01
Jun 12

Ο Σάββας

Πρέπει να ήταν καλοκαίρι του 95 που εγνώρισα τον Σάββα. Ο ίδιος λαλεί ότι η φήμη μου έφτασε σε τζείνο χρόνια πριν, λόγο μιας διαμάχης που είχα με κάποιον συμμαθητή του τζιαι ότι κανονικά έπρεπε να τον θυμούμαι μιας τζιαι επαένναμε στο ίδιο σχολείο.  Σημασία για μένα έσιει ότι εν μπορώ να τον θυμηθώ μες την ζωή μου πριν τζείνο το απόγευμα. Ακόμα μεγαλύτερη σημασία έσιει το ότι εν ένας που τους ελάχιστους ανθρώπους που επεράσαν που την ζωή μου, για τους οποίους θυμούμαι την πρώτη φορά που τους εσυνάντησα.

Εκατέβαινα περπατητός τον κατηφορικό δρόμο που ενώνει το πανεπιστήμιο Κύπρου με το γυμνάσιο Αγλαντζιάς. Ήταν γύρω στις 7 το δείλης τζιαι επέστρεφα σπίτι μου. Εν μπορώ να ανακαλέσω ακριβώς που ήμουν πριν, αλλά αν κρίνω που το σημείο που ξεκινά η ανάμνηση, πρέπει να ήμουν στο δημοτικό του Κορνέσιου, στο Λυκαβηττό, τζιαι να έπαιζα μπάσκετ.

Εν θα μπω σε λεπτομέρειες για το πως εν o δρόμος τζιαμέ, νομίζω εν αδύνατο να περιγράψω την ομορφιά τζείνου του δρόμου που περνά μέσα που το πυκνό δάσος. Όσοι εν που την περιοχή, σίουρα ξέρουν τον δρόμο τζείνο, που περνά έξω που το παλιό στρατόπεδο των διαβιβάσεων. Όσοι εν έχουν ιδέα που εν ο τόπος που λαλώ, ας πάν ένα απόγευμα στο δάσος της Αγλαντζιάς για περπάτημα τζιαι να πιάσουν τον δρόμο για να φκούν μέσα στο γυμνάσιο. Αν η Λευκωσία είσιεν Central Park, σίουρα θα ήταν το δάσος της Αγλαντζιάς.

Εσουρούππωνε τζιαι επέστρεφα όπως είπα σπίτι. Με τα ρούχα μου λερωμένα τζιαι δρωμένα τζιαι με την γεύση του παιγνιδιού να γεμώνει το στόμα μου.

Το παιγνίδι έσιει γεύση; Έσιει καλό! Τζιαι μάλιστα διάφορες.

Εν η γεύση χώμα, άμα ππέσεις με τα μούτρα μες τα χώματα για παράδειγμα, ή άμα τρώεις παγωτό τζιαι γλύψεις την κρέμα που έσταξε στο δάκτυλο σου, χωρίς να πλυθείς. Η γεύση γαίμα, ασπούμε, άμα χτάρεις το γόνατο σου τζιαι φιλάς το για να γιάνει πιο γλήορα. Μετά το μπάσκετ στον Κορνέσιο, είχα την γεύση άσφαλτος. Ήμουν ολόμαυρος τζιαι καταχταρμένος, αφού το γήπεδο του μπάσκετ ήταν ασφάλτινο τζιαι σίουρα είχα ππέσει καμια εικοσαρκά φορές χαμέ.

Σε τζείνη την ηλικία μόνο μπορείς να εκτιμήσεις το καλοκαίρι. Τα σούρουππα, άμα ετέλειωνε η μέρα, τζιαι ανυπομονούσες να ξημερώσει η επόμενη μέρα για να συνεχίσεις που τζιαμέ που έμεινες. Όση ώρα είσιεν μέρα, τόση ώρα είσιεν τζιαι παιγνίδι.

Έτσι τζιαι εγώ εκατέβαινα το κατήφορο τζιαι εσκέφτουμουν που θα έπαιζα τζιαι τι θα έπαιζα την επομένη.

Εσταμάτησε δίπλα μου ένα ποδήλατο. Εκαβαλληκούσε το ένας μιτσής με σχετικά μακριά, ξανθά μαλλιά, κουρτινούες. Λεπτός, μισκίνης. Η φάτσα του ήταν γνωστή αλλά εν τον έξερα η αλήθκεια ήταν.

Λαλεί μου, “Είσαι ο Σταυρίνος;”, λαλώ του “Ναι”, “Είμαι ο Σάββας.” λαλεί μου.

