26
Jan 14

Father

«Προσπαθούν να με γελοιοποιήσουν!», είπε προχτες στην τηλεόραση ο CEO/CFO της Εκκλησίας Κύπρου. «Σοβαρομιλά τωρά;» εσκέφτηκα μόλις το άκουσα. «Θέλει τζιαι βοήθεια για να γελοιοποιηθεί τούτος ο άνθρωπος;»

Να παραβλέψω το γεγονός ότι εν αρχηγός μιας οργάνωσης που φορεί μαύρα, ολόσωμα φουστάνια τζιαι μια φάουσα χρυσαφικά. Σε ένα άλλο σύμπαν, εννα εμπορούσαμε να πούμε ότι εν cult, σε γκέτο του Χάρλεμ, που λατρεύκει τον Μπάτμαν, αλλά ΟΚ, στην κοινωνία που ζούμε εμάθαμε να το αποδεχουμαστε ως φυσιολογικό. Επίσης εν θα εμβαθύνω στο γεγονός ότι πιστεύκει σε κουφάες που μιλούν, ανθρώπους με φτερά, τζιερκά που αφτέννουν μόνα τους τζιαι ακούει φωνές που αόρατους ανθρώπους στον ουρανό.

Αν έρκουμουν σήμερα τζιαι ελάλουν σας ότι εγνώρισα μια φυλή στην Αφρική, με τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, οι παραπάνω θα ελαχταρούσαν που τα γέλια. Άμα βάλεις τον χαρακτηρισμό, εκκλησία τζιαι θρησκεία μπροστά, θεωρείται φυσιολογικό. Φυσικά τούτα αποτελούν μέρος ενός άλλου παραλογισμού που έννεν το θέμα του άρθρου μου.

Φκαίννει να μιλήσει στην τηλεόραση τζιαι λαλεί ότι του κατεβεί. Ένας εθνάρχης που ψάχνει γολγοθά για να ανεβεί, μήπως το βράδυ τον δείξουν την TV. Το τελευταίο διαμάντι, εν τζείνο που εμιλούσε για το ΕΛΑΜ, σάννα τζιαι εν ο προσκοπικός σύνδεσμος Στροβόλου. Ούτε πως την προηγούμενη εβδομάδα, μέλη του αδελφικού τους κόμματος εσφάξαν  ένα κοπελλούι στην Ελλάδα, επειδή εν τους εκάθετουν.

«Ο θεός είπε να αγαπούμε αλλήλους και τους αγαπούμε, αυτούς τους…»

Δαμέ έσφηξε τα δόντια του, έσμιξεν τα φρύθκια του τζιαι εκοτσίνησε σάννα τζιαι έφαε χαλασμένο πιπερούι

«…τους παρείσακτους, τους μετανάστες. Αλλά να παν πίσω στην χώρα τους».

Μιλούμε καμιά επαφή με τζείνα που εδίδαξεν ο Χριστός, δικό του ευαγγέλιο, δική του θρησκεία. Ριμίξ μπαι Χρυσόστομος. Σάννα τζιαι έννεν για πλάσματα που μιλά, σάννα τζιαι εν για χτηνά.

Άκουσα τον, τζιαι αναουλιάστηκα, να μεν χαρώ. Εμαράζωσα, εθύμωσα, όχι μαζί του. Με το γεγονός, ότι η πελλάρα που είπε, εννα ξεκινήσει να χρησιμοποιήται σαν επιχείρημα για να καλύψει ο κάθε αχάπαρος τες ρατσιστικές του αντιλήψεις. Τζιαι σε ένα άλλο επίπεδο, ήταν ούλλα τα κανάλια που πάνω του με τα μικρόφωνα, τζιαι εκουγκιούνταν ποιος εννα γράψει την δήλωση πιο καθαρά. Άμπα τζιαι μείνει καμιά κοτζιάκαρη να μεν δει το κανάλι τους τη νύχτα.

Εκαταντήσαμε να τον θωρούμε παραπάνω που τον Τσουρούλλη, όπου γυρίσεις κανάλι εν τζιαμέ τζιαι κάμνει δηλώσεις. Εν ξερώ, «γράφει στο γυαλί» που λαλούμε, «έσιει το αστέρι»; Για κάποιο λόγο τελοσπάντων τα κανάλια λατρεύκουν τον. Για την παιδεία λαλέι μας, για την οικονομία, για τον ρατσισμό. Μόνο για την θρησκεία εν λαλεί.

