καφέ τζιαι έκατσε στο τραπεζάκι μου.

Γυρώ μας, τηλεοράσεις. Πρέπει να είσιεν καμια 30ρκα, ποτζείνες τες λεπτές τζιαι τες μεγάλες. Τι χρώμα ήταν ο τοίχος δεν εκαταλάβαινες, που τες πολλές που είσιεν. Τζιαι καμπόσα κομπιούτερ σε σειρά, πάνω σε ένα πάγκο με σχήμα Π.

Οι τοίχοι του, ένα ψηφιδωτό τεχνολογίας. Τζιαι τα χρώματα του ψηφιδωτού, αππάροι, αριθμοί, μάππες τζιαι διάφορα άλλα που εν εκατάλαβα. Ο παράδεισος του κουμαρτζή.

Ο Πανίκκος εσυνέχισε την κουβέντα. “Άνοιξα την πόρτα που λαλείς τζιαι έδωκε μέσα ο παρέας. Εθυμούμουν τον που την προηγούμενη νύχτα, ήταν δαμέ ως αργά τζιαι έχασε καμια πεντακοσιά ευρώ.”

“Είπε μου να του βάλω πεντακόσια ευρώ να παίξει. Βάλλω του, παίζει τα, ύστερα που καμιά ώρα έχασεν τα ούλλα τζιαι εσηκώθηκε τζιαι έφυε. Την νύχτα ήρτεν πάλε. Βάλλω του αλλο πεντακόσια ευρώ. Ώσπου να κλείσουμε έχασε τα τζιαι τζείνα.”

“Για να μεν σου τα πολυλογώ ρε φίλε, έχασε 1500 ευρώ σε 2 νύχτες. Όσα φκάλλω εγώ σε ένα μήνα.”

“Όπου τζιαι να ‘σαι άκου τον. Εννα έρτει πάλε να παίξει να φκάλει τα σπασμένα.”

Εν επρόλαβε να τελείωσει την κουβέντα του ο Πανίκκος. Ο παρέας εμπήκε της πόρτας τζιαι επήεν βουρητός στο ταμείο. Κυπραίος, γύρω στα 35. Ψηλός με μαυρισμένο πρόσωπο τζιαι απεριποίητα γένια τζιαι μαλλιά. Πρέπει μόλις να είσιεν σχολάσει που την δουλεία, εφορουσε μια φόρμα του μηχανικού, πορτοκαλιά τζιαι άσπρη φανέλα που μέσα.

Ο Πανίκκος έβαλε του αλλο πεντακόσια ευρώ στο λογαριασμό του, ο παρέας επαράγγειλε καφέ τζιαι έκατσε σε ένα κομπίουτερ.

Ύστερα που καμιά ώρα εσηκώθηκε τζιαι ήρτε προς το μέρος μας. “‘Άνοιξε το ταμείο ρε Πανίκκο τζιαι εκέρδισα σήμερα.” Ο Πανίκκος επίερωσεν τον τζιαι ο παρέας έφυεν.

“Εκέρδισε καμιά τρακοσιά ευρώ. Ήρτεν με πεντακόσια τζιαι φεύκει με οκτακόσια τωρά.”

“Το κουμάρι ρε φίλε εν το σιηρόττερο ναρκωτικό. Θορώ τους δαμέσα, τρων του κόσμου τες λίρες. Κερτούν μια φορά, γλυκανίσκουν τζιαι παίζουν αλλο τόσα.”

“Τούτος έκαμε χαρά πως εκέρδισε τρακόσια ευρώ. Εμάχουμουν να του πώ, να μου τα αφήκει δαμέ. Ο μπούκκης εν τζιαι χάννει ρε φίλε. Πάλε δαμέ εννα τα φέρει.”

Το μπούκκικο ήδη είσιεν αρκέψει να γεμώνει κόσμο. Ο Πανίκκος εσηκώθηκε τζιαι εξαναείπε “Ο μπούκκης, εν χάννει. Τζιαι τούτοι ούλλοι καρτερούν να κερδίσουν.”


29
Dec 09

Η διαδήλωση

Προχτές εβρέθηκα τζιαι εγώ στην διαδήλωση που έγινε εναντίον του ρατσισμού τζιαι υπέρ των μεταναστών, στην Μακαρίου.

Πραγματικά η προσέλευση του κόσμου ήταν πολλά παραπάνω που ότι επερίμενα. Είμαστε περίπου 500 άτομα όταν έφτασα τζιαμέ, αλλα πολλοί είπαν μου ότι είχαν φύει επειδή άρκησε να ξεκινήσει η άλλη εκδήλωση του Ε.ΛΑ.Μ.

Πολλές γνώριμες φάτσες αλλα τζιαι πολλοί άγνωστοι. Μιτσίοι, μεγάλοι, Κυπραίοι, ξένοι που ούλλα τα κοινωνικά στρώματα, με ένα τζιαι μόνο σκοπό. Να αντιπαραθέσουν τες φωνές τους, στες φωνές των απέναντι.

Οι απέναντι, που την άλλη, ήταν μια χούφτα.

Εν τα μασώ τούτα που λαλούν τα νέα, ότι ήταν 150 άτομα. Επήα κοντά αρκετες φορές τζιαι είδα πόσοι ήταν, έφκαλα τους τζιαι βίτεο. Σίουρα ήταν λιότεροι που 100.

Βασικά έφαν με η περιέργεια να δώ τί σώι πλάσματα εν τούτοι φκαίνουν στους δρόμους με συνθήματα τζιαι ιδεολογίες του περασμένου αιώνα.

