09
Jan 13

Το παρκινγκ

Εξαπόλυσε το πιρούνι μες το πιάτο τζαι επρόταξε διατακτικά την παλάμη του. Απευθυνόμενος στο πλήθος του τραπεζιού, γιαγιάες, θείους, θειες τζαι λοιπούς συγγενείς, εσυνέχισε την κουβέντα του.

«Έρκετε που λες, τζαι λαλεί μου ότι εν έσιει το τίκετ του. Λαλώ του έχασες το; Λαλεί μου ναι κάπου το επέταξε το μωρό.»

«Να δούμε ήντα που είσιεν στο νου του ο Πακιστανός τζαι είπε σου έτσι ρε Πανίκκο.» εσχολίασε ο θείος Σταύρος που εκάθετουν δίπλα του.

Χωρίς να χάσει λεπτό, εσυνέχισε «Μα νομίζεις είμαι μωρό ρε θείε; Εννα μου γελάσει εμένα ο Πακιστανός; Λαλώ του, κουμπάρε, αν έχασες το τίκετ σου το πρόστιμο εν 20 ευρώ. Είδα τον τζαι έτσι νευριασμένα, αν μου έκαμνε σούξου, μούξου είσιεν να τον κουπανίσω ομπρός που την γενέκα του.»

«Γιε μου τούτοι εμάθαν με το μούχτι, ήντα που ενόμισες. Επλέρωσε σε τελικά;»

«Ήντα είσιεν να τον αφήκω να μου γελάσει, θεία; Έδωκε μου τα 20 ευρώ τζαι έφυεν όπως το καττούι που το βουρούν δέκα σιύλλοι.»

Έσπασε με το μασιαίρι του τον κώλο ενός καραόλου τζαι ερούφησε τον λλίο για να μπορεί να τον προτσιάσει. «Οΐ κουμπάρε Κωστή, οι καραόλοι σου εν μέλι σήμερα». Το πρόσωπο του είσιεν την όψη της επιτυχίας, του αρχηγού της αγέλης τζαι ο Κωστής, τιμημένος που το σχόλιο του κουμπάρου του, ανέμιζε την κκελλέ του όπως τον κουρκουτά να έβρει την μπουκκάλα με το ουίσκι να του γύρει τζιάλλο.

«Καλά ρε Πανίκκο, έκαμεν ώρα ο άνθρωπος μες το παρκινγκ; Είδες τον που εμπήκε;» ερώτησε ένας ανιψιός του.

Έσμιξεν τα φρύθκια του ο Πανίκκος τζαι είπε «Είδα τον που εμπήκε, έκαμεν καμιά ώρα αλόπως μέσα.»

«Αφού τον είδες ρε ανίψιην, ήντα τον εχρέωσες πρόστιμο. Τζαι τέσσερα ευρώ που χρεώνεις το παρκινγκ με την ώρα, εν τζαι λλία. Σαν χρεώσεις το πλάσμα όση ώρα έκαμε, γιορτάρες μέρες.»

Τον Πανίκκο εν τον εφορούσαν οι τόποι, ετυλίξαν τον τα νεύρα. Επήρε θέση μάχης τζαι απάντησε «Ρε, μα εν τζαι σπουδάζουν μας ούλλους οι γονιοί μας στες Αγγλίες τζαι διουν μας πουρμπουάρ. Εμείς δουλεύκουμε όπως τα χτηνά, αν ήταν να χαρίζω του νου τζαι του άλλου εν είσιεν να φκαίννω που πάνω. Σωστά κουμπάρε Κωστή;»

«Σωστά, σωστά» απάντησε ο Κωστής, σούζωντας την κκελλέ του καταφατικά τζαι γεμίζοντας το ποτήρι του Αντρέα με ουίσκι.

«Ηντα, λυπάσαι τους, τούτους ρε ανίψιην; Τούτοι πιάνουν τζαι επιδόματα τζαι πέρκει να κραούν παραπάνω που μας.» επιδεικτικά εσήκωσε το ποτήρι του τζαι με μισογεμάτο το στόμα επρόσταξε «Άτε κοπέλλια. Εϊβα τζαι καλό νέο έτος να φτάσουμε.»