Τζιαι επανέρχομαι στο αρχικό μου ερώτημα. Χρειάζεται βοήθεια για να γελοιοποιηθεί τούτος ο άνθρωπος; Εν τα καταφέρνει μια χαρά τζιαι μόνος του;


19
Jan 14

Ο χάκερ

Κατά τες 2 το πρωί, άνοιξε την πόρτα του γραφείου του. «Ακόμα είσαι δαμέ;» ερώτησε, αγουροξυπνημένη τζαι λλίο πειραγμένη που ο άντρας της προτιμά να περνά τον χρόνο του με ένα υπολογιστή παρά μαζί της.

Το πρόσωπο του, φωτισμένο που την οθόνη του λάπτοπ τζαι δίπλα του ένα τασάκι με καμιά δεκαρκά μισοκαπνισμένα τσιγάρα. Αναμένη μια λάμπα πράσινη, με χρυσό λαιμό να φωτίζει ένα διαφημιστικό μπλόκ σημειώσεων. Χωρίς να γυρίσει να την δει απάντησε «Ένα λεπτό, Μαρία μου, μιλά μου τωρά ένας, νομίζω έφκαλα άκρη. Τώρα τζαι να δείς».

«Άχ, ρε Παντελή. Καμιά φορά, σηκώννεις μου τα μαλλιά της τζιεφαλής μου με τούτη τη ξεροτζιεφαλιά σου. Ήντα κάθεσε μες τα μαύρα χαράματα πας το κομπιούτερ του μωρού. Τι γυρέυκεις; Εν τα είπαμε τόσες φορές;»

Εγύρισε την καρέκλα του προς το μέρος της. Ίσιωσε την τελαντωτή, άσπρη του φανέλλα για να καλύψει την τζοιλιά του. Ποιος μπορεί να πάρει στα σοβαρά, ένα κκέλη σαρανταπεντάρη, με τζοιλιά όπως την παττίχα, σώβρακο, κλάτσες τζαι τελαντωτή φανέλλα; Εσουλουππώθηκε τέλοσπαντων, όπως εμπορούσε, ίσως για να δώσει έμφαση τζαι κύρος στο λόγο του.

«Μαρία, είμαι σίουρος ότι μες τούτα τα ίττερνετ τζαι τα τσιάτ, που μπαίνει η κόρη σου, έσιει ανώμαλους. Εν μου το φκάλλεις που το νού. Θα κάτσω δαμέ ώσπου να μου μιλήσει ένας πουτούτους έτσι για να σας το δείξω να βάλετε νου.»

Η Μαρία, είδεν τον με απορία τζαι συγκρατημένα εκνευρισμένη, ερώτησε. «Πως περιμένεις να σου μιλήσει; Έσιεις κάποια στρατιγική δηλαδή;»

Σάννα τζαι εκατάλαβε ότι τζείνο που έκαμνε εν ήταν το πιο λογικό τζαι αποδεκτό πράμα. Απάντησε της όμως, μουθκιασμένα. «Εεεεε, έτο. Εμπήκα σε ένα που τα κανάλια που μπαίνει τζαι μιλά, τζαι έβαλα όνομα Omorfi14».

Αγανακτισμένη, νυσταγμένη τζαι στα όρια του νευρικού κλονισμού, είπε του «Είσαι ένας μεσήλικας, που κάθεσε μπροστά που ένα λάπτοπ η ώρα 2 το πρωί, με παρατσούκλι λολίτας τζαι καρτεράς να μιλήσεις με άλλους αρσενικούς. Εμίλησε σου κανένας ανώμαλος ως τωρά;»

«Εεεε, όι, μόνο κάτι μιτσιοί που το Λύκειο της Ακρόπολης που με ερωτήσαν αν θα πάω στο Cineplex την Παρασκεύη.» είπε.

«Καλά ρε Παντελή, εν το έκοψε ο νούς σου ότι αν σε ανακαλύψει κανένας, εννα σε πάρουν μέσα αδίκαστο; Κάθεσε τζαι κάμνεις την κορούα, για να μιλάς με μιτσιούς; Ο ανώμαλος που γυρεύκεις εν μες τούτο το δωμάτιο που κάθεσε τόση ώρα!»

«Πούντον ανώμαλο ρε Μαρία…»

«Εν μεταξύ του πληκτρολογίου τζαι της καρέκλας ρε Παντελή». Είπε, έβαλε τα σιέρκα στες πούντζιες της ρόπας τζαι έφυε. Ο Παντελής, έγυρε πίσω την κκελλέ του, έμεινε να θωρεί λλίη ώρα το ταβάνι σκεφτικός τζαι έκλεισε προσεκτικά την οθόνη του λάπτοπ.


