25
Dec 13

Άης-Βασίλης

Εκάθουμουν μπροστά που το τζάκι τζαι εκράτουν την κόρη μου πας στα γόνατά μου. Έππεφτεν πάνω μου, τζαι απλώναμε μαζί τα πόθκια μας πας στην άκρα της φωθκιάς ώσπου να κρούσουν λλίον οι κλάτσες μας τζαι να τραβήσουμε πίσω.
Γέλιο, χαρά, αγκαλιές, φιλιά. Ούτε τηλεόραση, ούτε ράδιο. Μόνο εγώ, το μωρό τζαι η μαγευτική ιδιότητα της φωθκιάς να καταστρέφει κάτι για να μας ζεστάνει.

Γυρίζει η κόρη μου τζαι λαλεί μου. «Παπά, ο Άης-Βασίλης έννα κατεβεί που το τζάκι;». Σχεδόν αδιάφορα, απάντησα: «Έτσι λαλεί η γιαγιά αγάπη μου. Ξέρω γω;».Είδε για λλίη ώρα την φωθκιά. Έγυρε πάνω μου ξανά τζαι επόκνιασε τα μιτσιά της κοκκαλούθκια. Όπως το καττί που κουρνιάζει στο καπό του αυτοκινήτου τες νύχτες του σιειμώνα που εν κρυάδα, ετράβησε τα πόθκια της πάνω στο στήθος της τζαι έσυρεν ένα γελούι.Έσιει κάτι μαουλούθκια όπως τα μήλα τα άγουρα. Τα αμματούθκια της έχουν κόρες μεγάλες, σαν τα κάστανα τζαι άμα γελά, ππέφτουν τα πεπέ μπροστά τζαι εν θωρεί. Εκαθάρισε το μέτωπό της τζαι είπε μου, «ο Άης-Βασίλης εν πασιής», τζαι εσυνέχισε να χαμογελά. «Τζαι επειδή εν πασιής; Τι σημαίνει;», απάντησα.

«Ε, έννα τον φορεί να μπει που την καμινάδα τον Άη-Βασίλη; Αφού εν πασιής», είπε.
Εγέλασα με την παρατήρησή της. Έδωκα της ένα φιλί τσακριστό τζαι είπα «Ο παππούς σου λαλεί ότι η σωλήνα του τζακιού μας εν ‘κοσπέντε μιλίμετρα τζαι έννα τον χωρέσει.»

Εσοβαρεύτηκεν απότομα. Άπλωσε για λλίον το πόδι της μπροστά στην φωθκιά τζαι μόλις ένιωσε να κρούζει ετράβησε το πίσω. Ίσιωσε την ράσιην της τζαι εγύρισε τζαι εθώρεν με. Είσιεν ένα ύφος που εν εσήκωννε περιπαίξιμο.
«Άμα κατεβεί που το τζάκι ο Άης-Βασίλης, έννα κρούσει το κολίν του, παπά! Δε, το τζάκι κρούζει. Κοίτα το!»
Εκρέμμετουν που τα σιείλη μου τζαι επερίμενε απάντηση. Εσκέφτηκα ότι, μπορώ να πλάσω μια ιστορία με απίστευτες συγκυρίες για να την πείσω ότι υπάρχει πράγματι ένας άνθρωπος που φορεί κότσινα ρούχα, γυρίζει τες καμινάδες τζαι αφήνει δώρα.

Τούτες εν οι απλές απορίες ενός μωρού θκυόμισι χρονών. Να της δικαιολογήσω μια ιστορία που εν φκάλλει νόημα; Σε λλία χρόνια να πλάσω μια άλλη ιστορία για το πώς τα καταφέρνει ο Άης-Βασίλης τζαι πάει παντού, τζαι εν παντού, συνέχεια. Στο τέλος να πρέπει να δικαιολογήσω το γιατί ο Άης-Βασίλης πάει σε κάποια μωρά τζαι σε κάποια άλλα εν πάει.
Γιατί όμως; Εν υπάρχει λόγος. «Τα δώρα φέρνει τα ο παπάς τζαι η μάμμα, αγάπη μου. Εν έσιει Άη-Βασίλη», είπα της, τζαι εχάδεψα της τα σγουρά της μαλλιά.

«Α, καλά», είπε. Σαν να τζαι εφκάλλαν ούλλα νόημα τωρά. Έππεσεν πάνω μου ξανά τζαι εποτζοιμήθηκεν σιγά – σιγά.


