11
Feb 14

Η έξοδος

Βάλλω το πουκάμισό μου, το τζιν μου το καλό που εν το φορώ στη δουλειά άμπα τζαι χαλάσω το. Χτενίζουμαι, αρωματίζουμαι τζαι πιάννω την γεναίκα μου να πάμεν έξω. Το μωρό στην γιαγιά, κοκέττα η γεναίκα μου, τζαι μπροστά μας η προοπτική μιας ήσυχης και ρομαντικής νύχτας.

Ακολουθώντας τις προτάσεις κάποιων φίλων μας, που ζουν την χωρίς κοπελλούθκια ανέμελη ζωή των ζευγαριών λίγο πριν τα τριάντα, επιλέξαμε να πάμε σε ένα καινούργιο εστιατόριο, bar, lounge ή τελοσπάντων όπως αυτοαποκαλούνται πλέον οι τόποι όπου συχνάζει ο κόσμος.

Σε μια παλιά αγορά, με το μοντέρνο λουκ να δένει με το χωριάτικο. Το άσπρο laminate να συμπληρώνει την πουρόπετρα, τραπεζάκια ανάμεσα σε πάγκους που το πρωί πουλούν ψάρκα τζαι επιλογές στο μενού που τα μισά υλικά εν καταλάβεις πόθθεν έρκουνται. Οι κριτικές που έπιαννε ήταν καλές, οπόταν είπα «γιατί όχι; Εν δικαιούμαστε τζαι εμείς μια νύχτα να σμίξουμε με την κοσμική Λευκωσία τζαι να δειπνήσουμε γκουρμέ;».

Νωρίς- νωρίς λοιπόν εξεκινήσαμε να πάμε. Περνώντας που έξω, είδα μια παρέα να στέκεται στην είσοδο τζαι έναν τύπο να τους τσιακκάρει που πάνω ώς κάτω. Ήρταν στο νου μου αναμνήσεις που την εφηβεία, που επροσπαθούσαμε να μπούμε μες τα κλαμπ αλλά εν μας εβάλλαν επειδή εφαινούμαστεν μιτσιοί.

Τζείνην ακριβώς την εποχή, αποφασίσαμε ότι τούτη η συμπεριφορά εν υποτιμητική τζαι ότι εν θέλουμε να συμπεριφερούμαστε σαν «κοιμισμένοι πιγκουίνοι που στέκονται έξω από το μπαρ ο πορτιέρης να τους κρίνει». Τούτη η λογική, οδήγησέν μας να ανακαλύψουμε τον Σύμη τζαι την παλιά Λευκωσία, που στην ουσία, όπου έβρισκες τόπο εκάθεσουν. Ακόμα τζαι κάτω που το δεντρόν έξω που την Φανερωμένη.

Εχαλάστηκα νάκκο, αλλά είπα ότι έννα κάμω την υπέρβαση τζαι να κατεβώ που το αυτοκίνητο. Κοντεύκουμε της πόρτας, αντικόφκει μας ένα παιδί. Μαλλί περιποιημένο σπόντες, πουκάμισο, παντελόνι τζαι ένα λουκ επιμελώς ατημέλητου χίπστερ.

Θωρεί μας. Θωρούμεν τον. «Παρακαλώ», λαλεί. «Υπάρχει χώρος για δύο άτομα;», ρωτώ, με τα σιείλη μου να κολλιτσιάζουν που την ευγένεια. «Είμαστε γεμάτοι απόψε, συγγνώμη», είπε, τζαι έκαμε πως ετσιακκάρισκε την κκεττάπαν του.

Κρωθωρώ το εστιατόριο πίσω του. Όφκιερο. Νομίζω είδα τζαι πάλες με αγριόχορτα να τες παίρνει ο αέρας, όπως τες εγκαταλελειμμένες πόλεις στα γουέστερν. Εσκέφτηκα ότι μπορεί να καρτερά κανένα λεωφορείο του Χατζηλύκου μες στα επόμενα 20 λεπτά να καταφθάσει. Εν το εσυζήτησα όμως.

Προβληματίζει με τούτη η συμπεριφορά, τούτη η υπεροπτική, αποκλειστική αντιμετώπιση, ακόμα τζαι στα πιο απλά πράματα. Σαν κοινωνία κάποια στρώματα έχουν το ανάγκη, για τους δικούς τους λόγους. Ξέρω γω, παράλληλα σύμπαντα. Να με λείπει. Έπιασα την γεναίκα μου τζαι επήαμεν σε ένα φιλικό ταβερνάκι στην παλιά Λευκωσία τζαι επεράσαμεν υπέροχα.

