02
Nov 12

Ο τραυματίας

Με κατεύθυνση το κέντρο της Λευκωσίας, στα φώτα της διασταύρωσης του Βαρδάρη με το ΌΧΙ, επρόσεξα ένα άνθρωπο στην άκρη του δρόμου ξαπλωμένο. Έκπληκτος, είδα τα αυτοκίνητα δίπλα μου να απομακρύνονται, βουρώντας να προλάβουν το πράσινο. Άνοιξα το παράθυρο τζαι εφώναξα, «Φίλε είσαι καλά, χρειάζεσαι βοήθεια;».

Ο άνθρωπος εδίκλησε πάνω τζαι είδε με χωρίς να απαντήσει. Έπιασα πάντα τζαι εκατέβηκα.

Ετηλεφώνησα ασθενοφόρο τζαι κοντεύκοντας εκαταλάβα ότι η κατάσταση του ήταν σιειρόττερη από ότι εφαίνετουν που το αυτοκίνητο. Τα μάθκια του ήταν πρησμένα τζαι η κκελλέ του ήταν γεμάτη ξεραμένα αίματα τζαι μαυρίλες.

Τα ρούχα του ήταν σχισμένα τζαι τα σιέρκα του χταρμένα άσιημα. Έμοιαζε να τον έδερε κάποιος τζαι να τον εκολώσυρε στο παγκέττο. Μισά ελληνικά, μισά εγγλέζικα ερώτησα τι εσυνέβηκε.

Χρησιμοποιώντας την ίδια μισοδότζιη γλώσσα επικοινωνίας, απάντησε μου ότι κάποιος του εκτύπησε με το αυτοκίνητο τζαι ότι ηταν τζιαμέ κανένα μισάωρο.

Κάποιοι ξένοι, επεράσαν τζαι εσταματήσαν  να δουν τι έγινε. Ερωτήσαν τον διάφορα, έμοιαζε να τους εμπιστεύκεται παραπάνω που μένα. Που τα λλία που εκατάλαβα, ήταν που την Συρία. Επέμενε στην ίδια ιστορία ότι κάποιο μερσεντές του εκτύπησε τζαι άφησε τον αιμόφυρτο.

Ήμουν λλίο καχύποπτος για το πώς μπορεί να είσιεν συμβεί το περιστατικό. Εν είμαι γιατρός, ούτε ντετέκτιβ, αλλά οι φατσιές που είσιεν εμοιάζαν μου παραπάνω να επροκληθήκαν που ξύλο παρά που ατύχημα. Εν υπήρχε λόγος να τον αμφισβητήσω. Εξάλλου το πώς εσυνέβηκε ήταν άσχετο.

Σημασία είσιεν ότι ένας άνθρωπος κτυπημένος, αιματωμένος, ήταν μέσα σε ένα αυλάτζι για ώρα τζαι κανένας δεν εσταμάτησε να τον βοηθήσει. Λλιο μετά το τηλεφώνημα μου εφτάσαν αστυνομικοί με μοτόρες. Επροσπαθήσαν να του μιλήσουν αλλά αντιμετώπισε τους το ίδιο αδιάφορα όπως εμένα.

Αθόρυβα, εδιαλύθηκε σιγα, σιγα τζαι το πλήθος που είσιεν συναχτεί γυρώ μας. Η άμπουλα έφτασε λλίο αργότερα.

Εκατέβηκε που μέσα μια νοσοκόμα. Εν μας ερώτησε τίποτε, εβούρησε, έπιασε του την κκελλέ του τζαι άρκεψε να τον εξετάζει. Τζείνος, μόλις του εκόντεψε η νοσοκόμα, εξέσπασε. Ελυτρώθηκε μόνο με την παρουσία της.

Μια γλυτζιά, κοκκινομάλλα, νοσοκόμα, εχάδευκε του τα μαλλιά  τζαι επροσπάθαν να τον καθησυχάσει. «Μην κλαίς καλέ μου, όλα θα παν καλά» ελάλεν του τζαι τζείνος ούλλο πιο έντονα εμουγκάριζε όπως το μωρό. Τα άσπρα της τα σιερούθκια ήταν όπως τους κρίνους πας το μαυρισμένο του το πρόσωπο.

