02
Dec 12

Το στοισείον

Την πρώτη φορά που εβρεθήκαμεν, ήρτεν πάνω που το κρεβάτι μου.
Έππεφτα ανάσκελα, τζιαι ένιωσα κάποιον να αναπνέει που πάνω μου. Όπως άμα σου κοντέφκει κάποιος για να σε φιλήσει τζιαι νιώθεις την κρουστή του αύρα πάνω στα σιείλη σου. Με κλειστά τα μάθκια μου, ένιωσα κάτι σαν στατικό ηλεκτρισμό να περνά που ούλλο μου το κορμί.. Ένιωσα μια παρουσία πάνω μου, που ηλέκτριζε όυλλο μου το σώμα. Κάτι που ανακάτωννε τον χώρο.
Άνοιξα τα μάθκια μου τζιαι είδα την ομπρός μου.
Αιωρήτουν που πάνω μου σαν το σύννεφο. Τα μούτρα της μες τα μούτρα μου. Νευριασμένη, με τα μάθκια της γουρλωμένα τζιαι το στόμα της σφιχτά κλειστό. Σιωπητή, εθώρεν με, σάννα τζιει επερίμενε να κάμει κάτι.
Μόλις εκατάλαβε ότι εξύπνησα, ετύλιξε το κορμί της σε μια μάππα τζιαι επέτασε μακριά μου. Σαν την κουφή που της ανοίξαν το κουτι που την είχαν βαδωμένην, εποτυλήχτικε τζιαι εβρέθηκε στην άλλη μερκά του δωματίου. Εσινιάρισκεν με ώρα όπως φαίνεται τζιαι επερίμενεν με να ξυπνήσω.
Εκαλάνοιξα τα μάθκια μου τζιαι είδα την καθαρά.
Εφόρεν σκούρα, κότσιηνα ρούχα τζιαι είσιεν μακριά, γκρίζα μαλλιά. Το φόρεμα της έππεφτεν λούρες, λούρες κάτω ως τα πόθκια της τζιαι ίσιεν διάφορες αποχρώσεις του λιλά. Μια περίεργη λάμψη εκάλυφκεν την παρουσία της. Εν ήταν ακριβώς λάμψη, παραπάνω ήταν οπως το φωσφόρισμα. Γκρίζα, μουντή, φουρτζισμένη. Με τα μαλλιά της τζιαι τα ρούχα της να ανεμίζουν γυρώ της. Εθώρεν με, με νόημα σάννα τζιαι επερίμενε να της συντύχω.
Ήμουν πολλά φοιτσιασμένος τζιαι ακροβατούσα μεταξύ ονείρου τζιαι πραγματικότητας. Έμπηξα την παουρκά τζιαι ενστικτοδώς έσυρα της ένα μαξιλάρι. Το μαξιλάρι μου φυσικά εκατέληξε στο κενό.
Έπιασε με η λλιοψυσιά, η καρδία μου εδούλεφκεν υπερωρίες τζαι οι πνεύμονες μου ερουφούσαν οξυγόνο με την συχνότητα κομπρεσόρου. Στο δωμάτιο όμως, απόλυτη ησυχία. Έμεινα να θωρώ γυρώ μου τζιαι να την γυρεύκω.
«Τώρα να δείς που εν κανένας άγιος», είπε μου μια γνωστή μου. «Έκαμες κανένα τάμα τζιαι εξίασες; Ξέρω ένα παπά, να πάεις να σε ξεμαθκιάσει.»
Με το στοισειό, εβρεθήκαμε αρκετές φορές που τότε. Πάντα με τες ίδιες έντονες αντιδράσεις.
Πολλές φορές νιώθω την τζιαμέ γυρώ, στες γωνιές του νού μου, να με περιμένει. Τες νυχτες που σηκώνουμε να τσιακκάρω το μωρό, φοούμαι άμπα τζιαι έβρω την ομπρός μου ή ακόμα σιειρόττερα, πάνω που το κρεβατούι της κόρης μου.
Εν ξέρω ποια είναι, ούτε τι θέλει. Ίσως να εν αμαρτίες δικές μου, παλιές τζιαι εγινήκαν πλάσμα τζιαι γυρεύκουνται. Φοούμαι, οι δικές μου οι αμαρτίες, να κακαδοικούν το κοπελλούι μου.