Μετά που τόσα χρόνια, ακόμα παραξενεύκει με το γεγονός ότι εμίλησε μου χωρίς να ήμαστε φίλοι. Εντάξει, τότε οι άνθρωποι ήταν πιο φιλικοί απο ότι σήμερα. Επίσης στα δεκαπέντε σου, ακόμα εν σου εφυτεύτηκε η καχυποψία τζιαι η ανθρωποφοβία, οπόταν εν πιο εύκολο σου να μιλήσεις σε κάποιον που εν ξέρεις. Τζιαι όμως, εγώ εν ήμουν τζιαι το πιο φιλικό πρόσωπο στον κόσμο. Πολλές φορές διερωτούμαι πως με ανέχουνταν τότε οι φίλοι μου. Ήμουν νευρικός, είρωνας, ανταγωνιστικός τζιαι αντικοινωνικός. Λόγο του ότι έτρωα πολλή πείραγμα στο σχολείο επειδή ήμουν μικροκαμωμένος, εξέλιξα μια αντικοινωνική συμπεριφορά για να αποπαίρνω οποιονδήποτε είσιεν μες το νου του να με πειράξει. Εξ’ ου τζιαι οι καυγάδες λόγο των οποίων η φήμη μου επροέτρεχε της παρουσίας μου.

Ο Σάββας όμως εμίλησε μου τζιαι εσυνέχισε να πατιθκιάζει σιγά, σιγά δίπλα μου ώσπου τζιαι επρότεινε μου να με κάτσει πας τα τιμόνια για να πάμε σπίτι.

Σάββας: Έσιεις ποδήλατο;

Σταυρίνος: Έχω ένα Kuwahara Scamp. Εν ξηλωμένο όμως. Δουλεύκω με τον παπά μου στα χτίσματα τζιαι φυλάω λεφτά να το βάψω τζιαι να το στήσω.

Σα: Που το ήβρες το Scamp;

Στ: Αντάλλαξα το με ένα άλλο που είχα, ένα Kuwahara Executive. Έδωκα το του Sparrow (γνωστός κοντραμπαδώρος της εποχής μας) τζιαι έδωκε μου το Scamp.

Σα: Είσαι παλαβός, το Executive εν πολλά καλύτερο που το Scamp. Ώστε εν που εσένα που ετσίμπησε το Executive ο Sparrow τζιαι έφερνε το τζιαι εχούμιζε μας το. (το ποδήλατο εν ήταν Executive τελικά, ήταν KE-1, εν ξέρω γιατί το λαλούσαμε Executive. Ήταν όμως εξαιρετικά σπάνιο τζιαι ακριβό.)

Στ: Εσύ που ξέρεις;

Σα: Έφερε το τζιαμέ στον Αγρότη που κάμνουμε ποδηλασία.

Κουβέντα στην κουβέντα, ερώτησε με τι μουσική ακούω. Είπα του ότι αρέσκει μου ο Βασίλης  Παπακωνσταντίνου.

Είπε μου ότι ο Παπακωνσταντίνου εν ένας μαλάκας που έπιασε τα τραούθκια του Άσιμου τζιαι έκαμε τα επιτυχίες τζιαι ότι εν του αξίζει να εν τζιαμέ που ένει. Τζιαι τότε εγώ, ερώτησα ποιός εν τούτος ο Άσιμος;

Μέτα που καμιά εβδομάδα, έφερε μου μια κασέττα γεμάτη με τραούθκια του Άσιμου. Έκατσε τζιαι εζωγράφισε το εξώφυλλο, έγραψε μου λίστα τραγουδιών στο πίσω μέρος τζιαι στο inseam του εξωφύλλου, έγραψε μου μια μικρή βιογραφία του Άσιμου. Έχω την κασέττα μέχρι σήμερα.

Τζιαι ο Σάββας εν δαμέ, μέχρι σήμερα. Σχεδόν είκοσι χρόνια μετά. Εν πιο πασιής, πίννει παραπάνω μπύρες τζιαι εν βουρά αγώνες με τα κουρσέ. Πιάννει το mountain bike του ενίοτε, τζιαι πουκουππίζεται που τους κρεμμούς κάτω. Αγαπά το ποδήλατο όπως το αγαπούσε πάντα.

Μετά που τόσα χρόνια, θωρώ πίσω μου τζιαι ο Σάββας ήταν τζιαμέ, στες πιο σημαντικές στιγμές της ζωής μου. Στα πιο δύσκολα τζιαι στα πιο εύκολα. Εφάαμεν, ήπιαμε, εγελάσαμε, επιττώσαμε, εκλάψαμε, εχορέψαμε, εγυρίσαμε μαζί. Τούτα ούλλα έκαμα τα τζιαι με άλλους όμως.

Ο Σάββας έμαθε με ότι μπορείς να αγαπάς κάτι τζιαι κάποιον, χωρίς περιορισμούς τζιαι όρους. Ότι μπορείς να δώκεις τα πάντα, χωρίς να σκεφτείς, για να αποκτήσεις κάτι που θέλεις. Ότι μπορείς να είσαι ειλικρινής, φιλικός, καλοσυνάτος τζιαι ήρεμος, τζιαι ότι ο κόσμος, εννα το εκτιμήσει.

Πολλές φορές, εσκέφτηκα ότι εν αφελής, ότι εν επιπόλαιος. Έννεν έτσι όμως. Ο Σάββας εξέφυγε που τες σκέψεις-δεσμά που κατακλύζουν τους υπόλοιπους μας, την ώρα που ξεκινούμε να κάμουμε κάτι.