Κάνε Share:


10
Feb 14

Δημήτρη

Εν πιστεύκω ότι για την κατάντια του τόπου φταίει ένας άνθρωπος, ή έστω ένα κόμμα. Κατ’ αρχάς, εν πρέπει να παραλληλίζουμε την κατάντια, με την οικονομική εξαθλίωση. Τα χάλια μας τα μαύρα σαν κοινωνία, είχαμε τα πολλή τζαιρό πριν παττίσουμε. Απλά τότε είχαμε λίρες να ξοθκιάζουμε τζαι εν εφακκούσαμε πέννα για τα οτιδήποτε άλλο εν εδούλεφκε σωστά.

Το ότι εφάτσισεν η πιέλλα στην θητεία του Χριστόφκια, εν σημαίνει σε καμιά περίπτωση ότι, μέχρι την ημέρα που ανέλαβε ούλλα εδουλέφκαν ρολόι.Την γνώμη μου για τους πολιτικούς θα την πω παραφράζωντας κάτι που άκουσα παλιά. Είτε τούτοι ούλλοι που εν στην εξουσία, εν πράγματι αχάπαροι τζαι ανεχούμαστε τους, είτε εν πολλά έξυπνοι τζαι εμείς είμαστεν οι αχάπαροι που τους ανεχούμαστε.

Πιστεύκω, ότι για την οικονομική καταστροφή της χώρας, φταίει το πολιτικό σύστημα που αποτελείται που δικηγόρους τζαι εκπροσώπους τραπεζικών τζαι μεγαλοεπιχειρήσεων που τόσα χρόνια εκοκκαλιούσαν με δέκα μασέλλες. Ξέρωντας ότι αμα πάει κάτι στραβά, εννα μας πατίσουν πας τον λέλλεχα τζαι μας κοττίσουν τον λοαρκασμό. Όπως τζαι έγινε.

Την ίδια ώρα, τα Μέσα Μαζικής Εξημέρωσης του λαού (με μερικές εξαιρέσεις) ασχολούνταν με πελλάρες. ‘Οπως το χρώμα που έβαλε στην σημαία της η Μακεδονία στην Γιουροβίζιον τζαι πως αποκάλεσε τα κατεχόμενα ο δεύτερος αντιπρόσωπος της ποδοσφαρικής ομοσπονδίας της Μποτσουάνα. Εμάθαν μας να ασχολούμαστε με σημιολογικές μαλακίες τζαι το φαίνεσθαι των καταστάσεων τζαι να αφήνουμε την ουσία στο παρασκήνιο.

Εμεταφέραμε την νοοτροπία του «Τι εννα πεί ο κόσμος» σε ούλλους τους τομείς της κοινωνίας. Στο σπίτι μπορεί να εν ούλλα μπουρδέλο, αλλα ΟΚ, αμα η γειτονιά νομίζει ότι ούλλα παν καλά, εν υπάρχει λόγος να σάσουμε κάτι.

Επιστρέφω τζαι λαλώ. Φταίω τον Χριστόφκια για πολλά πράματα. Εκατάφερε μέσα σε 10 χρόνια, να καταστρέψει την προσπάθεια που έγινε για την λύση του Κυπριακού που τες προηγούμενες κυβερνήσεις, εθκιάλεξε να αδιαφορήσει τζαι να προτιμήσει την ασφαλή οδό τζαι τες προσωπικές του φιλοδοξίες σε στιγμές που έπρεπε να πάρει δύσκολες αποφάσεις, εξέθαψε τον παράλογο τζαι ξεχασμένο Εθνικισμό τζαι τες Μακαριακές αντιλήψεις τζαι εκόττισε μας τα στο πρόσωπο του Τάσσου με αντάλλαγμα την εξουσία. Σε ένα άλλο επίπεδο, ήταν ξεροτζιέφαλος, κολλημένος στες απόψεις τζαι τες ιδεολογίες του παρελθόντος, έβαλλε το κόμμα, την εξουσία τζαι τες απόψεις του πάνω που το κοινό καλό τζαι την κοινή λογική τζαι έκαμε ασυγχώρητα λάθη όσον αφορά το Μαρί τζαι την οικονομία.