26
Nov 12

Οι μουσικοί του δρόμου

Τζείνο το πρωί, ο τζαιρός έμοιαζε με τα μάθκια ενός μωρού έτοιμου να κλάψει. Γεμάτος με μια γκρίζα λύπη, που σε αναστατώνει επειδή ξέρεις ότι που λεπτό σε λεπτό εννα ξεσπάσει τζαι εν θα ξέρεις πώς εννα αντιδράσεις.

Εμπήκα σε ένα βαγόνι, έβαλα τα ακουστικά στα αυτιά μου τζαι έκατσα να παρακολουθώ τους Εγγλέζους που έμπαιναν τζαι εφκένναν όπως τους λιμπούρους στην φωλιά τους. Εκατέβηκα στο South Kensington, κοντά στο μουσείο Φυσικής Ιστορίας.

Ακολούθησα το τούνελ προς το μουσείο τζαι λλίο πριν το τέλος του, μια μπάντα έπαιζε μουσική. Ένας τύπος με κοντραμπάσο, ένας με μια κιθάρα, ένας με τρομπέτα τζαι μια κορού με περίεργα μαλλιά να τραουδά τζαι να παίζει ντέφι.

Έπαιζαν μια πολλά μαγευτική μουσική. Κάτι χαρούμενες νότες που μόλις τες άκουες ήταν όπως τες ενέσεις γέλιου που επετούσαν που τες χορδές τους τζαι εκαρφώνουνταν πάνω σου. Κάθε φορά που επέρναν το δάκτυλο του μπασίστα που την χορδή, εσηκώνετουν η τρίχα μου τζαι εζεσταίνετουν το πρόσωπο μου που την ευχαρίστηση.

Η μουσική που έπαιζαν ήταν στα χνάρια με την εισαγωγή του μάππετ σόου. Μια πιο τσιγγάνικο-εναλλακτική έκδοση, αλλά πάλε, έπαιζαν με την ίδια χαρά σάννα τζαι ήταν κούκλες τους θεάτρου.

Έκατσα απέναντι τους τζαι άκουσα τους για κανένα τέταρτο. Επέταξα θκυο λίρες στην ανοιχτή θήκη της κιθάρας τους τζαι εξεκίνησα τον περίπατο μου. Ένιωθα σάννα τζαι επέρασε ένα πολύχρωμο κύμα που πάνω μου. Ο μαραζωμένος ουρανός εν με έκοφτεν πλέον. Απολάμβανα την περιπέτεια του να είσαι άγνωστος σε μια ξένη χώρα, με ένα αυθόρμητο χαμόγελο στο στόμα.

Η μουσική, εν φάρμακο, εν αόρατη λύτρωση. Εν ολόκληρα βιβλία, εικόνες, ιστορίες μεταμορφωμένες σε αρπίσματα τζαι συγχορδίες. Μπορεί να σε ανεβάσει στον ουρανό που χαρά τζαι μπορεί να σε τζυλήσει στο χώμα που λύπη. Εν το τι νιώθεις, τι σκέφτεσαι, μέσα που μια γλώσσα κοινή σε ούλλο τον κόσμο. Τον ήχο.

Οι μουσικοί του δρόμου, εν το σάουντρακ της ζωής μας, της καθημερινότητας μας. Εν η νότα που χρειάζεται η μονότονη, λυπημένη μας μέρα, εν η έξοδος που την ρουτίνα τζαι η γλύκα μέσα στους ήχους της πόλης.

Έννεν τζιαμέ για τα λεφτά σου. Εν τζιαμέ, πρώτα επειδή γουστάρουν τζαι μετά για να γουστάρεις εσύ. Μετρά το χαμόγελο σου, η καλή σου η κουβέντα τζαι τελευταίο το σελίνι που εννα σύρεις μες το καππέλο για να τους πεις «Ευχαριστώ».

Έννεν τζείνοι που ζητιανεύκουν που εμάς. Εν εμείς που ζητιανεύκουμε που τζείνους, λλία λεπτά απόδρασης που τες έγνοιες τζαι που την μονότονη ζωούλα μας.