Την ώρα που εννα ππέσει που τον κρεμμό, εννα ππέσει τζιαι μετά εννα σκεφτεί ότι ίσως να έπρεπε να το σκεφτεί λλίο καλύτερα. Εγώ εννα κάτσω στην άκρη τζιαι να σκέφτουμε ακόμα τες συνέπειες του αν δεν τα καταφέρω.

Εν τα καταφέρνει πάντα, εν η αλήθκεια. Αλλά πάντα έρκετε πίσω που κάθε χτύπημα, με την ίδια ευδιαθεσία τζιαι την ίδια αισιοδοξία. Εν σάννα τζιαι εν συνέχεια ευγνώμων που ζει, που εν δαμέ. Πράμα που πολλοί που εμάς εν κάμνουμε.

Είδα τον τζιαι κακοδιάθετο, νευριασμένο, πληγωμένο. Είδα τον να κλαίει τζιαι να φωνάζει, πληγωμένος που τους ανθρώπους τζιαι που την ζωή. Ήταν που τες πιο δυσάρεστες εμπειρίες της ζωής μου. Είδα τον όμως να θωρεί μπροστά τζιαι να συνεχίζει.

Ξέρω ότι έζησε πράματα που πολλοί που εμάς εν θα αντέχαν. Πράματα, που πολλοί εννα εφταίαν την ζωή τζιαι τον κόσμο ώσπου να πεθάνουν, λόγο του ότι εζήσαν τα. Τζείνο που εγεννήθηκε μέσα που τζείνα ούλλα, εν ένας καλοπροαίρετος τζιαι φιλικός άνθρωπος που μπορεί να κάμει τα πάντα για να σε βοηθήσει. Ένας άνθρωπος που ούλλη του η ύπαρξη φωνάζει, είσαι τυχερός που είσαι δαμέ, πρέπει να είσαι ευγνώμων.

Έσιει ελαττώματα, ξέρω το. Ποιός έν έσιει; Θώρω όμως ότι μέσα που τα χρόνια της φιλίας μας, μινήσκουν μου τα θετικά πράματα. Ο Σάββας, εν κάτι παραπάνω που αδελφικός μου φίλος. Ο Σάββας εν ένας άνθρωπος που με κάμνει να θέλω να γινώ τζιαι εγώ καλύτερος, άνθρωπος. Τζιαι είμαι τυχερός που τζείνο το σούρουππο, εβρέθηκε στον δρόμο μου.

 


03
Feb 12

Η Λάρα

Ξέρω ότι τούτη η ιστορία μπορεί να μεν έσιει νόημα για κανένα άλλο εκτός που μένα τζιαι την γενέκα μου. Κάποιες ιστορίες εν χρειάζεται να καταλήγουν κάπου, ούτε να έχουν δίδαγμα ή μια σοφή πρόταση στο τέλος. Κάποιες ιστορίες απλά υπάρχουν. Κάποια πράματα απλά συμβαίνουν. Τζιαι το νόημα εν ανάμεσα που τες γραμμές. Όπως στην ζωή μας.

Η γενέκα μου, έφυε για την Αμερική λλίους μήνες μετά που την εγνώρισα. Ήταν μια πολλά δύσκολη περίοδος για την σχέση μας τζιαι ο αποχωρισμός, ήταν η πιο σκληρή εμπειρία της ζωής μου. Την πρώτη φορά που την άφηκα πίσω μου στο αεροδρόμιο, ένιωθα ότι εξεκολλούσαν κομμάθκια που πάνω μου, καθώς εκατέβαινα τον διάδρομο για να πάω στην πύλη αναχώρησης. Η έλλειψη κάποιου που αγαπάς, εν αδίσταχτο συναίσθημα.

Βοηθά σε όμως, αμα τον έσιεις να τον εκτιμάς, να θωρείς στο παρελθόν τζιαι να καταλαβαίνεις πόσο σημαντικό ένει , απλά να τον έσιεις δίπλα σου.

Το καλοκαίρι πριν να φύει για την Αμερική, επύαμε μαζί διακοπές στην Πόλη της Χρυσοχούς, στο κάμπινγκ. Εμένα πάντα άρεσκε μου το κάμπινγκ έτσι έμαθε το τζιαι η γενέκα μου. Ήμαστε με άλλους φίλους, τζιαι ένα πρωί αποφασίσαμε να πάμε περίπατο στον Ακάμα.

Εφωρτοθήκαμε στο αυτοκίνητο του Σάββα τζιαι εξεκινήσαμε. Η αλήθκεια εν ότι εμένα εν με ενθουσίασε ποττέ ο Ακάμας. Εντάξει, μπορεί να πετύχεις ωραίες παραλίες, αλλά ως επι το πλείστον, ειδικά το καλοκαίρι, εν μια ασυστάριστη, ολοχώματη πλάτσα με θέα προς την θάλασσα. Έχουμε 1-2 σημεία που πάμε τζιαι κολυμπούμε, αλλά τες παραπάνω φορές απλά διασχίζουμεν τον με το αυτοκίνητο, νομίζω απλά για να τον διασχίσουμε.