Εμπήκα στο αυτοκίνητο τζαι έφυα. Ούλλη μέρα εσκέφτουμουν πόσο ανεπαίσθητα συνυπάρχει στην εποχή μας η αδιαφορία τζαι η σκληράδα, με την τρυφερότητα τζαι την συμπόνια. Ευτυχώς υπάρχει μια δόση λογικής τζαι καλοσύνης να αντισταθμίζει τούτη ούλλη την παράνοια που ζούμε.


30
Oct 12

Ρατσισμός

Τις προάλλες έδωκα πάνω σε ένα βίντεο του Αρχιεπισκόπου, σε μια συνέντευξη που έδωσε στο ΡΙΚ. Σε ελεύθερη μετάφραση, ο δημοσιογράφος ερώτησεν τον «Θα ψηφίζατε ποτέ αριστερό υποψήφιο;». Με βροντερή, γεμάτη σιουρκά τζαι αυτοπεποίθηση φωνή, ο προκαθήμενος της Εκκλησίας της Κύπρου απάντησε «Μέχρι και μαύρο θα εψήφιζα αν με αντιπροσώπευε»

Δώσε χρόνο του εγκεφάλου σου να επεξεργαστεί τούτη τη κουβέντα. Μια που τες πιο γνωστές προσωπικότητες της Κύπρου, ο άνθρωπος που διαχειρίζεται την περιουσία ενός που τους πιο πλούσιους οργανισμούς του νησιού, ο υπεύθυνος του ιδρύματος που επηρεάζει τζαι κατευθύνει τη συλλογική συνείδηση μιας τεράστιας μάζας λαού εφκήκε στην κρατική τηλεόραση τζαι έκαμε ένα εντελώς ρατσιστικό τζαι κοινωνικά λάθος σχόλιο.

Δεν ετάραξε φύλλο. Δεν ασχολήθηκε κανένας. Ακόμα τζαι ο δημοσιογράφος, εχαμογέλασε ευγενικά τζαι συνέχισε με τις ερωτήσεις του. Ούτε πως ο Αρχιεπίσκοπος εμίλησε υποτιμητικά για μια ομάδα ανθρώπων με διαφορετικά χαρακτηριστικά που τον κυρίαρχο πληθυσμό της Κύπρου.

Τούτη η ανοχή που έχουμε σαν λαός αλλά τζαι τούτη η κοινωνική λογική του ότι μπορείς να χρησιμοποιήσεις την λέξη «μαύρος» σε μια πρόταση, για να παρουσιάσεις μια σύγκριση με υποτιμητικό χαρακτηρισμό δεν ενοχλεί κανένα τελικά. Πάρε για παράδειγμα την κοινωνική ρήση «Είμαι τίποτε μαύρος;» που χρησιμοποιούμε συχνά για να δείξουμε ότι μια κατάσταση αξίζει μόνο σε κατηγορία ανθρώπων που είναι υποδεέστερη που εμάς.

Ο ρατσισμός εν μες την κοινωνία, κληρονομάς τον που προηγούμενες γενιές τζαι εν τέλει καταλήγεις να τον ανέχεσαι. Ίσως παλιά να έμοιαζε ακίνδυνος, αδιάφορος. Σήμερα όμως εν επικίνδυνος τζαι καταστροφικός.

Το παράλογο εν ότι εμείς σαν κοινωνία ανεχούμαστε το τζαι πολλές φορές επικροτούμεν το. Σάννα τζαι εν είμαστε ποττέ μας πρόσφυγες τζαι μετανάστες. Παραδόξως, την ίδια στιγμή διαμαρτυρόμαστε για τα ρατσιστικά σχέδια λύσης του Κυπριακού τζαι την ρατσιστική αλλαγή στους όρους εισδοχής των πανεπιστημίων στην Ελλάδα.

Ενώ η λέξη ρατσισμός εν μες το λεξιλόγιο μας τζαι μες την ζωή μας τζαι χρησιμοποιούμε την με την κάθε ευκαιρία, ποττέ δεν εμάθαμε την πραγματική της σημασία. Ρατσισμός στην Κύπρο, εν μόνο άμα κάποιος αδικεί τους Κυπραίους, ποττέ άμα οι Κυπραίοι αδικούν κάποιον άλλο.