22
Nov 12

Αμστερντάμ

Επερπατούσα στα σοκάκια κοντά στην Leidseplein. Εσταμάτησα μπροστά που ένα κατάστημα με σουβενίρ τζαι εχάζευκα τον κόσμο που επερνούσε. Όπως τον παππού μου που άπλωννεν την αναπαυτική του στο παγκέττο του δρόμου τζαι εξάπλωνε να κόψει κίνηση. Νιώθω, ότι αιωρούμαι έξω που το κύκλωμα τζείνη την ώρα τζαι ότι ο κόσμος εν έργο που αλλάσει χρώματα τζαι σκηνές, τζαι εγώ θεατής.

Λλίο πριν να σουρουππώσει, έπιασα το ποδηλατούι μου τζαι εξεκίνησα να πάω πίσω.

Πάρκα τεράστια τζαι μουσεία, κόσμο να κάθεται τζαι να ποσκολιέται, να παίζει μάππα, να καπνίζει, να τρώει ή απλά σκοτώνει την ώρα του. Δέντρα, τζαι γρασίδια, κτήρια παλιά που τα διατηρούν αλλά τζαι αγάλματα, εκθέσεις, πλατείες με ονόματα ζωγράφων τζαι μουσικών.

Ενώ υπάρχουν αυτοκίνητα, ο κόσμος περπατά ή κυκλοφορεί με ποδήλατα. Υπάρχει σεβασμός για τους πεζούς τζαι τα ποδήλατα, ενώ υπάρχουν πεζοδρόμια, ράμπες για ανάπηρους τζαι βοηθητικά σήματα παντού. Άμα έσιεις σίηλλο δικαιούσαι να τον πάρεις όπου θέλεις, σάννα τζαι εν κοπελλούι σου.

Εσταμάτησα στην Museumplein τζαι έκατσα χαμέ στο γρασίδι. Έγειρα πίσω τζαι άφηκα τα χόρτα να μου τρυπήσουν το κορμί μου. Είδα τον ουρανό που εδειλίνωννεν τζαι ένιωσα ότι είμαι όπως την πέτρα που έππεσε μέσα σε ένα ωκεανό. Κόσμος έφευκε, κόσμος έρκετουν, εγώ  ακίνητος.

Εθυμήθηκα που επερπατούσα στο ίδιο πάρκο μια νύχτα πριν χρόνια, με φίλους.

Τούτη η πόλη αφήννει μου ένα περίεργο συναίσθημα. Νιώθω παράξενα, ήρεμος τζαι συγκεντρωμένος. Νιώθω ότι εν βουρώ να φύω που κάτι, νιώθω ότι είμαι δαμέ. Νιώθω ελεύθερος. Ελεύθερος να γυρίσω τζαι να ανακαλύψω ότι υπάρχουν καινούργια πράματα, να κάτσω χαμέ να γράψω, ελεύθερος να ζήσω την πόλη. Νιώθω ότι η πόλη, αγκαλιάζει με. Στην Κύπρο πνίουμαι.

Νιώθω ένα εκνευρισμό, συνέχεια. Μια πίεση, ένα νεύρο, ένα βάρος να κάθεται πας τα ζινίσια μου. Νιώθω ότι εν ζω. Νιώθω ότι βουρώ το πρωί να πάω να δουλειά τζαι ότι το δείλης βουρώ να πάω έσσω. Βιάζουμαι τζιόλας, μπαίνω μες το αυτοκίνητο τζαι παίζω πουρούες, ξιτιμάζω, φωνάζω τζαι προσπαθώ να αποφύγω το έξω, όσο παραπάνω μπορώ. Παίρνω παραπάνω ώρες σε μια καρέκλα αυτοκινήτου ή γραφείου, παρά οπουδήποτε αλλού. Τζιαι προτιμώ το παρά να είμαι έξω στον κόσμο.