Η Στέλλα εν ήταν καλά, ούλλη μέρα. Ήταν μαραζωμένη, εν εμίλαν τζιαι εκάπνιζε σκεφτική. Γενικά ακόμα τζιαι σήμερα, η Στέλλα έννεν τζιαι ο πιο ομιλητικός άνθρωπος. Άμα έσιει κάτι όμως, εν αδύνατο να της φκάλεις κουβέντα.

Είσιεν κάτι, τζιαι ήταν τα μάθκια της συνέχεια σκοτεινά. Τζιαι εγώ εθωρούσα την τζιαι εγίνουμουν κομμάθκια. Άμα αγαπάς κάποιον τζιαι θωρείς τον λυπημένο, εν σάννα τζιαι θωρείς το μεγαλύτερο κακό, την μεγαλύτερη απανθρωπιά, να γίνεται μπροστά σου. Ήξερα γιατί ήταν έτσι. Σε 1 μήνα είσιεν να φύει για την Αμερική, 23 ώρες ταξίδι  το λλιότερο, τζιαι στην Κύπρο ίσιεν να είμαι εγώ.

Τα μωρά, μέχρι κάποια ηλικία, εν αντιλαμβάνουνται ότι έστω τζιαι αν δεν θωρείς κάτι, συνεχίζει να εν τζιαμέ. Γιαυτό τζιαι άμα φύεις που το δωμάτιο, κλαίν, επειδή νομίζουν ότι σταματάς να υπάρχεις. Έτσι εν τζιαι ο έρωτας στους μεγάλους. Αμα έν έσιεις τον άλλο δίπλα σου, νιώθεις ότι εν τον έσιεις καθόλου.

Εσταματήσαμε στην παραλία της Λάρας. Εβουττήσαμε λλίο τζιαι εκάτσαμε στην άκρια του κύμματος. Εφάκκαν μας τα πόθκια μας, κρυά η θάλασσα, τζιαι εδίαν μας που πάνω ο ήλιος του Αυγούστου. Εσιηψα που πάνω της τζιαι εφίλησα την. Όπως τες σκηνές σε κάτι ρομαντικές ταινίες του 70, μόνο που εν τη εθωρούσα στην οθόνη. Εζούσα την.

Εσηκώθηκε τζιαι έφυε. Είδα την που επαρπάτησε καμπόσο τζιαι έφτασε στην άλλη μερκά της παραλίας, κοντά σε κάτι βράχους. Για καμπόση ώρα έβλεπα την που επερηφέρετουν άσκοπα τζιαι ασυντόνηστα στην περιοχή τζιαμέ.

Έπρεπε να εν πιο απλό. Εν έπρεπε να εν τόσο πολύπλοκο, ούτε τόσο αγχωτικό. Εθώρουν την, σαν το θερκό να ποτυλίεται ποτζεί ποδά, πότε ήρεμα τζιαι πότε νευριασμένα τζιαι σπασμωδικά.

Εσυκώθηκα τζιαι εμάζεψα μέσα στην φανέλλα μου καμπόσες πέτρες που την θάλασσα. Διάφορα χρώματα τζιαι σχέδια.

Έκατσα, τζιαι προσεχτικά εζωγράφισα το όνομα της πάνω στην άμμο. Εδιακόσμησα το με τες πέτρες τζιαι έκαμα της τζιαι που πάνω μια καρδία. Εν μου έφαεν ώρα, ούτε ήταν δύσκολο. Ήταν κάτι που έκαμα επειδή ήθελα να την κάμω να νιώσει καλύτερα.

Εφώναξα της τζιαι ήρτεν δίπλα μου τζιαι είδεν το. Εν ξέρω τι ηλεκτρόδια ενωθήκαν μες τον εγκέφαλο της τζιαι τι κομμάθκια του πάζλ, αλλά αγκάλιασε με, εχαμογέλασε μου τζιαι είπε μου ότι αγαπά με.

Εν μια σκηνή, που εν όπως τον  πίνακα μες τον νού μου. Εγώ, η Στέλλα γονατιστοί στην άμμο. Που την μια μερκά η θάλασσα, μπλέ να σιωνόννεται τζιαι να σπάζει το τραούδι των ζίζηρων του Ακάμα. Που την άλλη η άγρια, χωματσιασμένη βλάστηση που εν ξέρεις τι κρύφκει μέσα της. Κάτω που τον λάλλαρο της Κύπρου, στην άμμο, εμείς, το όνομα της τζιαι μια καρδία.


23
Nov 11

Oι αρφούες μου

Το πατρικό μου το σπίτι, το σπίτι που εμεγάλωσα, ήταν μιτσή. Ήμαστε τρείς αρφούες, τζιαι εμινήσκαμε στο ίδιο δωμάτιο.

Εγώ ήμουν ο μιτσής. Ο ένας εν 6 χρόνια πιο μεγάλος που μένα τζιαι ο άλλος 10 χρόνια. Τους αρφούες μου αγαπούσα τους, τζιαι εθαύμαζα τους που τον τζιαιρό που ήμουν μωρό. Τον καθένα με διαφορετικό τρόπο τζιαι για διαφορετικό λόγο.