06
Jan 13

Τα Ζουμπούλια

Το περίπτερο του Αλουπού, ήταν το κέντρο αναφοράς τζαι σύναξης της εποχής μου. Σχεδόν κάθε απόγευμα, στο περίπτερο, εσυναούμαστε κοπελλούθκια που τες διάφορες γειτονιές της περιοχής. Ροκόλοι κάθε ηλικίας εστοιβαζούμαστε τζιαμέ για να περάσουμε όσο παραπάνω ώρα γίνεται έξω που το σπίτι.

Ανάμεσα στους πολλούς που εμπαίναν τζαι εφκαίνναν στο περίπτερο, ήταν τζαι ένας γνωστός ηθοποιός. Ο άνθρωπος, συχνά πυκνά έρκετουν να γοράσει τσιγάρα, να πιεί κανένα καφέ ή να φέρει το κοπελλούι του να του ψουμνίσει καμιά σιοκολατού. Για εμάς, ήταν ο σελέμπριτι της περιοχής.

Ένα καλοκαίρι λοιπόν, αργά κάποιο απόγευμα, είμαστε συναμένοι έξι-εφτά ροκόλοι. Κουμπημένοι στις πορτοκαλί πλαστικές καρέκλες, με τα πόθκια απλωμένα στο τραπέζι, εμοιραζούμαστε ένα πακέτο Lucky Strike  τζαι ελαλούσαμε πελλάρες.

Με μυστικοπαθή ύφος, ένας φίλος είπε «Ο ανιψιός μου, εσιει ταινία πορνό με τον Αντρόνικο τον ηθοποιό. Ήβρεν την μες τα πράματα του παπά του.»

Οι υπόλοιποι που τζιαμέ, εμείναμε με το στόμα ανοιχτό «Άτε ρε λαφαζάνι που έσιει έτσι πράμα.».

«Να με χαρώ, ρε παιθκιά. Το όνομα του έργου, είναι ‘Τα ζουμπούλια’», είπε, «ο ανιψιός μου εν λαλεί ψέματα».

Αλήθκεια, ψέματα εμείς εν εθέλαμε δεύτερη κουβέντα. Εκάμαμεν το τούτουκκι. Σε χρόνο ρεκόρ για τα  δεδομένα της εποχής, ούλλη η ευρύτερη περιοχή έμαθε ότι ο Αντρόνικος ο ηθοποιός, έπαιξε σε μια ταινία πορνό με το όνομα «Τα ζουμπούλια».

Το πράμα εξέφυγε αρκετά μάλιστα, σε σημείο που όποθθεν έρεσσε ο άνθρωπος, εσυνάουνταν ούλλοι οι μιτσιοί τζαι εφωνάζαν του «Τα ζουμπούλια, τα ζουμπούλια». Θυμούμαι τον να κοντοστέκεται απορημένος, να μας θωρεί τζαι να διερωτάται γιατί του φωνάζουμε.

Για εμάς τα ζουμπούλια, ήταν το ποσκόλιο μας, μια ταινία μυστηρίου δική μας. Εσυζητούσαμε συνέχεια για το πώς θα εμπορούσε να εν η υπόθεση τζαι εψάχναμε να έβρουμε τρόπους πρόσβασης στην ταινία. Κάποιοι, υποστηρίζαν ότι είδαν το έργο αλλά εν είχαν πλέον πρόσβαση, άλλοι ήξεραν κάποιον που το είδε αλλά εν εμπορούσαν να πιάσουν την κασέτα. Τα ζουμπούλια, ήταν ένας θρύλος τζαι εμείς, εξερευνητές που εμαζεύκαμεν πληροφορίες για να επιβεβαιώσουμε αν είναι αλήθκεια. Εν εμάθαμε ποττέ.

Τα χρόνια επεράσαν, τον Αντρόνικο είδα τον προχτές στην τηλεόραση τζαι εθυμηθηκα τα ζουμπούλια. Άνοιξα τον υπολογιστή τζαι έψαξα το. Φυσικά, εν ήβρα έτσι έργο. Αν υπήρχε το ίντερνετ, πριν 20 χρόνια, εν θα μας έπαιρνε τόσο καιρό να καταλάβουμε ότι ο Αντρόνικος δεν υπήρξε ποττέ πορνοστάρ.

Αν υπήρχε όμως το ίντερνετ τότε, μάλλον εν θα εκαθούμαστε στην αυλή του περιπτέρου να γεννούμε τούτες τες ιστορίες να περάσει η ώρα μας. Τζαι σήμερα, εννα είχα πιο λλία να λαλώ.