20
Dec 13

Στερεότυπα Καλαμαράες

– Τα κοπελλούθκια τούτες τες μέρες έν’ όπως τα καθυστερημένα. Άκουσες ποττέ σου καλαμαρούι να μιλά; Ξεκινούν τζ’αι μιλούν τζ’αι η γλώσσα τους πάει φουσ’έκκιν. Γυρίζουν τες λέξεις όπως τον μύλο που αλέθει τες ελιές, ρε φίλε. Εμάς τα κοπελλούθκια ξεκινούν να συντύχουν τζ’αι πριν να πουν μιαν πρόταση, συγχύζονται, χάνουν τα, ξεχάννουν τι είσ’εν να πουν. Τζ’αι τα ελληνικά τους; Να μεν το συζητήσουμε καλύτερα. Ούτε λεξιλόγιο έχουν, ούτε τίποτε. Εμαννέψαν ούλλα πά’ στα φέισπουκ τζ’αι τα πλέιστέσιον.
– Ναι, ρε. Αφού οι καλαμαράες έχουν το μες στο αίμα τους. – Είντα, οι καλαμαρίνες! Άκουσες καλαμαρίνα να μιλά; Έν’ σαν να τζ’αι πιάννεις σε ροζ γραμμή, ρε. Είνταλως τα καταφέρνουν οι μαυρογέρημες! Να μας ακούσει τζ’αι η γεναίκα μου τωρά ρε τζ’αι να μας αρρώσει.
– Κανεί ρε, εν τζ’αι είπες τζ’αι κανένα ψέμα. Να μάθει να συντυχάννει τζ’αι τζ’είνη έτσι τζ’αι ύστερα να έσ’ει απαίτηση.
– Οι καλαμαράες έν’ πιο πολύστροφοι ‘που εμάς ρε.
– Είντα πολύστροφοι, ρε πελλέ, εν τζαι έν’ μηχανές ττου-στροκ, έν’ αθρώποι.
– Εννοώ στροφάρει πιο γλήορα ο εγκέφαλος τους, ρε. Σκέφτουνται πιο γλήορα ‘που τους Κυπραίους. Του Κυπραίου λαλείς του μιαν κουβέντα τζ’αι θέλει τζ’αι πέντε λεπτά να παλάρει. Ο καλαμαράς ξεκινά να σου μιλά πριν να τελειώσεις την κουβέντα σου.
– Ε, καλά όμως. Λαλούμε, λαλούμε για τους Κυπραίους τζ’αι τους καλαμαράες. Την δουλειά που εννά σου φκάλει ένας Κυπραίος σε μια μέρα, ο καλαμαράς εν θα σου την φκάλει σε μιαν εφτομάδα. Ούλλο λόγια ένι τζ’αι λαφαζανιές. Άμα έν’ για να δουλέψουν,έν’ τέλεια κουνόσσ’υλλοι τζ’αι παραπόττες.
– Τζ’αι εγέμωσεν ο τόπος ρε! Πού εβρεθήκαν τούτοι ούλλοι οι καλαμαράες! Εφύαν ούλλοι ‘που την Ελλάδα τζ’αι εκουβαληθήκαν δαμέσα. Σαν να τζ’αι έσ’ει παραπάνω δουλειές δαμαί. Έν’ η κουβέντα ότι δουλεύκουν με κάτι μισθούς πείνας που συφφέρει τους μαστόρους να τους διούν δουλειά. Ο Κυπραίος θέλει τα διπλάσια ‘που τον καλαμαρά.
– Ναι, αλλά ο Κυπραίος φκάλλει παραπάνω δουλειά.
– Σίουρα ρε. Τούτον έν’ δεδομένο, οι καλαμαράες μόνο να συντυχάννουν τζ’αι να πίννουν τσιάρο. Έχουμεν τζ’είνον τον Γιάννη τζ’αμαί στην αποθήκη εμείς. Που την ώρα που έρκεται δουλειά ώς την ώρα που σκολάννει, ππάφφα-ππούφφου τζ’αι πούρου-πούρου.
– Εν τζ’αι έν’ καλαμαράς, ρε αχάπαρε, τζ’είνος.
– Καλό είνταν που ένι;
– Εν πο’ τούντους Γεωργιανούς, είντα θκιάολο τους λαλούν.
– Έννεν Ρώσσοι ρε τούτοι;
– Όι ρε, έννεν Ρώσσοι. Αφού μιλούν ελληνικά τζ’αι έν’ Ορθόδοξοι. Έν’ καλαμαράες που αναγιωθήκαν στη Γεωργία.
– Έν’ γι’ αυτό που φακκά νάκκον η γλώσσα του καλό.
– Ε, αλώπως ρε. Τέλοσπαντων, έναν έν’ το σίουρον, κουμπάρε. Σε λλία χρόνια οι Κυπραίοι εννά έν’ μειονότητα στην Κύπρο. Πίννεις άλλο μια ζιβανία να σου γείρω;
– Πίννω κουμπάρε.
– Άτε, εΐβα τζ’αι καλές γιορτές