Είδα τους που κοντά. Εν μιτσίοι σαν εμένα. Πιο μιτσίοι ακόμα, κάποιοι εφαίνουνταν φοιτητές.

Ένας τύπος, νομίζω ήταν καλαμαράς, επρόσταζε παραγγέλματα. “Στοιχηθήτε ρε”, “Δυάδες ρε” και τα λοιπά.

Ούλλοι ντυμένοι με άρβυλα, τζίν, μαύρα σακκάκια τζιαι μάυρα καπέλα ή κουκούλες ή κράνη. Ένας μικρός στρατός.

Εν επερίμενα να δώ ανθρώπους να εκτελούν όπως τα αρνία, παραγγέλματα που wannabe μόνιμους, έξω που τον στρατό.

Που πάτε ρε παίχτες μου. Ποιού εννα επιτεθήτε; Ποιόν εννα σκοτώσετε;

Ποιού το αίμα εν που ζητάτε τζιαι φωνάζετε όπως τους δαιμονισμένους “Τι ζητάμε;”, “ΑΙΜΑ”.

Ποιός τον έβαλε τζείνο τζιαμέ να σας διατάσσει; Θέλετε τζιαι είσαστε πιόνια της αρρώστιας του κάθε ‘νου;

Επειδή εν αρρώστια ρε κοπέλλια τούντο πράμα. Έννεν ούτε ιδεολογία, ούτε άποψη. Εν αρρώστια τζιαι πρέπει να πάτε κοιταχτήτε, πρώτα ο παρέας που νομίζει ότι εν το μολλόσιη στο “Full metal jacket” τζιαι ύστερα εσείς που του κρώννεστε τζιαι τραβολοέστε μες τους δρόμους για να τα βάλετε με τα Πακιστανούθκια τζιαι τους Κινέζους.

Την ώρα που ήμουν τζιαμέ κοντά, εκόντεφκε μια παρέα κινεζούες με ψουμνίσματα. Μόλις τες είδα είπα τους να απομακρυνθούν τζιαι να αποφύγουν να κινηθούν μες την Λευκωσία την νύχτα, επειδή εν επικύνδινα. Εξήγησα τους, τους λόγους τζιαι η αντίδραση τους ήταν “Γιατί; Εμείς τι τους εκάμαμε;”.

Αλήθκεια, έσιει κανένας απάντηση;

Τι εκάμαν; Έσιει κανένα σας που εν καθαριστής, τζιαι εν βρίσκει δουλεία; Έσιει κανένα που επίε σε φούρνο, σε περίπτερο, σε αγρόκτημα, κτίστης, βόθρατζιης, ντελίβερι τζιαι όποια άλλη δουλεία τζιαι εθκίωξαν τον;

Αρχίδια. Αφου ούλλα τα επιχειρήματα τους, εν του κώλου. Την αλήθκεια ξέρουμε την ούλλοι. Εν μια χούφτα εθνικιστές που εν γουστάρουν όποιον έννεν Έλληνας τζιαι οτιδήποτε έννεν Ελληνικό.

Δικαίωμα τους. Γούστο τους τζιαι  καπέλο τους. Μπορουν να βρέθουνται όποτε θέλουν στα γραφεία τους τζιαι να ποσκολιούνται. Να κάθουνται παρέα να ξιτιμάζουν αλλοδαπούς, να δοξολογούν τους αρχαίους Έλληνες τζιαι να μαραζώνουν που εν τα εκατάφερε ο Χίτλερ.

Πολλά ωραία. Ας το κάμουν έτσι.

Όπως έχουν τζείνοι το δικαίωμα τούτο, έχουμε το τζιαι εμείς.

Η διαφορά, εν ότι τζείνοι εν μειονότητα. Έστω τζιαι αν έσιει 1-2 εθνικοκαναλλούθκια να τους κουντούν, πάλε μειονότητα είναι. Μια διαδήλωση εκάμαν, τζιαι που την αντίθετη μερκά εκατεβήκαν οι οχταπλάσιοι.

Τζιαι έτσι εννα ένι. Όποτε εννα προσπαθούν να περάσουν τες απόψεις τους, εννα μας βρίσκουν απέναντι τους.

Επειδή, απέναντι τους έν ήταν οι “αυτοαποκαλούμενοι αντιρατσιστές” όπως είπε ο ΑΝΤ1. Ήταν απλός κόσμος που εν ανεχεται τούτες τες ιδεές τζιαι τούτη τη συμπεριφορά.

Απέναντι τους εννα βρίσκουν την Κύπρο τζιαι τους καθημερινούς ανθρώπους που ξέρουν τι σημαίνει να δουλεύκεις για ένα κομμάτι ψωμί τζιαι να σου φτίνουν που πάνω.

Το πρόβλημα αγαπητοί μου, έννεν οι ξένοι. Το πρόβλημα εν το διεφθαρμένο σύστημα.

Αν θέλετε κάποιον να τα βάλετε, βάλτε τα με τους πολιτικούς τζιαι την κωλοκοινωνία που ζούμε, όχι με τες Κινεζούες που ξισκατίζουν τες γιαγίαες μας τζιαι τες αυλάες μας τζιαι τους Ινδούς που καθαρίζουν τους δρόμους.

Όπως τζιαι να έσιει, τα πολλά λόγια εν φτώσια.

Προχτές αποδείχτηκε ότι ο παραπάνω κόσμος έσιει φιλότιμο τζιαι νοίαζεται για τον δίπλα του. Όποθθεν τζιαι αν ένι.

Σε τούτη τη γή, είμαστε ούλλοι μετανάστες.

Παραθέτω ένα βίντεο που την εκδήλωση.