Το δωμάτιο μας το λοιπόν, είσιεν μέσα δύο κρεβάτια.  Ένα κρεβάτι πάνω κάτω τζιαι ένα κανονικό. Το διπλό το κρεβάτι, ήταν κουμπημένο στην γωνιά του δωματίου για να χώννει μια τρύπα πάνω στον τοίχο, που εδημιουργήθηκε μάλλον που την υγρασία. Θυμούμαι ότι οι τοίσιοι εξυφιλλίζαν , τζιαι τες νύχτες κρυφά, ετραβούσα τα κομμάθκια της πογιάς τζιαι έφκαλλα τα, επειδή αρέσκαν μου τα απρόβλεπτα σχήματα που άφηνε πίσω της.

Απέναντι που τα κρεβάτια, ήταν μια παπουτσοθήκη τζιαι που πάνω μια τηλεόραση NEC, έγχρωμη με οκτώ κανάλια. Στα αριστερά της, ήταν φατσιμένη, πουλλωμένη γερά. Είσιεν την σήρει ο αρφός μου χαμέ κατά λάθος τζιαι η μάνα μου πάντα ελάλεν μας ότι εν τόσο καλή τηλεόραση, που εξακολούθησε να δουλέφκει, ακόμα τζιαι μετά που τζείνο το ατύχημα. Στημένο πάνω που την τηλεόραση, είχαμε ένα βίτεο National, που έφερεν ο παπάς μου που την Νιγηρία. Ήταν πολλά προχωρημένο για μας τότε, να μπορούμε να βιτεογραφούμε πράματα που την τηλεόραση. Εδικαιούμαστε να νοικιάζουμε τζιαι μια κασέττα την εβδομάδα που το βίτεοκλαπ.

Στο δωμάτιο επίσης ήταν το σιδερένιο γραφείο του μεσαίου αρφού μου. Γεμάτο με αφίσες τζιαι αυτοκόλλητα που μοτόρες. Είχαμε, θυμούμαι, μια μεγάλη αφίσα με μια μότοκρος, τζιαι άρεσκε μου να στέκουμε μπροστά της τζιαι να κορτώννω, ήταν ίσια μαζί μου τζιαι εντυπωσιάζουμουν που υπήρχαν τόσο μεγάλες φωτογραφίες.

Τα μαρμαράκια, ήταν ποτζίνα τα ψηφιδωτά τα μιτσιά, που είχαν ούλλα τα σπίθκια της δεκαετίας του 70. Ήταν κυρίως πορτοκαλιά, με μαύρα, άσπρα τζιαι γκρίζα πετρούθκια. Το χρώμα του δωματίου άσπρο. Αλλά με την λάμπα την κίτρινη να αφτέννει που πάνω, εγώ θυμούμαι το κίτρινο-πορτοκαλί.

Ήταν γεμάτο πράματα. Στο μικρο διάστημα που έφτασα να θυμούμαι τζιαι τους δυο μου αρφούες μέσα, ήταν πολλά ωραία τζιαι ζεστά. Τουλάχιστον έτσι το νιώθω μέσα μου. Ζεστά, όμορφα, απλά τζιαι ήρεμα. Μπορεί να εν επειδή ήμουν μωρό.

Εν ξέρω πως ήταν για τον αρφό μου τον μεγάλο, που στα 16 του έπρεπε να ανέχεται να μινήσκει με τους θκύο μιτσιούς του αρφούες τζιαι να μεν έσιει τον δικό του προσωπικό χώρο.

Εγώ έθελα πάντα να είμαι δίπλα τους. Να νιώθω κομμάτι της παρέας. Έθελα σημασία. Εμάθενα τα τραούθκια που ακούαν, πόξω, τζιαι μετά ετραουδούσα τα , δήθεν σε ανύποπτο χρόνο, για να μου δώκουν σημασία. Άμα έπαιζε κομπιούτερ ο αρφός μου, τζείνο που εγόρασε με τα λεφτά που εφύλαξε τα χρόνια που εδούλεφκε στα χτίσματα με τον παπά μου, εν μας άφηνε να του κοντέφκουμε. Έκλειε την πόρτα του δωματίου τζιαι απαγόρευε μας να μπούμε μέσα. Εγώ επάεννα κρυφά, πίσω που την πόρτα τζιαι εκρυφοθώρουν τον που έπαιζε Samantha Fox’s Strip Poker τζιαι Nigel Mansell’s Rally.
Η σχέση μου με τους αρφούες μου ήταν μια που τες κινητήριες δυνάμεις πίσω που τον σημερινό μου χαρακτήρα. Τον μεγάλο μου αρφό εθαύμαζα τον γιατί εθεωρούσα ότι ίσιεν την απόλυτη αλήθκεια. Ο τρόπος που ίσιε να με απομακρύνει που κάθε του δραστηριότητα, που κάθε του ασχολία, επίσμοννε με παραπάνω να προσπαθώ να καταλάβω τζιαι να νεκατωθώ στην κοσμοθεωρία του. Ίσως επειδή ένιωθα ότι εν με υπολόγιζε τζιαι ήθελα να του αποδείξω ότι είμαι υπολογίσιμος. Εν ξέρω γιατί, στο κάτω, κάτω ήταν ο μεγάλος μου αρφός. Ούλλοι θαυμάζουμε λλίο πολλά τους αρφούες μου. Η έγκριση που τον αρφό μου εν ήρτεν ποττέ πάντως. Σε κάποια φάση εσταμάτησα απλά να την επιδιώκω τζιαι τα πράματα εγινήκαν πολλά καλύτερα στην ζωή μου.