19
Dec 13

Οι ξένοι του χωρκού

Στην πανέμορφη πλατεία του Παλαιχωρκού οι γέρικοι πλάτανοι κάμνουν σκιά στους θαμώνες των τριών καφενέδων. Κάτω που το οσσιόν, έγυρα πίσω τζαι απόλαυσα μπύρες παγωμένες τζαι νερό καθαρό, σιόνι που τες φουντάνες του χωρκού καμπόσες φορές.

Να μεν τα πολλολοώ, άρεσκει μου τόσο πολλά. Τόσο πολλά, που είπα να πάω τζαι την νύχτα που θα είσιεν συναυλία του συγκροτήματος «Μεσόγειος». Πιάννω λοιπόν την φαμίλια μου, την Παρασκευή το δείλις, τζαι επήα που νωρίς στην πλατεία για να πιάω τραπεζούι.

Η πλατεία, στρωμένη, συσταρισμένη. Τα τραπεζούθκια στοιχιμένα, σάννα τζαι θα εγίνετουν γάμος. Πάω σε ένα καφενέ «Καλησπέρα» λαλώ. «Τα τραπεζούθκια εν κρατημένα οξά να κάτσουμε όπου έβρουμε;». Ο ιδιοκτήτης του καφενέ, είδε με ένα ύφος απορίας αλλά τζαι συγκρατημένου πανικού. Που εβρέθην τούτος τωρά να μας χαλάσει, τόσο συστάρησμα, τόση προετοιμασια;

«Που να τον κάτσω;» πρέπει να εσκέφτηκε.

«Κουμπάρε» λαλεί μου «τα τραπεζούθκια εν ούλλα κρατημένα». «Αφού προχτές αρώτησα την κορού που δουλέφκει δαμέ» είπα «τζαι είπε μου ότι εν χρειάζεται κράτηση».

Τότε επαίχτηκε η ερώτηση κλειδί. «Πόθθεν έρκεστε;» λαλεί μου. «Είμαστε Λευκωσιάτες» απάντησα.

Εσυκώθην πάνω ο καφετζιής τζαι εδιάταξε «Κάτσε κουμπάρε τζιαμέ, τζαι εννα σε κανονίσω». Μέσα σε 5 λεπτά, εστύθηκε τζαινούρκο τραπέζι για να κάτσουμε. Εταράξαν ποτζεί, εκουντήσαν ποδά, στο τέλος εκανονίσαν μας.

«Κορού» εφώναξε «έλα να πιάεις παραγγελία που τους ξένους μας».

Ακούωντας την λέξη τούτη, ένιωσα μιαν παρυορκάν τζαι γιατί όχι, μια κάποια περηφάνια που είμουν κομμάτι τούτης της κοινωνικής συνδιαλλαγής. Τζαι όμως, σε τούτο το χάος που ζούμε, στα χωρκά μας, υπάρχει ακόμα η έννοια του ξένου, που έρκεται στον τόπο μας τζαι πρέπει να του φερτούμε άψογα.

Το χωρκό, γίνεται ένα μεγάλο σπίτι, οι χωρκανοί μια οικογένεια τζαι ο οικοδεσπότης πρέπει να φροντίσει να σου προσφέρει ούλλες τες ανέσεις, να μεν φύεις κακοφανισμένος τζαι να κακολοείς το χωρκό ύστερα.

Την ώρα του φαγιού, ανάμεσα σε μουσική, χορούς τζαι ποτό, επήα να βάλω πατάτες του φούρνου. Έτυχε τζαι εσυκώνναν τα, να τα φυλάξουν. Μόλις με είδε ο μάγειρας, εκούμπησε πίσω την πιατέλλα τζαι λαλεί μου «Είσαστε οι ξένοι μας εσείς; Έτσι πατάτες, δεν θα ξαναφάεις κουμπάρε.» είπε μου. «Να έρτετε όμως καμιά καθημερινή, που εν θα έσιει έτσι παναύρι, να σας τραττάρουμε όπως πρέπει».

Είδα τον, εχαμογέλασα του τζαι εφάτζιησα του φιλικά στην ράσιη. «Να είσαι σίουρος ότι θα ξανάρτουμε, κουμπάρε» είπα, τζαι έκατσα να απολάυσω μια όμορφη βραδιά που εμύριζε Κύπρο που παντού. Που τα πλατάνια, τες πατάτες τζαι τη σούβλα ως τα γιασεμιά, τα τριαντάφυλλα τζαι την φωνή της Βασιλικής.