Τούτες οι αντιλήψεις που μας σφηνώνουν μες το μυαλό μας που τον τζαιρό που μαθαίνουμε να σκεφτούμαστε, φκαίννουν έξω σήμερα, τζαι βρίσκουν σαν αιτίες των προβλημάτων μας, τους αλλοδαπούς. Έτσι, κατά συνέπεια, δημιουργούνται παρατάξεις που στην ουσία σκοπό έχουν να δέρνουν μετανάστες τζαι πρόσφυγες. Έτσι, ο απλός κόσμος φωνάζει τζαι ξιτιμάζει τους ξένους, αντί τους πραγματικούς υπεύθυνους για την κατάντια του τόπου.

Έτσι τζαι τζείνοι που έχουν ευθύνες, έχουν το θράσος να φκαίννουν στα κανάλια τζαι να λαλούν ότι λαλούν, για τους «μαύρους».


25
Oct 12

Ο κήπος

Σαν κηπουρός, εν είμαι τζιαι πολλά συνεπής. Ούτε τζιαι πολλά καλός, αλλά εν που τες αγαπημένες μου ασχολίες. Γεμώννει με ένα αίσθημα δημιουργίας, μια ικανοποίηση άμα θωρώ τα δεντρά τζιαι τα λουλούδια να ανθίζουν τζιαι να πλημυρίζουν την αυλή μου.

Νομίζω ότι εν κάτι που πηγάζει που την παιδική μου ηλικία. Εμεγάλωσα σε μια αυλή διαρρυθμισμένη ανάλογα της εποχής τζιαι με βάση τες καλλωπιστικές ιδέες της γιαγιάς μου τζιαι της μάνας μου. Γεμάτη δεντρά τζιαι φκιόρα σφηνωμένα μέσα σε κκεσέδες του γιαουρτιού, σε τενεκκέδες του λαθκιού, σε γλάστρες, σε λασάνια, ακόμα τζιαι σε κομμένες μπουκάλες του νερού.

Η αυλή στο πατρικό μου το σπίτι, ήταν γεμάτη λογιών πολλών βλάστηση. Καττούθκια, σκυλλάκια, βασιλιτζιές, κόλιαντρο, θκιόσμη, τσαρτελλούθκια, γαρύφαλλα τζιαι τριανταφυλλιές. Είχαμε ένα περίεργο κακτοειδές, που άμα το χάρασσα εφκαλλεν ένα άσπρο υγρό που εκολλίτσιαζε. Ένα κυπαρίσσι έξω στο παγκέττο τζιαι ένα γιασεμί που εσκαρφάλλωνε πάνω σε ένα περίεργο, μεταλλικό κατασκεύασμα που έμοιαζε με σκελετό σιντριβανιού.

Ο κήπος στο πατρικό μου το σπίτι, ήταν ένα χάος  χλωρίδας. Ένας πράσινος πανικός.

Τούτη η ανοργανωσιά, η αταξία εδημιουργούσε μια πολλά συναρπαστική καθημερινότητα για μένα. Κάθε μέρα στον κήπο ήταν μια διαφορετική περιπέτεια.

Στον κήπο μου σαν ενήλικας, απέφυγα να δημιουργήσω τούτο το χάος. Ίσως επειδή άμα είσαι μωρό το χάος προκαλεί σου ενδιαφέρον, ενώ όσο μεγαλώνεις προκαλεί σου φόβο, ανησυχία. Υπάρχει ένα λασάνι με λαχανικά, στην μέση το γρασίδι τζιαι γυρώ, γυρώ παραταγμένα μερικά δέντρα τζιαι λουλούδια.

Τζείνο το ζεστό, καλοκαιρινό, απόγευμα, εκάθεσουν με τη μάμμα σε ένα σκαλάκι κοντά στο γρασίδι. Άνοιξα τα ποτιστήρκα για να ποτίσω τζιαι εβούρησα να έρτω κοντά σας για να μεν βρεχτώ.