Με τον μεσαίο μου αρφό πάντα είχα μια σχέση αδελφικής αγάπης. Τζείνης της αγάπης που απλά υπάρχει, αλλά εν έσιει καθαρό λόγο να εν τζιαμέ. Δηλαδή, εμαλλώναμε, εδερτήκαμε τζιαι μια φορά, αλλά πάντα ένιωθα ότι αγαπώ τον, χωρίς όρους τζιαι χωρίς περιορισμούς. Όχι πως τον μεγάλο εν τον αγαπώ. Ο μεσαίος όμως, πάντα έδειχνε μου ότι αγαπά με πίσω τζιαι έδειχνε να ενδιαφέρετε για τα πράματα που έκαμνα. Η έγκριση του ήταν δεδομένη. Τζιαι για αυτό το λόγο, ακόμα τζιαι σήμερα η δική μου έγκριση στα πράματα που αποφασίζει (ως επι το πλείστον) εν δεδομένη.

Οι σχέσεις μου τζιαι με τους θκυό, εν διαφορετική, τελοσπάντων. Κάποτε νιώθω ότι είμαι η μέση τους, ότι έχω κομμάθκια τζιαι που τους θκύο. Σίουρα όμως, η σχέση μου με τους αρφούες μου, επεκτείνετε πολλά παραπάνω που την απλή συνύπαρξη . Εν σχέση γεμάτη αναμνήσεις, συναισθήματα τζιαι γεγονότα. Είμαστε τρείς διαφορετικοί, εντελώς διαφορετικοί άνθρωποι.  Σε πολλές φάσεις όμως, οι παλμοί μας συναντιούνται τζιαι λειτουργούμε στο ίδιο επίπεδο.

Είχα μια πολλά έντονη, πολλά σπουδαία παιδική ηλικία. Τζιαι τούτο εννα προσπαθήσω να προσφέρω τζιαι στην δική μου κόρη. Ένα μέρος τούτων των αναμνήσεων ήταν τζιαι οι αρφούες μου. Μπορεί να ακούσω κάτι, να δώ κάτι τζιαι αμέσως να ανοίξει μέσα μου μια φουντάνα τζιαι ξεκινήσουν να τρέχουν εικόνες τζιαι λόγια. Μια απλή, αδιάφορη εικόνα, μπορεί για μένα να περιγράφει μια ολόκληρη ιστορία.

Ο αρφός μου ο μεγάλος, ίσιεν ένα αρμάρι χαμηλό, άσπρο, με ασημένια χερούλια. Το μισό ήταν αρμάρι τζιαι το άλλο μισό συρταριέρα. Ήταν κομμάτι της ανεξαρτησίας του που τους υπόλοιπους. Για χρόνια, εθώρουν το εξής γραμμένο πάνω στο αρμάρι του «Σήκω ψυχή μου, δώσε ρεύμα.. βάλε στα ρούχα σου φωτιά..». Όσον απίστευτο τζιαι αν ακούεται, εκάθουμουν χρόνια τζιαι εσκέφτουμουν τι σημαίνει τούτο το πράμα. Που την μια ακούετουν μου τόσο ασυνάρτητο τζιαι που την άλλη να έσιει τόσο βάρος, τόση δύναμη.

Ώσπου τζιαι έγινα έφηβος τζιαι άκουσα την Μπέλλου να το τραουδά. Τζιαμέ ένιωσα ότι ο έφηβος εγώ, εσυνάντησε τον έφηβο αρφό μου. Ότι οι ζωές μας, οι σκέψεις μας, εσυναντηθήκαν σε ένα φανταστικό σημείο. Σάννα τζιαι επερνούσεν ο αρφός μου που ένα μονοπάτι τζιαι μετά που καμπόσο τζιαιρό, επέρασα τζιαι εγώ που τον ίδιο δρόμο τζιαι είδα τες πατιμασιές του.

Ακόμα τζιαι σήμερα άμα ακούω τούτο το κομμάτι, γεμώννει το μυαλό μου εικόνες τζιαι σκέψεις. Απόδειξη, το κείμενο που γράφω τωρά.


15
Jun 11

Το πρωτό χαμόγελο.

Έππεσα πάνω στο κρεβάτι μπρούμυτα, το πρωί, ντυμένος, έτοιμος για δουλειά.

Σε λλίο, εν η ώρα που πρέπει να φάεις. Ήδη άρκεψες τζιαι κλωτσάς τα πόθκια σου τζιαι σούζεις τα σιερούθκια σου. Ακανόνιστα, άτσαλα, νευρικά. Εν ο μοναδικός τρόπος που ξέρεις τωρά για να εκφράσεις την αγανάκτηση σου, για το κομμάτι του στομαχιού σου που εν όφκερο.