Εν εθελοτυφλία τζαι παραλογισμός όμως να λαλούμε ότι φταίει ένας για την κατάσταση. Τούτη η κοινωνία εν δουλεύκει σωστά τζαι η ευθήνη εν συλλογική. Τζαι παραπάνω φταίμε εμείς που ανεχούμαστεν τους αχάπαρους.


10
Feb 14

Κυπριακή Κύπριακη

Πριν λλίες μέρες επήαμεν οικογενειακώς σε ένα γνωστό εστιατόριο – καφέ στην περιοχή των Φοινικούδων στη Λάρνακα. Όπως ούλλα τα μοντέρνα καφέ στην Κύπρο, όπου δικλήσεις έσ’ει μιαν τηλεόραση τζ’αι δείχνει μάππα. Πά’ στους τοίχους, πά’ στες κολώνες, πά’ στους πάγκους. Αλλό λλίον έννα έσ’ει τζ’αι πά’ στες πλάτες των γκαρσονιών άμπα τζ’αι χάσουν οι Κυπραίοι καμιάν κλοτσιά. Συνήθως έσ’ει τζ’αι μια μεγάλη τηλεόραση, θκιακόσιες ίντσες μες στη μέση του μαγαζιού που έν’ τζ’αι το επίκεντρο της προσοχής.

Την ώρα που εκάτσαμεν έδειχνεν εγγλέζικον ποδόσφαιρο. Η ένταση της τηλεόρασης ήταν χαμηλή τζ’αι έπαιζεν ‘που τα μεγάφωνα, όπως σε ούλλα τα κυπριακά εστιατόρια, ντισκοτσιφτετέλια της Κοκκίνου τζ’αι της Πέγκυς Ζήνας. Να μεν τα πολυλογώ, το μωρό εκατέβηκεν ‘που την καρέκλα τζ’αι εξεκίνησε να κάμνει γνωριμίες με τα Εγγλεζούθκια των γύρω τραπεζιών τζ’αι εγώ τζ’αι η κυρία μου απολαμβάναμε την μπίρα μας. Μια εντελώς μικροαστική, κλασική, οικογενειακή, κυπριακή Κυριακή.

Απέναντι ‘που την τηλεόραση ήρτεν τζ’αι έκατσεν ένας συμπαθητικός ηλικιωμένος κύριος με τον άγγοναν του. Όπως εκατάλαβα αργότερα, η θέση τζ’είνη ήταν τζ’αι μια που τες πιο καλές επειδή δεν υπήρχε κανένα απολύτως εμπόδιο μεταξύ του τραπεζιού τζ’αι της υπερμεγέθους τηλεόρασης.

Ο κύριος εφαίνετουν Κυπραίος, ενώ ο μιτσής έμοιζεν Εγγλεζούι. Μπορεί να ήταν η φανέλλα της Μάντσεστερ που εφορούσε, μπορεί να ήταν τα ξανθά μαλλιά του τζ’αι οι φακίδες, μπορεί να ήταν ότι επαράγγειλε μιλκσέικ βανίλια. Ο μιτσής έδειχνε να ενδιαφέρεται πολλά για το εγγλέζικο ποδόσφαιρο που έδειχνε η τηλεόραση.

Εν επέρασε μισή ώρα ‘που την ώρα που εκάτσαν τζ’αι θωρώ τον παππού να σηκώνεται πάνω τζ’αι να μαλλώνει με το γκαρσόνι τζ’αι τον ιδιοκτήτη. Που τα συμφραζόμενα τζ’αι τες φωνές του κυρίου εκατάλαβα ότι εζητήσαν του να σηκωθεί που το τραπεζάκι τζ’αι να πάει να κάτσει αλλού.

«Γιατί να αλλάξουμε τόπο; Αφού εν είσ’εν ταπελλούαν ότι έν’ κρατημένο την ώραν που ήρταμε. Τι σημαίνει να κάτσουμε αλλού; Γιατί εν μας το είπατε ‘που την αρκή να μεν κάτσουμε;». Στα πολλά, ο παππούς έσυρεν τους ένα δεκάευρω πάνω στο τραπεζάκι τζ’αι φανερά νευριασμένος έπιασεν τον μιτσήν ‘που το σ’έρι τζ’αι εφύαν.