Αντίθετα με εσένα, που χωρίς δεύτερη σκέψη, εσηκώθηκες τζιαι άρκεψες να βουράς πάνω, κάτω μες το γρασίδι, κάτω που τες καμάρες που εσχημάτιζε το νερό. Εγέλας, ανέμιζες σιέρκα τζιαι πόθκια, εφώναζες του νερού τζιαι άπλωννες να συνάξεις τες σταγόνες. Εσουππώσαν τα μαλλιά σου χώννοντας το πρόσωπο σου τζιαι έπλεες σε πελάγη ευτυχίας.

Έκαμα να σε πιάσω, αλλά η μάμμα σου είπε μου «Άφηστην».

Έκατσα πίσω, να σε θωρώ να παλιώνεις με το ποτιστήρι τζιαι να κατευθύνεις το νερό σε ανεξέλεγκτες πορείες. Να νευριάζεις που το νερό πιτά με δύναμη στα μούτρα σου αλλά με πείσμα να επιστρέφεις τζιαι να προσπαθείς να το ελέγξεις.

Ενάμιση χρονό πλασματούι έδειχνες μου, ίνταλως ανύποπτα μέσα που τα χρόνια, η περιπέτεια χάννεται τζιαι την θέση της πιάνει η ρουτίνα. Έφκαλα σου την φανέλα για να μεν κρυολογήσεις, τζιαι άφηκα σε τιτσιρού, ανέμελη να απολαύσεις τον υδάτινο πανικό του κήπου.


08
Oct 12

Αγάπη

Τα μεσημέρια του Σαββάτου, η Έλενα παίρνει τα μωρά να φαν χάμπουρκερ. Έτσι εν η συμφωνία που έκαμαν. Ούλλη την εβδομάδα εν φρόνιμοι, θκιαβάζουν,  τζιαι τρων τα φασόλια ή τα λουφκιά τους. Έτσι τζιαι η Έλενα εν συνεπής τζιαι δικάιη, το Σάββατο, παν στο φαστφουντάδικο, παραγγέλλουν ότι θέλουν τζιαι παίζουν στον παιδότοπο.

Μόλις επάρκαρε το αυτοκίνητο, οι μιτσιοί, ο Πάρης τζιαι ο Αντώνης, εσιονοστήκαν έξω, όπως το νερό έξω που το φράγμα. Με την ίδια ορμή τζιαι με την ίδια αίσθηση ελευθερίας. Ασυγκράτητοι εβουρήσαν προς το ταμείο να παραγγείλουν το φαί τους. Η Έλενα εποφύσισε, εκούμπησε στιγμιαία πίσω στο κάθισμα τζιαι με μια αποφασιστική κίνηση άνοιξε την πόρτα.

Χαμογελαστή, επερπατούσε πίσω τους, φωνάζοντας τους να προσέχουν. Εφάαν, τζιαι μετά το φαί, οι μιτσιοί επήαν να παίξουν στον παιδότοπο. Η Έλενα εφκήκεν έξω, εστάθηκε δίπλα που το πάρκινγκ τζιαι  άναψε τσιγάρο. «Πολλή ζέστη», εσκέφτηκε τζιαι εσκούπησε τον ιδρώτα που τα βλέφαρα της.

Το βλέμμα της, έππεσε μέσα στο εστιατόριο, σε μια απόμερη γωνιά απομακρισμένη που τα άλλα τραπεζάκια. Θκυο μιτσιοί, εκάθουνταν τζιαμέ. Εντζίζαν ο ένας του άλλου τζιαι επειράζουνταν. Ξαφνικά ο ένας επέρασε το σιέρι του γυρώ που τους ώμους του άλλου. Ό άλλος ακούμπησε το κεφάλι του στο στήθος του φίλου του τζιαι ο πρώτος εφίλησε του γλυκά τζιαι απαλά τα μαλλιά.

Εμείναν έτσι για κάποιες στιγμές, ακίνητοι, ανέμελοι, σάννα τζιαι ήταν οι τελευταίοι άνθρωποι πάνω στην γη. Πίσω τους η Έλενα, με την καύτρα του τσιγάρου να πλησιάζει επικίνδυνα τα δάκτυλα της. Σαστισμένη, αποσβολωμένη σάννα τζιαι επαρακολουθούσε το πιο συγκλονιστικό έργο του κόσμου.