Τζιαι κάμνεις κάτι ήχους, όπως το πουλλούι, τρίζεις σαν την πόρτα την σκουρκασμένη. Γουργουρίζεις, σφίγγεσαι τζιαι ξαπολάς μια φωνούα, ενα κλαματούι, πέντε δευτερόλεπτα. Κοτσινίζει το προσωπούι σου τζιαι προσπαθείς με ούλλο σου το κορμί να καταλάβεις τζιαι να καταβάλεις τούτη την αίσθηση την πρωτόγνωρη, της πείνας.

Αβοήθητη πανικοβάλλεσαι, σταματάς να αναπνέεις τζιαι γίνεσαι ένα κουβάρι. Όπως εσυνήθισες να είσαι, όπως ήσουν μέσα στην μάμα, λλίες μέρες πρίν. Τζιαι στο αποκορύφωμα τούτης της αντίδρασης, τζιαμέ που λαλώ ότι εννα κάμεις έκρηξη τζιαι να τράβησεις τα πλευρά του κρεβαθκιού τζιαι να τα κάμεις σπάσεις, αφήνεις μια αναπνοή ανακούφισης, τζιαι όπως απότομα εξεκίνησες την διαμαρτυρία σου, το ίδιο απότομα, χαλαρώνεις την κκελλούα σου, χασμουριέσαι τζιαι συνεχίζεις τον ύπνο σου.

Τούτον ήταν το κακό ούλλο. Προειδοποίηση, ότι σιγά, σιγά το ποτήρι ξεσιηλά τζιαι ότι σε λλίο εννα λάβεις δραστικά μέτρα τζιαι να απαιτήσεις ικανοποίηση των αιτημάτων σου, άμεσα. Καθαρό πανί τζιαι φαί.

Τούτο κάμνεις το καθημερινά.

Μόνο που το πρωί τούτο, εχαλάρωσες την κκελλούα σου τζιαι μέσα στον ύπνο σου, εχαμογέλασες. Το πρώτο σου χαμόγελο. Η τουλάχιστον, το πρώτο σου χαμόγελο, που είδα. Μπορεί να εν τζιαι το πρώτο χαμόγελο που πραγματικά είδα, σε ούλλη μου την ζωή. Τα παραπάνω χαμόγελα που θωρώ καθημερινά, εσυνήθισα τα, πολλά αγνοώ τα. Τούτο ήταν το πρώτο χαμόγελο που είδα.

Άνοιξες το στοματούι σου, ξιδόντισσα, τζιαι άπλωσες τα σιειλούθκια σου που την μια πλευρά του προσώπου σου στην άλλη, κάμνωντας τα μαουλούθκια σου, θκυό κκεραζούθκια κότσιηνα. Εμισοάνοιξες τα μματούθκια σου, εδίπλωσες τα πόθκια σου, τζιαι για μερικά δευτερόλεπτα έμεινες έτσι. Χαμογελώντας, με ανοιχτό το στόμα, να αιωρείσαι, να πετάς στην ευτυχία. Το πιο ευτυχισμένο πλάσμα στην γη.

Εν ξέρω τι εθώρες στον ύπνο σου τζείνη την ώρα. Αγκαλιές, βυζιά με γάλα, μυρωθκιές τζιαι χρώματα καινούργια. Εθώρες το τζιαι αντιδρούσες με τον πιο όμορφο τρόπο που υπάρχει. Το χαμόγελο. Το μοναδικό πράμα που εν σου μαθαίνει κανένας να κάμνεις. Που το κάμνεις επειδή γεμώνεις με ένα συναίσθημα, ένα σύννεφο χαράς τζιαι ικανοποίησης, που ξεκινά που το στήθος σου τζιαι καταλήγει να απλωθεί στο στόμα σου τζιαι να σβήσει γλυκά πάνω στα μματόκλαδα σου.

Το ένστικτο της ευτυχίας, της ηρεμίας. Τζιαι είδα σε, τζιαι ένιωσα τζιαι εγώ ευτυχισμένος, ήρεμος. Τζιαι εσηκώθηκα που το κρεβάτι τζιαι ήθελα να φκώ στους δρόμους να φωνάζω ότι εχαμογέλασες τζιαι ότι είδα σε. Είπα το της μάμας, τζιαι εχαμογέλασε τζιαι τζείνη.

Τζιαι έκατσα με την φωτογραφική, όπως τον χαντό, τζιαι επερίμενα σε να ξαναχαμογελάσεις. Για να σε δώ, τζιαι να παγιδέψω την στιγμή σε μια καρτού, σε ένα κομμάτι κόλλα, σε μια οθόνη. Εν τα εκατάφερα όμως. Την εικόνα επαγίδεψα την, η στιγμή εφυλάκτηκε μες την ψυσιή μου τζιαι εννα μείνει τζιαμέ ώσπου υπάρχω τζιαι εγώ. Εν κομμάτι του αέρα, του κόσμου, του ουρανού. Τούτα τα πράματα αιωρούνται τζιαι τζοιμούνται πάνω στα μάθκια μας, μέσα στην καρδιά μας. Εν παγιδεύκουνται σε φωτογραφικές.