17
Dec 12

Ο σουτζιούκκος

Ετέλειωσεν το άπλωμα των σεντονιών τζαι έκατσε, σε μια πλαστική καρέκλα. Εποφύσησε με ανακούφιση τζαι έβαλε τον σταυρό της. «Δοξάζω τον πλάστη μου» είπε. «Που με αξιώνει τζαι κάμνω δουλειές ακόμα.»

Η Χαρίκλεια σηκώνεται με το πρώτο φως, τρώει ένα βούκκο ψουμί, λλίο χαλλούμι τζαι αρκέφκει δουλειές. Πότε εννα πλύννει τζαι να απλώσει ρούχα, πότε εννα σαρίσει τες αυλάες, άλλες μέρες εννα ποτίσει τα φκιόρα τζαι κάθε Παρασκευή σκουπίζει τζαι σφουγγαρίζει.

Η κούραση τζαι η ταλαιπωρία εν φανερά στο πρόσωπο της. Η φτώσια, τα μαράζια, τα τριάντα σχεδόν χρόνια που εσφόγγαν σκάλες τζαι πατώματα στα σπίθκια τα ξένα αφήκαν πάνω της μούζη τζαι μια μόνιμη κούραση. Γελά λλίο, σάννα τζαι τα σιείλη της εν εμάθαν τούτη την κίνηση τζαι προσπαθούν αμήχανα, δύσκολα, να το κάμουν άμα χρειαστεί. Μιλά ακόμα πιο λλίο τζαι τρώει ελάχιστα. Ποταμοί οι ρυτίδες στα μάγουλα της, τζαι τα μαλλιά άσπρα σαν το σιόνι.

Πριν να προλάβει να πνάσει λλίο, ενεφάνηκεν ένα άντρας πας την καντζιελλόπορτα.

«Γεια σου γιαγιά.» είπεν της. «Καλώς τον», απάντησε η γιαγιά τζαι εσηκώθηκε να του κοντέψει, για να ακούει καλύτερα.

«Ήντα κάμνεις γιαγιά, είσαι καλά;»

«Καλά γιέ μου, δόξα σόι ο θεός» απάντησε

Ο άντρας εκούμπησε στην καντζιελλόπορτα τζαι ετέντωσε το κορμί του να δει μέσα στο σπίτι. Έσουσεν την κκελλέ του όπως τον κουρκουτά τζαι είπεν της «Μα είσαι μόνη σου γιαγιά δαμέ;»

«Μόνη μου είμαι ναι.» τζαι πριν προλάβει να τελειώσει την κουβέντα, ο άντρας λαλεί της «Έπεψε με ο γαμπρός σου γιαγιά. Επαράγγειλε μου σιουτζιούκκο τζαι έφερα τον. Πρέπει μόνο να με πιερώσεις 30 Ευρώ τζαι εννα σου τον αφήκω εσένα να του τον δώκεις». Έφκαλε μια σακούλα νάιλον με κάτι τυλιμένα μέσα τζαι εκρέμμασεν την πάνω στο καντζέλλι.

«Τώρα να πιάσω τον γαμπρό μου τηλέφωνο.» είπε η γιαγιά «να τον αρωτήσω»

«Μεν τον πιάσεις τζαι είμαστε εξηγημένοι λαλώ σου. Είπεν μου να ρέξω να σου τον αφήκω τζαι να με πιερώσεις» εκούντησεν την πόρτα του καντζιελλιού τζαι έκαμε να δώκει μες την αυλή της.

«Πόμεινε να σου τα φέρω» είπε του τζαι εκούντησε την πόρτα πίσω.

Εμπήκε μέσα στο σπίτι τζαι εφκήκε βιαστική. «Έλα τα ρυάλλια σου τζαι πάνε στο καλό»

Την νύχτα που ήρτεν έσσω ο γαμπρός της που την δουλειά, είπε του τι εσυνέβηκε.

«Εγέλασε σου Χαρίκλεια τούτος. Εν έπεψα κανέναν εγώ να σου φέρει σιουτζιούκκο.»