12
Jan 14

Εξυπηρέτηση Πελατών

Το δύσκολο πράμα στην Κύπρο, έννεν να έβρεις άθρωπο να σου κάμει την δουλειά που θέλεις. Το δύσκολο είναι τζείνος που εννα σου κάμει την δουλειά, να μεν σου γελάσει τζιαι να σε βοηθήσει άμα υπάρχει πρόβλημα.

Η εμπειρία μου με πολλούς Κυπραίους που έχουν δουλειές δικές τους, εν η εξής. Πάεις να γοράσεις κάτι, είτε υπηρεσία είτε προιόν. Το πρώτο πράμα που θα κάμει ο πωλητής είναι να σε συγκόψει να καταλάβεις ή αν είσαι αχάπαρος.

Αν είσαι ενημερωμένος, θα φουτουνιαστεί τζιαι θα συμπεριφέρεται όπως τον σιεσμένο που καρτερά γραμμή στην τράπεζα. Εν η φάση που μετά που εννα φύεις, εννα πάει στην γραμματέα τζιαι να της πει «Εγινήκαν μου ούλλοι πογιατζίες/υδραυλικοί/τεχνικοί. Αφού καταλάβει, να πάει να τα κάμει μόνος του».

Αν είσαι αχάπαρος τζιαι ειδικά αν δεχτείς χωρίς αμφισβήτηση την πρώτη του πρόταση, θα είσαι ο καλύτερος του πελάτης. Θα σου μπήξει ότι πιο Κινέζικο παλιόπραμα έσιει ή ότι έμεινε σε στοκ που πριν τες φασαρίες, τζιαι θα σου κόψει τζιαι την κκελλέ σου. Εγιώ στραώννω τζιαι πουλώ τζιαι εσού άμπλεπε τζιαι γόραζε, που ελάλεν τζιαι η στετέ μου η Ευαγγελία.

Εν πάση περιπτώσει, πες εκατάφερες τζιαι επέρασες τούτο το στάδιο του πρώτου debate με τον πωλητή. Έπιασες τζείνο που έθελες ή εκόττησε σου την αηδία που έφερε που το Βιετνάμ με 2 σελίνια. Τζιαμέ που εννα χαλάσει ή που εννα έσιεις πρόβλημα, θα σου συμπεριφερτεί σάννα τζιαι έννεν τζείνος που σου το επούλησε, σάννα τζιαι ήβρες το χαμέ.

Αν εν τεχνίτης τζιαι έκαμεν σου δουλειά, απλά θα σου έβρει μια δικαιολογία που αψηφά τους νόμους της φυσικής τζιαι της χημείας. Του στυλ «Όι κουμπάρε, εν τζιαι πέφτει ο τοίχος σου. Εν το σπίτι που αναπνέει τζιαι ανοίει. Τον άλλο μήνα να έρτω να σου κάμω ένα σουβά τζιαι εννα σάσει». Τον άλλο μήνα απλά εννα εξαφανιστεί όπως τον Χάρυ Πότερ τζιαι εν θα σου απαντά τα τηλέφωνα.

Αν εγόρασες κάτι που κατάστημα, θα πρέπει να περάσεις το παιγνίδι των 20 ερωτήσεων. «Μα σαν εδούλεφκε έσβησε;», «Έτσι πάνω σ’ανεμων;», «Τζιαι εν του έκαμες τίποτε;». Αν τα καταφέρεις τζιαι πείσεις τον ότι το μασκαραλλίκκι που σου εμπάξιωσεν εν ελαττωματικό τζιαι πρέπει να σου το αλλάξει το πιο πιθανόν είναι να το πιάσει, να σε ταλαιπωρήσει τζιαι κάμποσο τζιαιρό τζιαι μόνο αν δεν έβρει τρόπο να σου γελάσει διαφορετικά, θα σου κάμει την δουλειά σου.

Η Κυπριακή εξυπηρέτηση πελατών, είναι σχολή που μόνη της. Δεν διδάσκετε πούποτε στον κόσμο. Περνά που γενιά σε γενιά τζιαι που δάσκαλο σε μαθητή. Οι Κινέζοι έχουν το κουγκφού, εμείς έχουμε την παραποθκιά. Ίττερνετ κουμπάρε τζιαι κανεί.