Εθύμησες μου σήμερα, ότι η ευτυχία γεννιέται μαζί μας. Εν φωθκιά μες το στομάσιη μας τζιαι πολεμά να φκεί πάνω. Γεννιούμαστε τζιαι αρκέφκουμε να χαμογελούμε. Μεγαλώνουμε, τζιαι μαθαίνουμε να μεν χαμογελούμε.

Εν ήταν το πρώτο χαμόγελο που είδα στην ζωή μου. Πιθανόν, ούτε το πρώτο χαμόγελο δικό σου. Ήταν το πρώτο χαμόγελο που πραγματικά είδα, εδώ τζιαι πολλή τζιαιρό. Τζιαι εφύλαξα το μέσα μου τζιαι κουβαλώ το, που το πρωί μαζί μου.

 


30
Mar 11

Μήνυμα.

Εσκέφτηκα πολλά σοβαρά να τα βαώσω ούλλα τζιαι να πάω έσσω μου.

Έκατσα που έκατσα τόσον τζιαιρό, λαλώ, να βάλω μια ταπέλλα πάνω “Κλειστό μέχρι νεωτέρας” τζιαι να φκώ σε όνλαιν σύνταξη.

Έγραψα τζιαι το κειμενούι μου, έβαλα το καππέλο μου, εστάθηκα στην πόρτα τζιαι εγύρισα πίσω μου.

Είδα τους καναπέδες, τα τραπέζια, τα module τζιαι τα themes, εγεμώσαν τα μάθκια μου.

Έμετροφύλλισα τες σελίδες του μπλόγκ τζιαι είδα κομμάθκια της ψυσιής μου αφημένα, τόπους, τόπους. Συσταρισμένα, τζιαι αποθεμένα προσεχτικά. Όπως τα χανναπούθκια που είσιεν η γιαγιά μου διακοσμημένα μες την γυάλλενη την αρμαρόλλα.

Άφηκα την τσέντα μου στο πάτωμα, έβαλα το καππέλλο μου πίσω στον καλόγερο τζιαι έκατσα στο τραπέζι για λλίο. Εχαλάρωσα την γραβάτα μου, άναψα τζιαι ένα τσιάρο τζιαι έκλεισα για λλίο τα μάθκια μου. Εν άκουσα τίποτε. Ησυχία.

Επήρα μιαν βαθκιάν ανάσα. Πλαστικό τζιαι σύρματα.

Τζιαι εκατάλαβα ότι τούτο εν δικό μου σπίτι. Τζιαι κάμνει μου καλό. Η ησυχία, η ηρεμία που μου διά το να αποτυπώνω τες σκέψεις μου σε μια οθόνη, τζιαι να τες φυλάω σε ένα ντάταπέις.

Έκλεισα την πόρτα τζιαι άναψα ξανά τα φώτα.

“Θέλει βάψιμο” εσκέφτηκα. “Να συσταρίσω τα πράματα μου τζιαι να πιάσω δουλειά”.

“Εσύ τι λαλείς Ρέα; εννα βοηθήσεις τον παπά”

Έσουσε πάνω, κάτω την κκελλούα της, καταφατικά.

“Άτε, τζιαι εννα σου γράφω τι σκέφτουμαι τωρά που είμαι νέος. Επειδή άμα γεράσω, μπορεί να γίνω τζιαι εγώ όπως τους γέρους που ξηχάννουν ύνταλως είναι να είσαι μιτσής τζιαι συναισθηματικός.”

Εχαμογέλασε. Έκατσε στην καρέκλα δίπλα μου τζιαι ετέντωσε την πλάτη της για να φτάνει να βάλει την κκελούα της πάνω στο τραπέζι. Έβαλε τα θκύο της σιέρκα βάση τζιαι εκούμπησε το πιγούνι πάνω στες παλάμες της. Έμεινε να με θωρεί χωρίς να μιλά. Είπε μου όμως με τα μάθκια της “Ακούω.”

“Ακόμα τζιαι τωρά που εν ξέρω πως μοιάζεις, κόρη μου. Ξέρω ότι θέλω μια μέρα να κάθεσε σε μια καρέκλα, να θκιαβάζεις τι έγραφα κάποτε τζιαι να νιώθεις ότι κάθουμε τζιαι εγώ δίπλα σου τζιαι αφηγούμαι σου τα. Σαν μια νοητική σύνδεση, που ξεκινά τωρά που ακόμα εν ήρτες στον κόσμο τζιαι εννα συνεχίσει ίσως τζιαι μετά που εν θα είμαι εγώ στον κόσμο. Θέλω αν μέν ‘ννεν άλλο, να σου αφήκω κληρονομιά, κομμάθκια που την ψυσιή μου, επειδή εν τα πιο πολύτιμα κομμάθκια του εαυτού μου.”

Δώστε μου λλίη ώρα να ανασάνω, τζιαι είμαι πίσω.

Joshoua