«Εγέλασε μου, γιε μου. Εκατάλαβα το.» είπεν η Χαρίκλεια την ώρα που εδοκίμαζε ένα κομμάτι που τον σιουτζιούκκο «Που να τον δώ Χατζή να τον δώ. Τούτος ο σιουτζιούκκος εν χαλασμένος!»


12
Dec 12

Τα πρωινά

Το ξυπνητήρι, εχτύπησε πρώτη φορά η ώρα 7:30. Άνοιξε τα μάτια του αγχωμένος τζαι άπλωσε το σίερι του να έβρει το σνούζ  για να το σβήσει. Εγύρισε δίπλα στην γυναίκα του. Ευτυχώς εν την εξύπνησε.

Ενώ τζείνος προτιμά να ξυπνά νωρίς, η Κωνσταντίνα προτιμά να τζοιμάται ως την τελευταία στιγμή. Επίσης, μισεί θανάσιμα τα ξυπνητήρια.

Συχνά λαλεί του:

«Κανονικά τα ξυπνητήρια, έπρεπε να έχουν μόνο όμορφους ήχους, ήρεμους τζαι διεγερτικούς. Γιατί οι εταιρείες που κάμνουν ξυπνητήρια εν με την ιδέα ότι πρέπει να σου σηκώσουν τα νεύρα σου για να ξυπνήσεις;»

«Για τον ίδιο λόγο που τα πρωινά δεν είναι όπως τες διαφημίσεις. Εν σηκώνεσαι λλίο πριν το μεσημέρι με τον ήλιο να πλημυρίζει το δωμάτιο, ούτε φορείς άσπρο πουκάμισο ως τα γόνατα τζαι ο μοναδικός ήχος που ακούεις το πρωί, σίουρα εννεν τα κύμματα που διαλύονται πάνω στους βράχους.»

Ετράβησε το τζίν που ήταν πεταμένο στην καρέκλα που το προηγούμενο απόγευμα. Έπιασε μια καθαρή φανέλλα που το αρμάρι. Ανοίγωντας λλίο τα φυλλαράκια, όσσον για να θωρεί τζαι για να μεν ξυπνήσει την Κωνσταντίνα, επρόσεξε την φιγούρα του στον ολόσωμο καθρέφτη της πόρτας. Εμονολόγησε.

«Να υπήρχε κανένας τρόπος να εξαφανίσω τούτο το σωσίβιο που την μέση μου. Χωρίς γυμναστική τζαι χωρίς να σταματήσω να τρώω.»

Άνοιξε την πόρτα του δωματίου της κόρης του. Όπως κάθε μέρα, τζείνη στην ίδια θέση να στέκεται κρατώντας τα κάντζιελλα του κρεβατιού τζαι να τον περιμένει.

Εσήκωσε την στην αγκαλιά του τζαι τζείνη εκούρρωσε το πρόσωπο της στον ώμο του. Για κάποιες στιγμές κάθε πρωί, ο χρόνος σταματά για τον Γιώργο, μια ζεστή πετσέτα τυλίει το νού του, την καρδιά του, αφήνει στην πάντα την υπόλοιπη ζωή τζαι χάννεται στα σιέρκα της κόρης του.

«Μεν μεγαλώσεις», εσκέφτηκε.

Επήρε το μωρό στο δωμάτιο για να ξυπνήσουν μαζί την Κωνσταντίνα.

Εξάπλωσε πίσω της τζαι έσφιξε το σώμα της πάνω στο δικό του. Κρύβοντας τα μούτρα του στον κόρφο της ανάπνευσε βαθκιά. «Κέικ τζαι λιακάδα», εσκέφτηκε. Εφίλησε της το λαιμό τζαι εχάιδεψε τα μαλλιά της. Τραβώντας την κοντά του, απελευθέρωσε την αναπνοή του να ταξιδέψει πάνω της, τζαι το κορμί του έσβησε τες άμυνες του, τους φόβους του. «Εν ασφαλισμένα δαμε».

«Μείνε», είπεν του μισοτζοιμισμένη. «Πρέπει να πάω δουλειά» απάντησε.

Άνοιξε τα μάτια του. Η κόρη του στην αγκαλιά της μάμας, τζαι οι δύο στην αγκαλιά την δική του.

«Τα πρωινά τα δικά μας, εν καλύττερα που τες διαφημίσεις» είπε. Έδωσε τους ακόμα ένα φιλί τζαι εσηκώθηκε χαμογελώντας.