05
Jan 14

Γκράφιτι

Πριν λλία χρόνια εσυλλάβαν ένα μιτσή στην παλιά Λευκωσία επειδή έκαμνε γκράφιτι. Βασικά αποφάσισε να ομορφύνει μια παλιά, εγκαταλελημένη τράπεζα με σχέδια. Τούτο δεν άρεσε, είτε σε τζείνους που είχαν την τράπεζα είτε στους υπεύθυνους του νόμου, τζαι εμπαγλαρώσαν τον.

Εν μια που τζείνες τες περιπτώσεις, που το όμορφο δεν είναι αναγκαία, νόμιμο. Εν πα να είσαι ο Λιπέρτης, δεν έσιεις δικαίωμα να πογιατίσεις έστω τζαι ένα τοίχο, αν δεν πιάσεις άδεια που τζείνο που τον έσιει πρώτα.

Που με φέρνει σε ένα άλλο θέμα που πρέπει να μας απασχολήσει σαν κοινωνία εν καιρώ κρίσης.

Εν φανερό, ότι οι τοίχοι σε δημόσια θέα, πλέον αποτελούν όφκιερους καμβάδες για να πιτά με τα σπρέυ ο κάθε αχάπαρος. Μεν μου πείτε ότι εν εσιάστικε το μάτι σας ότι τα τελευταία χρόνια εγεμώσαν οι τοίχοι της Λευκωσία με τες αηδίες του ΕΛΑΜ. Όπου δικλήσεις, γράφουν μιαν πελλάρα οι ΕΛΑΜιτες τζαι παν την άλλη μέρα τα κόκκινα αρνιά τζαι είτε σβηννουν την είτε αλλάσουν το τι γράφει. Να μεν αναφερτώ στες ομάδες. Άλλο λλίο εννα γράφουν «Άου 79» πας τες κοτζιάκαρες που καρτερούν λεωφορείο στο άγαλμα.

Εκατάντησε η πόλη, σαν τετράδιο κακού μαθητή του γυμνασίου. Γεμάτη ανορθόγραφες λέξεις. Ασπούμε εν δυνατόν να πα να γράψεις κάτι δημόσια τζαι να το γράφεις τζαι λάθος ρε παίχτη μου. Άκουσε μου τζεί, «Ύμαστε Έλλινες». Τζαι δώστου οι δημοτικοί υπάλληλοι να γυρίζουν με την πογιά την άσπρη να σβήννουν τες πελλάρες, κάμνωντας σιειρόττερη την αισθητική του τόπου. Εγέμωσε η Λευκωσία τζίζες τζιαι ττίπεξ.

Πού το πάω;

Δεδομένο πρώτο, το κράτος εν έσιει λεφτά να καθαρίζει τες πελλάρες του κάθε αθκιασερού, κακομαθημένου φοιτητή που την είδε χούλιγκαν. Δεδομένο δεύτερο, το γκράφιτι, είναι τέχνη τζαι έσιει παραπάνω αισθητική που το «Γ-ΕΛΑΜ-Ε» τζαι το «ΕΛΑΜ-ΟΥ». Τελευταίο δεδομένο, η φαντασία των κοπελλουθκιών δεν φτάνει ως το γαμώ το ΑΠΟΕΛ.

Υπάρχουν μιτσιοί (τζαι μεγάλοι) που έχουν φαντασία τζαι ξέρουν να ζωγραφίζουν. Χρειάζουνται απλά την ευκαιρία. Γιατί όχι, να δώκει η πολιτεία, τουλάχιστον τους δημόσιους τοίχους, σε ανθρώπους που θέλουν τζαι μπορούν να εκφράσουν την τέχνη τους. Είτε τζείνο εν μιτσιοί με σπρέυ για να κάμουν γκράφιτι, είτε εν ζωγράφοι για μια οικαστική παρέμβαση τζαι γιατί όχι, είτε εν τα κοπελλούθκια του δημοτικού τζαι του γυμνασίου σαν μάθημα τέχνης.

Σκεφτείτε την πόλη, γεμάτη με σχέδια, παρά με τα αίσχη που θωρούμε σήμερα γυρώ μας. Εννα εν κάτι όμορφο τζαι θα ανοίξει πολλές πόρτες για κοινωνικό ενδιαφέρον αλλά τζαι για την ανάπτυξη της ποιότητας ζωής. Το πρόβλημα είναι ότι η ιδέα εν πρωτοποριακή τζαι στην χώρα μας είμαστε πρωτοπόροι μόνο στα κουρέματα τζαι τες απατεωνιές.