Στην Κύπρο, εν θέλω να είμαι έξω που το σπίτι. Στο Άμστερνταμ, εν θέλω να είμαι μέσα στο σπίτι


22
Nov 12

Η τεχνολογία

Η Μαρία, φκαλεν ένα κότσο, που τους πολλούς τζαι χρωματιστούς που είσιεν πάνω στον καρπό της, τζαι έπιασε την χαίτη της πίσω. Με αυτοπεποίθηση, είπε «Φταίει τούτη ούλλη η τεχνολογία που εχάλασεν ο κόσμος. Παλιά που εν είσιεν τόση τεχνολογία, ήταν καλύτερα τα πραματα»

Εχαμογέλασε, ειρωνικά τζαι σαρώνοντας το δωμάτιο, εκατέληξε στο πρόσωπο μου. «Τούτα τα facebook τζαι τα playstation, εκάμαν τους μιτσιούς μαννούς. Τα κοπελλούθκια εν παίζουν μες τα χωράφκια πλέον τζαι οι μεγάλοι αναλώνουνται στο να φουμίζουν τους εαυτούς τους μέσα στο ίττερνετ. Έννεν η τεχνολογία που φταίει για τούτα ούλλα;»

Χωρίς να χάσω χρόνο, απάντησα.

«Εν συμφωνώ με όσα λαλείς. Νομίζω τζαι εσύ όπως πολλοί ανθρώποι, αντιλαμβάνεσαι λάθος την τεχνολογία»

«Η τεχνολογία στέλλει αυτοκίνητα σε ένα πλανήτη δισεκατομμύρια χιλιόμετρα μακριά μας ενώ την ίδια ώρα επιτρέπει μας να ειδοποιήσουμε με μήνυμα την οικογένεια μας, ότι εφτάσαμε στον προορισμό μας τζαι είμαστε καλά. Διά μας την ευκαιρία να μάθουμε τι συμβαίνει σε οποιοδήποτε μέρος του κόσμου τζαι δια μας τα μέσα να ακουστεί η φωνή μας τζιαι να πούμε την γνώμη μας.»

«Οι τεχνολογικές εξελίξεις εν τζιαμέ για να μας βοηθούν. Εν μας αναγκάζει κανένας να τες χρησιμοποιήσουμε τζαι εν επιλογή μας το αν θα το κάμουμε τζαι πως. Φέρ’ ειπείν, επιλέγεις να χρησιμοποιήσεις τα δίκτυα κοινωνικής δικτύωσης για να χουμίσεις τους κοιλιακούς σου ή το φόρεμα που έβαλες το Σάββατο. Φταίει το facebook επειδή είσαι επιφανειακός τζαι εγωκεντρικός;»

«Φορτώνεις το κοπελλούι σου του playstation, επειδή βαρκέσε να ασχοληθείς μαζί του ή επειδή εν μπορείς να του βάλεις όρια. Φταίει η τηλεόραση οξά ο μοχλός της κονσόλας επειδή συμπεριφέρεσαι ανεύθυνα τζαι αδιάφορα;»

«Επιλέγεις να αγνοείς ότι η τεχνολογία επιτρέπει μας να προχωρήσουμε μπροστά σαν είδος. Υποβιβάζεις την επίδραση της τζαι το πόσο ωφέλιμη είναι, τζαι συγκεντρώνεσαι στο να υποδεικνύεις το πόσο αρνητικά την αντιλαμβάνεται τζαι την χρησιμοποιεί κάποιο κομμάτι του πληθυσμού.»

«Ούλλα τα εργαλεία έχουν την καλή τζαι την κακή τους πλευρά. Μπορείς να τα χρησιμοποιήσεις για να επωφεληθείς εσύ, για να βοηθήσεις άλλους, για να βλάψεις κάποιο, ακόμα τζαι για να αποβλακωθείς. Η επιλογές, ήταν πάντα οι ίδιες. Το μόνο που αλλάζει με τα χρόνια, εν το εργαλείο.»

«Την τεχνολογία, όπως ούλλα τα σύνεργα, πρέπει να την σέβεσαι τζαι να κατανοείς την εύθηνη που αναλαμβάνεις την ώρα που την χρησιμοποιείς. Εν όπως την κουννιάν. Μπορείς να κόψεις ξύλα, να κόψεις τα σιέρκα σου τζαι να σιήσεις την κκελλέ κάποιου. Όπως τζιαι να την χρησιμοποιήσεις όμως, υπάρχει περίπτωση που να φταίει η κουννιά;»


05
Nov 12

Ο Παναγιώτης

Είχα δει τον Παναγιώτη να αράζει έξω που το σουβλιτζίδικο του τζαι να χαζεύκει. Μεσημέρι, τζιαμέ που άλλοτε ήταν πνιμένος της δουλειάς, τζείνη τη μέρα απλά εκάθετουν τζαι εθώρεν τα αυτοκίνητα που ερέσσαν.