Στα δέκα λεπτά εμπήκε της πόρτας μια οικογένεια. Ποτζ’είνες τες κλασικές τες πλουσιοοικογένειες της Κύπρου. Ο παπάς με κουστούμι της δουλειάς, αλλά χωρίς γραβάτα τζ’αι σακκάκι, η μάμμα βαμμένη με μαλλί του κομμωτηρίου, τσέντα Fendi στη μια μασχάλη τζ’αι το iPad στην άλλη. Τζ’αι ο κανακάρης, έφηβος με φόρμες, παπούτσια Nike τζ’αι σ’άλιν του ΑΠΟΕΛ.

Μόνο κόκκινα χαλιά έμεινε να τους στρώσει ο ιδιοκτήτης του εστιατορίου. Έκατσεν τους ολόισια στο τραπέζι που εκάθετουν προηγουμένως ο παππούς, άλλαξεν κανάλι τζ’αι έβαλεν κυπριακή μάππα, έσβησε τη μουσική τζ’αι έβαλε διαπασών την τηλεόραση. Με το ‘σεις’ και με το ‘σας’, αρκέψαν να έρκουνται τα νάτσ’ος, οι μπίρες, τα καπουτσίνα τζ’αι τα γκαρσόνια να περιφέρονται ‘που πάνω τους όπως τες μούγιες πάνω που τον κότσιρο.

Είσ’εν σχέση η εκδίωξη του παππού με τον ερχομό της πλούσιας οικογένειας; Είμαι σίουρος ότι είσ’εν. Αθάνατη κυπριακή φιλοξενία.


03
Feb 14

Ο Δήμος

Επερπατούσα να πάω έσσω το μεσημέρι να φάω. Όπως ήμουν αχάπαρος, έχασα την γή κάτω που τα πόθκια μου τζαι ευρέθηκα, φαρδύς, πλατύς σε μια λάντα με λάθκια. Ετυλίξαν με τα νεύρα τζαι η αγανάκτηση. Που τζιαμέ που επερπατούσα χαρούμενος, σκεπτόμενος το λουβί που με επερίμενε σπίτι, εβρέθηκα ολοπούρπουλλος βουττημένος μες τα λάθκια, όπως το ξεσιειλισμένο το τάγκι. Επία έσσω, άλλαξα τζαι χωρίς να φάω εστράφηκα πίσω στον τόπο του εγκλήματος να πιάσω στο δημαρχείο να κάμω το παράπονο μου.

Ήμουν στην αναμονή για κανένα λεπτό. «Ως τζαι ο αυτόματος τους τηλεφωνητής ακούετε να βαρκέται που ζιεί» εσκέφτηκα. «…για να συνδεθείτε με την τηλεφωνήτρια..πατήστε το μηδέν» εσυνέχισε η ηχογραφημένη φωνή καλωσορίσματος. Επάτησα το μηδέν τζαι επερίμενα στο ακουστικό ακόμα λλίο, ώσπου τζαι σήκωσε το μια κοπέλλα.

«Ναι» είπε μου τζαι ένιωσα όσο άσιημα εννα ένιωθα αν εσύκωννα κάποιον που το κρεβάτι η ώρα 2 το πρωί.

«Χαίρεται» λαλώ της. «Ναι» απαντά μου ξανά. «Ήντα κέρατο» λαλώ που μέσα μου «μόνο ναι λαλεί τούτη; Άμπα τζαι έκαμα κανένα λάθος στα κουμπιά;». «Τι είναι εκεί;» συνεχίζω. «Ο δήμος» απάντησε με το ίδιο βαριεστιμένο τζαι άτονο ύφος.

Ο δήμος ακούεις. Ποιος δήμος; Σάννα τζαι ένα δήμο έσιει η Κύπρος. Ας μου ελάλεν «Δήμος τάδε Κύριε μου, μα εν ξέρετε που επιάσετε;» να με προσβάλει πως είμαι αχάπαρος. Να νιώσω όμως ότι κρατά πλάσμα ζωντανον το τηλέφωνον στην άλλη μερκά της γραμμής τζαι όχι υπνοβάτης.

Εν πάσει περιπτώση, εκατάλαβα ότι επροσπαθούσε να μου δώσει όσο πιο λλίη ανταπόκριση εγίνετουν για να διαρκέσει τζαι η συζήτηση μας ακόμα λλιότερο. «Θέλω να κάμω μια καταγγελία. Εν μαζί σας που πρέπει να μιλήσω;»

«Ναι» απάντησε μου ξανά τζαι έχασα κάθε ελπίδα για οποιαδήποτε ουσιώδη συζήτηση. Καλύτερα να έπιαννα κουβέντα με τον αυτόματο τηλεφωνητή, τουλάχιστον μαζί του υπήρχε μια κάποια υποτυπώδης αλληλεπίδραση.