28
Dec 13

Ελληνικά

‘Οσσον τζαι έκατσε στην ξύλινη, κουνιστή καρέκλα εθυμήθηκε ότι εν ελάθκιασε την σαλάτα. Εχάδεψε, τες στρογγυλές, σκαλιστές άκρες των σιερκών τζαι εσηκώθηκε αποφασιστικά. Εμέτρησε 3 κουταλιές της σούππας, λάδι που το καλό τζαι έσφιξε μισό λεμόνι. Η γενέκα του επερίπαιζε τον αμα τον εθώρε να ετοιμάζει τα σαλατικά.

«Η σαλάτα θέλει ένα σπάταλο στο λάδι, Γιώργο. Σε λίγο θα το μετράς με το σταγονόμετρο εσύ».

Ο Γιώργος συνήθως εμαίρευκε, τζείνη εν ήταν ποττέ καλή τζαι ούτε της άρεσκε. Μπορεί καμιά φορά να ετοίμαζε κανένα σάντουιτς, αλλά ως τζιαμέ. Ως επι το πλείστο, εσούζετουν πάνω στην καρέκλα, έκαμνε του παρέα τζαι εκάπνιζε κάτι τσιγάρα λεπτά τζαι μακριά. Τα μαξιλάρκα της καρέκλας, μυρίζουν ακόμα, τσιγάρο τζαι άρωμα.

Άκουσε τα ξύλινα σκαλιά της πίσω σκάλας να κτυπούν γλήορα. Τα βιαστικά βήματα του γιού του, όπως τες σφαίρες της τουρτούρας. Ψηλός, λιγνός, άχαρος με καστανόξανθα, ακούρευτα μαλλιά. Επικίνδυνα κοντά στα 30 του χρόνια, για κάποιο που μινήσκει με τον παπά του τζαι ππέφτει στο παιδικό του δωμάτιο.

Εφόρεν το φωσφοριζέ, κίτρινο γιλέκο του δήμου τζαι που κάτω, μια φανέλλα μαύρη με μπλέ έντονα γράμματα.

Ο Γιώργος εζάβωσε το δείν του, εβλεφάρισε τζαι ερώτησε απορημένος, με μια δόση ειρωνείας στην φωνή του. «Ήντα που εν τζείνη η φανέλλα που φορείς;»

«Εγόρασα την που τον σύλλογο. Ήντα που έσιει;» απάντησε αδιάφορα ο Αντωνής.

«Εν σου είπαν τίποτε οι συναδέλφοι σου που φορείς έτσι φανέλλα στην δουλειά;»

«Σιγά να μεν κόψει τους συναδέλφους μου, τι φορώ την ώρα που κόφκω εισιτήρια του πάρκινγκ.»

«Ρε Αντωνή, τι σημαίνει ‘Μένω Κύπρο, Μιλάω Ελληνικά’. Γιατί πρέπει να το γράφει η φανέλλα σου;»

Με γεμάτο το στόμα ραφκιόλες, ο Αντωνής είπε. «Εγεμώσαμε πουτούντους ξένους. Ούλλες οι ράτσες εσυνακτήκαν δαμέσα. Τωρά το καλοτζαιρί, εν φαντάζεσαι πόσες τιτσιρόκωλες Εγγλέζες τζαι Σουηδέζες έρκουνται στην θάλασσα. Να μεν πω για τους Φιλιππινέζους τζαι τους Αράπηες. Είμαστεν Έλληνες, τούτος ο τόπος εν Ελληνικός. Πρέπει να το δείχνουμε, να είμαστε περήφανοι!»

Ο Γιώργος, έκατσε πίσω στην κουνιστή καρέκλα. Σε μια τελευταία προσπάθεια να αναγκάσει το γιό του να σκεφτεί λογικά, ερώτησε. «Καλά ρε Αντωνή, σε ποιους απευθύνετε το μήνημα;».

«Σε τούτους ούλλους τους κουβαλητούς, ρε παπά!» επολοήθηκε ο Αντωνής τζαι εφάτζησε το πιρούνι πας το πιάτο.

«Ε, πως θα θκιεβάσουν την φανέλλα, αμα εν μιλούν Ελληνικά ρε χρυσέ μου γιέ;»

«Να μάθουν να μιλούν, άμα εν στην Κύπρο. Δαμέ τούτη τη γλώσσα μιλούμε!» απάντησε ο γιός του, τζαι εσυνέχισε να ρουφά βιαστικά το μεσημεριανό του.

Εβουλιαξε στα μαξιλάρκα, επαραδόθηκε στην ζεστή, γνώριμη μηρωθκιά της γενέκας του. Ένιωσε ξανά ότι εν μάταιο να συνεχίσει την συζήτηση.