Την ώρα που επερνούσα, εκούμπαν πίσω τζαι εχάζευκε τον ουρανό. Εν με είσιεν δει.

Εκοντοστάθηκα, «Γεια σου γείτο!», είπα. «Γεια σου αγόρι μου» απάντησε χαμογελαστός. Σαν να  τζαι εν ήθελε να ανοίξει κουβέντα μαζί μου, έπιασε το κινητό του τζαι άρκεψε να ποσκολιέται. Οι κινήσεις του νευρικές. Εφάνηκε μου βιαστικός τζιαι λλίο απότομος. Εν έδωσα σημασία.

Το σουβλιτζίδικο άνοιξε πριν 2 χρόνια, τζαι κάθε μεσημέρι εγίνετουν πανζουρλισμός. Κόσμος που τα γραφεία γύρω επερίμενε να πιάσει σουβλάκια τζαι άλλοι τόσοι εκάθουνταν στα τραπέζια να τους σερβίρει. Το πιο σύντομο που σου ελαλέν για να σου ετοιμάσει την παραγγελία, ήταν 40 λεπτά. Ούτε λόγος για ντελίβερι, «Τα σουβλάκια πρέπει να τα τρώεις την ώρα που τα φκάλλω που το σουγλί», ελάλεν.

Τα σουβλάκια του Παναγιώτη, εφκάλαν γλήορα καλό όνομα στην περιοχή. Εβουττούσεν τα σε μια σάλτσα, δικής του επινόησης, τις οποίας τα υλικά δεν ελάλεν. Εσύγκοψα ότι πρέπει να είσιεν μέσα τομάτα τζαι γιαούρτι. Ότι τζαι να είσιεν μέσα πάντως, τα σουβλάκια του ήταν λουκούμι τα μαυρογέριμα.

Την πρώτη φορά που τον εγνώρισα, ερώτησε με τι δουλειά κάμνω. «Ασχολούμαι με υπολογιστές» είπα. «Μα κκοπιούτερ τζαι πελλάρες;» απάντησε «ύστερα που λλία χρόνια εν θα βρίσκετε δουλειά, αφού πλέον ούλλα εν μες το ίττερνετ, ποιος εννα σας έσιει ανάγκη εσάς;».

Εντζίστηκα λλίο για να είμαι ειλικρινής τζαι ήταν στην άκρα της γλώσσας μου να του πω άσιημη κουβέντα. Έδωκα πάντα στον θυμό όμως, εχαμογέλασα τζαι επήρα το σαν αστείο. Όντως αποδείχτηκε καλή κίνηση. Αναπτύξαμε την καθαρά Κυπριακή σχέση πελάτη/σουβλιτζιή τζαι  όποτε επάεενα τζιαμέ ετζιέρνα μου μπύρα τζαι έβαλλε μου καμιά μιλλού παραπάνω μες την πίττα μου.

«Άμα σταματήσει η γη να γυρίζει, εννα σταματήσει τζαι ο Κυπραίος να τρώει σουβλάκια» είπε μου μόλις άρκεψε η κρίση «εμείς εν φοούμαστε». Όσο εμεγάλωνε η κρίση όμως, τόσο ελλιάνισκεν ο κόσμος στο σουβλιτζίδικο. Τζιαμέ που ετρώαν θκυό τζαι τρείς φορές την εβδομάδα, τωρά τρων μια, θκυό φορές τον μήνα.

Τον περασμένο μήνα έθκιωξε τους υπαλλήλους του. Την περασμένη εβδομάδα είδα τον να μοιράζει διαφημιστικά φυλλάδια στον δρόμο. Εχτές η περιπτερού, είπε μου ότι επούλησε τον εξοπλισμό του τζαι ψάχνει δουλειά.

Τζείνη τη μέρα που τον είδα εφοάτουν μήπως τζιαι ρωτήσω τον, τι κάμνει τζιαμέ, πως παν οι δουλειές. Τι να μου ελάλεν, ότι η κοινωνία πλέον, αντί να τρώει σουβλάκια, τρώει ανθρώπους;