25
Nov 13

Γλαύκος

Εβόλεψεν πολλά που επέθανεν ο γέρος. Ήβραν ευκαιρία ούλλοι να φκαίννουν στα κανάλια να λάσσουν. Ούλλοι εξέραν τον τζαι ήταν πολλά καλός άνθρωπος τζαι έν’ κρίμα που επέθανε, τζαι η παρακαταθήκη του έτσι, τζαι η κληρονομιά του άλλοσπως.

Είνταλως ήταν κρίμα που επέθανε; Ήταν 94 χρονών. Τον τζαιρό που εγεννήθηκε, η Ιαπωνία είσιεν αυτοκράτορα τζαι τα έργα εν είχαν ήχο. Εν έπρεπε να πεθάνει κάποτε;

Το ότι ούλλοι εσυμπεριφέρουνταν σάννα τζαι επέθανε κανένα κοπελλούι 20 χρονών έν’ κομμάτι του παιγνιδιού. Αρέσκει μας το δράμαν αφού. Τζείνο που έμεινα με το στόμα ανοιχτό όμως έν’ ότι όσοι εμιλούσαν για τον Κληρίδη εμιλούσαν για μια περίοδο που το 1960 ως το 2003. Σάννα τζαι μετά που το 2003 ο Κληρίδης δεν υπήρξε, ή μάλλον δεν είσιεν γνώμη, φωνή.

Ο Κληρίδης, τάχα ενώ για ούλλα τα θέματα ήταν διορατικός τζαι εμπορούσε να αντιλαμβάνεται τες καταστάσεις με έναν προφητικό τρόπο, στο θέμα του Κυπριακού επί καιρώ σχεδίου Ανάν ήταν απλά ένας συναισθηματικός γέρος που επαράβλεπε τα καταστροφικά στοιχεία της συγκεκριμένης λύσης, τυφλωμένος που τον πόθο του να λυθεί το πρόβλημα. Τούτα έννεν λόγια δικά μου, εν λόγια που ειπωθήκαν που πολιτικούς του τόπου, που ανήκαν τζαι στην ίδια παράταξη μαζί του.

Οι πλείστοι, όμως, απέφυγαν επιμελώς να μιλήσουν για το σχέδιο Ανάν τζαι για την στάση του Κληρίδη. Που την μια εν μπορείς να θεοποιείς κάποιον τζαι να τον παρουσιάζεις ως αψεγάδιαστο τζαι αλάνθαστο, ίσως τον μόνο Κύπριο πολιτικό τούτης της κλάσης, τζαι που την άλλη να πρέπει να δικαιολογείς την στάση του στην πιο κρίσιμη καμπή της ιστορίας του τόπου, που ήταν αντίθετη με την πλειοψηφία του κόσμου. Καλύτερα να μεν το αναφέρεις, να συμπεριφερθείς σάννα τζαι εν εσυνέβηκε ποττέ.

Προσωπικά, εδιαφώνησα σε πολλά με τον Κληρίδη. Εν μπορώ να ξεχάσω τους S300 τζαι τζείνα τα «την πατρίδα ουκ ελάττω παραδώσω» την νύχτα των εκλογών του ‘98.

Μεγαλώνοντας, θκιαβάζοντας τζαι αξιολογώντας τα δεδομένα γυρό μου εκατάλαβα ότι ο Κληρίδης ήταν ο μοναδικός πολιτικός που είσιεν πραγματική αντίληψη της πολυπλοκότητας του κυπριακού προβλήματος. Ήταν ο μόνος που είσιεν πραγματική διάθεση να το λύσει τζαι ο μόνος που έκαμε τες απαραίτητες κινήσεις για να μας φέρει μπροστά που τες ευθύνες μας.

Τζιαμαί, στην πιο σημαντική απόφαση, που έπρεπε να τον εμπιστευτούμε, που έπρεπε να πούμε τζαι να καταλάβουμε όσα λαλούμε σήμερα μετά που επέθανε, ερίξαμε τον. Είπαμεν «πού ξέρει σιόρ ο γέρος» τζαι εκάμαμεν του ΑΚΕΛ μας.

Όπως επανέλαβε τζαι ο ίδιος όμως, «η εμπειρία έν’ μια χτενιά που όταν την αποκτήσεις δεν έσιεις πλέον μαλλιά». Κάτι μου λαλεί ότι την ημέρα που έννα καταλάβουμε ξεκάθαρα το δίκαιο που είσιεν την περίοδο του δημοψηφίσματος θα είμαστεν εντελώς κκέληες.