02
Dec 12

Το στοισείον

Την πρώτη φορά που εβρεθήκαμεν, ήρτεν πάνω που το κρεβάτι μου.
Έππεφτα ανάσκελα, τζιαι ένιωσα κάποιον να αναπνέει που πάνω μου. Όπως άμα σου κοντέφκει κάποιος για να σε φιλήσει τζιαι νιώθεις την κρουστή του αύρα πάνω στα σιείλη σου. Με κλειστά τα μάθκια μου, ένιωσα κάτι σαν στατικό ηλεκτρισμό να περνά που ούλλο μου το κορμί.. Ένιωσα μια παρουσία πάνω μου, που ηλέκτριζε όυλλο μου το σώμα. Κάτι που ανακάτωννε τον χώρο.
Άνοιξα τα μάθκια μου τζιαι είδα την ομπρός μου.
Αιωρήτουν που πάνω μου σαν το σύννεφο. Τα μούτρα της μες τα μούτρα μου. Νευριασμένη, με τα μάθκια της γουρλωμένα τζιαι το στόμα της σφιχτά κλειστό. Σιωπητή, εθώρεν με, σάννα τζιει επερίμενε να κάμει κάτι.
Μόλις εκατάλαβε ότι εξύπνησα, ετύλιξε το κορμί της σε μια μάππα τζιαι επέτασε μακριά μου. Σαν την κουφή που της ανοίξαν το κουτι που την είχαν βαδωμένην, εποτυλήχτικε τζιαι εβρέθηκε στην άλλη μερκά του δωματίου. Εσινιάρισκεν με ώρα όπως φαίνεται τζιαι επερίμενεν με να ξυπνήσω.
Εκαλάνοιξα τα μάθκια μου τζιαι είδα την καθαρά.
Εφόρεν σκούρα, κότσιηνα ρούχα τζιαι είσιεν μακριά, γκρίζα μαλλιά. Το φόρεμα της έππεφτεν λούρες, λούρες κάτω ως τα πόθκια της τζιαι ίσιεν διάφορες αποχρώσεις του λιλά. Μια περίεργη λάμψη εκάλυφκεν την παρουσία της. Εν ήταν ακριβώς λάμψη, παραπάνω ήταν οπως το φωσφόρισμα. Γκρίζα, μουντή, φουρτζισμένη. Με τα μαλλιά της τζιαι τα ρούχα της να ανεμίζουν γυρώ της. Εθώρεν με, με νόημα σάννα τζιαι επερίμενε να της συντύχω.
Ήμουν πολλά φοιτσιασμένος τζιαι ακροβατούσα μεταξύ ονείρου τζιαι πραγματικότητας. Έμπηξα την παουρκά τζιαι ενστικτοδώς έσυρα της ένα μαξιλάρι. Το μαξιλάρι μου φυσικά εκατέληξε στο κενό.
Έπιασε με η λλιοψυσιά, η καρδία μου εδούλεφκεν υπερωρίες τζαι οι πνεύμονες μου ερουφούσαν οξυγόνο με την συχνότητα κομπρεσόρου. Στο δωμάτιο όμως, απόλυτη ησυχία. Έμεινα να θωρώ γυρώ μου τζιαι να την γυρεύκω.
«Τώρα να δείς που εν κανένας άγιος», είπε μου μια γνωστή μου. «Έκαμες κανένα τάμα τζιαι εξίασες; Ξέρω ένα παπά, να πάεις να σε ξεμαθκιάσει.»
Με το στοισειό, εβρεθήκαμε αρκετές φορές που τότε. Πάντα με τες ίδιες έντονες αντιδράσεις.
Πολλές φορές νιώθω την τζιαμέ γυρώ, στες γωνιές του νού μου, να με περιμένει. Τες νυχτες που σηκώνουμε να τσιακκάρω το μωρό, φοούμαι άμπα τζιαι έβρω την ομπρός μου ή ακόμα σιειρόττερα, πάνω που το κρεβατούι της κόρης μου.
Εν ξέρω ποια είναι, ούτε τι θέλει. Ίσως να εν αμαρτίες δικές μου, παλιές τζιαι εγινήκαν πλάσμα τζιαι γυρεύκουνται. Φοούμαι, οι δικές μου οι αμαρτίες, να κακαδοικούν το κοπελλούι μου.