Στο νού της ήρτεν μια νύχτα που εκάθετουν με τον Μιχάλη σε ένα παγκάκι, στον λόφο του Πλατύ. Επέρασεν το σιέρι του μέσα που τα μαλλιά της τζιαι ετράβησεν την πάνω του. Έκλεισε τα μάθκια της για μια στιγμή τζιαι η άυρα του καλοτζιαιρκού εθύμησε της την ζεστή του ανάσα στον λαιμό της. «Αγαπώ σε», άκουσεν την φωνή του, σαν πριν 10 χρόνια να της λαλεί. Το κορμί της ούλλο να γίνεται ένα κομμάτι σίερον ηλεκτρισμένο, τζιαι τα σιείλη της να γυρεύκουν τα δικά του, σάννα τζιαι εν το τελευταίο πράμα που ήταν να γευτούν.

Ένιωσεν ένα σιέρι να της τραβά την μπλούζα της. Εξιππάστηκε, άνοιξε τα μάθκια της τζιαι είδεν τον Πάρη, τον γιό της τον μιτσή να την θωρεί. Με ύφος μυστικού τζιαι με φωνή απορημένη είπε της «Μάμμα, τζείνοι οι θκυό οι άντρες τζιαμέ γιατί φιλιούνται;». Άπλωσε το σιέρι της, εχαμογέλασε τζιαι εχάδεψε του τα μαλλιά, λαλώντας «Επειδή αγαπιούνται μάθκια μου».


03
Feb 12

Η Λάρα

Ξέρω ότι τούτη η ιστορία μπορεί να μεν έσιει νόημα για κανένα άλλο εκτός που μένα τζιαι την γενέκα μου. Κάποιες ιστορίες εν χρειάζεται να καταλήγουν κάπου, ούτε να έχουν δίδαγμα ή μια σοφή πρόταση στο τέλος. Κάποιες ιστορίες απλά υπάρχουν. Κάποια πράματα απλά συμβαίνουν. Τζιαι το νόημα εν ανάμεσα που τες γραμμές. Όπως στην ζωή μας.

Η γενέκα μου, έφυε για την Αμερική λλίους μήνες μετά που την εγνώρισα. Ήταν μια πολλά δύσκολη περίοδος για την σχέση μας τζιαι ο αποχωρισμός, ήταν η πιο σκληρή εμπειρία της ζωής μου. Την πρώτη φορά που την άφηκα πίσω μου στο αεροδρόμιο, ένιωθα ότι εξεκολλούσαν κομμάθκια που πάνω μου, καθώς εκατέβαινα τον διάδρομο για να πάω στην πύλη αναχώρησης. Η έλλειψη κάποιου που αγαπάς, εν αδίσταχτο συναίσθημα.

Βοηθά σε όμως, αμα τον έσιεις να τον εκτιμάς, να θωρείς στο παρελθόν τζιαι να καταλαβαίνεις πόσο σημαντικό ένει , απλά να τον έσιεις δίπλα σου.

Το καλοκαίρι πριν να φύει για την Αμερική, επύαμε μαζί διακοπές στην Πόλη της Χρυσοχούς, στο κάμπινγκ. Εμένα πάντα άρεσκε μου το κάμπινγκ έτσι έμαθε το τζιαι η γενέκα μου. Ήμαστε με άλλους φίλους, τζιαι ένα πρωί αποφασίσαμε να πάμε περίπατο στον Ακάμα.

Εφωρτοθήκαμε στο αυτοκίνητο του Σάββα τζιαι εξεκινήσαμε. Η αλήθκεια εν ότι εμένα εν με ενθουσίασε ποττέ ο Ακάμας. Εντάξει, μπορεί να πετύχεις ωραίες παραλίες, αλλά ως επι το πλείστον, ειδικά το καλοκαίρι, εν μια ασυστάριστη, ολοχώματη πλάτσα με θέα προς την θάλασσα. Έχουμε 1-2 σημεία που πάμε τζιαι κολυμπούμε, αλλά τες παραπάνω φορές απλά διασχίζουμεν τον με το αυτοκίνητο, νομίζω απλά για να τον διασχίσουμε.

Η Στέλλα εν ήταν καλά, ούλλη μέρα. Ήταν μαραζωμένη, εν εμίλαν τζιαι εκάπνιζε σκεφτική. Γενικά ακόμα τζιαι σήμερα, η Στέλλα έννεν τζιαι ο πιο ομιλητικός άνθρωπος. Άμα έσιει κάτι όμως, εν αδύνατο να της φκάλεις κουβέντα.