21
Nov 13

Γλαύκος

Εβόλεψε πολλά που επέθανεν ο γέρος. Ήβραν ευκαιρία ούλλοι, να φκαίννουν στα κανάλια να λάσσουν. Ούλλοι εξέραν τον τζαι ήταν πολλά καλός άνθρωπος τζαι εν κρίμα που επέθανε τζαι η παρακαταθήκη του έτσι τζαι η κληρονομιά του άλλοσπως.

Ήνταλως, ήταν κρίμα που επέθανε; Ήταν 94 χρονών. Τον τζαιρό που εγεννήθηκε, η Ιαπωνία είσιεν αυτοκράτορα τζαι τα έργα εν είχαν ήχο. Εν έπρεπε να πεθάνει κάποτε;

Το ότι ούλλοι εσυμπεριφέρουνταν σάννα τζαι επέθανε κανένα κοπελλούι 20 χρονών, εν κομμάτι του παιγνιδιού. Αρέσκει μας το δράμα αφού. Τζείνο που έμεινα με το στόμα ανοιχτό όμως, εν ότι όσοι εμιλούσαν για τον Κληρίδη, εμιλούσαν για μια περίοδο που το 1960 ως το 2003. Σάννα τζαι μετά που το 2003 ο Κληρίδης δεν υπήρξε, η μάλλον δεν είσιεν γνώμη, φωνή.

Ο Κληρίδης, τάχα ενώ για ούλλα τα θέματα ήταν διορατικός τζαι εμπορούσε να αντιλαμβάνετε τες καταστάσεις με ένα προφητικό τρόπο, στο θέμα του Κυπριακού επι καιρό σχεδίου Ανάν, ήταν απλά ενας συναισθηματικό γέρος που επαράβλεπε τα καταστροφικά στοιχεία της συγκεκριμένης λύσης, τυφλωμένος που τον πόθο του να λυθεί το πρόβλημα. Τούτα έννεν λόγια δικά μου, εν λόγια που ειπωθήκαν που πολιτικούς του τόπου, που ανοίκαν τζαι στην ίδια παράταξη μαζί του.

Οι πλείστοι όμως απέφυγαν επιμελώς να μιλήσουν για το σχέδιο Ανάν τζαι για την στάση του Κληρίδη. Που την μια εν μπορείς να θεοποιείς κάποιον τζαι να τον παρουσιάζεις ως αψεγάδιαστο τζαι αλάνθαστο, ίσως τον μόνο Κύπριο πολιτικό τούτης της κλάσης, τζαι που την άλλη να πρέπει να δικαιολογείς την στάση του στην πιο κρίσιμη καμπή της ιστορίας του τόπου, που ήταν αντίθετη με την πλειοψηφία του κόσμου. Καλύτερα να μεν το αναφέρεις, να συμπεριφερθείς σάννα τζαι εν εσυνέβηκε ποττέ.

Προσωπικά, εδιαφώνησα σε πολλά με τον Κληρίδη. Εν μπορώ να ξεχάσω τους S300 τζαι τζείνα τα «την πατρίδα ουκ ελάττω παραδώσω» την νύχτα των εκλογών του 98.

Μεγαλώνοντας, θκιαβάζοντας τζαι αξιολογώντας τα δεδομένα γυρώ μου εκατάλαβα ότι ο Κληρίδης, ήταν ο μοναδικός πολιτικός που είσιεν πραγματική αντίληψη της πολυπλοκότητας του Κυπριακού προβλήματος. Ήταν ο μόνος που είσιεν πραγματική διάθεση να το λύσει τζαι ο μόνος που έκαμε τες απαραίτητες κινήσεις για να μας φέρει μπροστά που τες ευθήνες μας.

Τζιαμέ στην πιο σημαντική απόφαση, που έπρεπε να τον εμπιστευτούμε, που έπρεπε να πούμε τζαι να καταλάβουμε όσα λαλούμε σήμερα μετά που επέθανε, ερίξαμε τον. Είπαμεν «που ξέρει σιόρ ο γέρος» τζαι εκάμαμεν του ΑΚΕΛ μας.

Όπως επανέλαβε τζαι ο ίδιος όμως «η εμπειρία εν μια χτενιά, που όταν την αποκτήσεις, δεν έσιεις πλέον μαλλιά». Κάτι μου λαλεί ότι την ημέρα που εννα καταλάβουμε ξεκάθαρα το δίκαιο που είσιεν την περίοδο του δημοψηφίσματος, θα είμαστε εντελώς κκέληες.