Είσιεν κάτι, τζιαι ήταν τα μάθκια της συνέχεια σκοτεινά. Τζιαι εγώ εθωρούσα την τζιαι εγίνουμουν κομμάθκια. Άμα αγαπάς κάποιον τζιαι θωρείς τον λυπημένο, εν σάννα τζιαι θωρείς το μεγαλύτερο κακό, την μεγαλύτερη απανθρωπιά, να γίνεται μπροστά σου. Ήξερα γιατί ήταν έτσι. Σε 1 μήνα είσιεν να φύει για την Αμερική, 23 ώρες ταξίδι  το λλιότερο, τζιαι στην Κύπρο ίσιεν να είμαι εγώ.

Τα μωρά, μέχρι κάποια ηλικία, εν αντιλαμβάνουνται ότι έστω τζιαι αν δεν θωρείς κάτι, συνεχίζει να εν τζιαμέ. Γιαυτό τζιαι άμα φύεις που το δωμάτιο, κλαίν, επειδή νομίζουν ότι σταματάς να υπάρχεις. Έτσι εν τζιαι ο έρωτας στους μεγάλους. Αμα έν έσιεις τον άλλο δίπλα σου, νιώθεις ότι εν τον έσιεις καθόλου.

Εσταματήσαμε στην παραλία της Λάρας. Εβουττήσαμε λλίο τζιαι εκάτσαμε στην άκρια του κύμματος. Εφάκκαν μας τα πόθκια μας, κρυά η θάλασσα, τζιαι εδίαν μας που πάνω ο ήλιος του Αυγούστου. Εσιηψα που πάνω της τζιαι εφίλησα την. Όπως τες σκηνές σε κάτι ρομαντικές ταινίες του 70, μόνο που εν τη εθωρούσα στην οθόνη. Εζούσα την.

Εσηκώθηκε τζιαι έφυε. Είδα την που επαρπάτησε καμπόσο τζιαι έφτασε στην άλλη μερκά της παραλίας, κοντά σε κάτι βράχους. Για καμπόση ώρα έβλεπα την που επερηφέρετουν άσκοπα τζιαι ασυντόνηστα στην περιοχή τζιαμέ.

Έπρεπε να εν πιο απλό. Εν έπρεπε να εν τόσο πολύπλοκο, ούτε τόσο αγχωτικό. Εθώρουν την, σαν το θερκό να ποτυλίεται ποτζεί ποδά, πότε ήρεμα τζιαι πότε νευριασμένα τζιαι σπασμωδικά.

Εσυκώθηκα τζιαι εμάζεψα μέσα στην φανέλλα μου καμπόσες πέτρες που την θάλασσα. Διάφορα χρώματα τζιαι σχέδια.

Έκατσα, τζιαι προσεχτικά εζωγράφισα το όνομα της πάνω στην άμμο. Εδιακόσμησα το με τες πέτρες τζιαι έκαμα της τζιαι που πάνω μια καρδία. Εν μου έφαεν ώρα, ούτε ήταν δύσκολο. Ήταν κάτι που έκαμα επειδή ήθελα να την κάμω να νιώσει καλύτερα.

Εφώναξα της τζιαι ήρτεν δίπλα μου τζιαι είδεν το. Εν ξέρω τι ηλεκτρόδια ενωθήκαν μες τον εγκέφαλο της τζιαι τι κομμάθκια του πάζλ, αλλά αγκάλιασε με, εχαμογέλασε μου τζιαι είπε μου ότι αγαπά με.

Εν μια σκηνή, που εν όπως τον  πίνακα μες τον νού μου. Εγώ, η Στέλλα γονατιστοί στην άμμο. Που την μια μερκά η θάλασσα, μπλέ να σιωνόννεται τζιαι να σπάζει το τραούδι των ζίζηρων του Ακάμα. Που την άλλη η άγρια, χωματσιασμένη βλάστηση που εν ξέρεις τι κρύφκει μέσα της. Κάτω που τον λάλλαρο της Κύπρου, στην άμμο, εμείς, το όνομα της τζιαι μια καρδία.