«Έσιει μια οικοδομή δαμέ, τζαι εσιωνόσαν κάτι τάγγια με λάδι μες το δρόμο τζαι πας τα πεζοδρόμια. Έγλιασα πριν, τζαι λλίο έλειψε να σκοτωθώ. Έσιει δημοτικό δαμέ κοντά, νηπιαγωγείο, κυκλοφορούν κοτζιάκαρες, εννα έχουμε ατύχημα αν δεν το καθαρίσει κάποιος σύντομα.»

–          Εντάξει

–          Εντάξει, τι; Εννα στείλετε κάποιον να το καθαρίσει;

–          Ναι

–          Αφου εν σας είπα την οδό.

–          Ποια είναι η οδός;

–          Όδος Τάδε, πίσω που το ταχυδρομείο

–          Εντάξει

–          Έσιετε υπόψην το περιστατικό; Έπιασε σας κανένας άλλος;

–          Όχι

–          Εννα στείλετε κάποιον σήμερα;

–          Μάλλον

–          Ποια είναι η όδος είπαμε πρίν;

–          Τάδε

–          Ευχαριστώ, γειά σας.

–          Γειά σας.

Εκλείσαμε, χωρίς να είμαι βέβαιος αν εσυνεννοηθήκαμε. Ως την επομένη το απόγευμα, ο δρόμος ήταν ακόμα ολόλαδος τζαι εγώ εμάλλωνα με τον υπεύθυνο του εργοταξίου για να το καθαρίσουν.


27
Jan 14

Φτώχεια

Ξέρουμε ότι η Αφρική είναι η πιο υποανάπτυκτη τζαι φτωχή ήπειρος. Ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών υποστηρίζει ότι παραπάνω που τριάντα, από τα πενήντα, πιο υποανάπτυκτα κράτη στον κόσμο, βρίσκονται στην Αφρική. Ο κόσμος έν’ φτωχός, δεν γίνονται έργα, το εργατικό προσωπικό δουλεύκει για ψίχουλα, δεν έχουν υποδομές, φάρμακα τζαι σε πολλές περιπτώσεις δεν έχουν καν σπίτια. Τζαι όμως, οι σοβαρές αναλύσεις δείχνουν ότι εδοθήκαν περισσότερα που πεντακόσια δισεκατομμύρια δολάρια στα κράτη της Αφρικής τα τελευταία χρόνια. Χώρκα τα χρέη που τους εχαρίσαν για να τους αλαφρύνουν. Γιατί συνεχίζουν να είναι σε τούτη την άθλια κατάσταση, ακόμα τζαι μετά που τόσες προσπάθειες οικονομικής ενίσχυσης;

Ένα απόγευμα έρευνας θα σας το επιβεβαιώσει, ότι το πρόβλημα δεν είναι ότι δεν βαστούν. Το πρόβλημα είναι ότι άμα βαστούν, είτε ξοθκιάζουν τα λανθασμένα είτε τρων τα, τα λάθος άτομα. Τα κράτη της Αφρικής, δεν ξέρουν να διαχειριστούν τα λεφτά που τους διά η Δύση. Η διαφθορά τζαι η απειρία στις κυβερνήσεις οδηγεί τα κράτη στην εξαθλίωση.

Αν τζαι το πρόβλημα στην Αφρική έν’ πολλά πιο πολύπλοκο που την απλοποίηση που έκαμα πιο πάνω, ας το κρατήσουμε σε τούτη την μορφή χάριν του παραδείγματος. Να το κρατήσουμε σαν απλό παράδειγμα του ότι έν’ φανερό ότι τα λεφτά μόνο δεν αρκούν για να λύσεις το πρόβλημα της φτώχιας τζαι της κοινωνικής εξαθλίωσης.

Τζαι έρκουμαι στα δικά μας. Νιώθω ότι αντιμετωπίζουμε την φτώσεια τζαι τα κοινωνικά προβλήματα γενικά, όπως σε κάποιες περιπτώσεις αντιμετωπίζουν οι υπόλοιπες χώρες τα προβλήματα στην Αφρική.
Νομίζω ότι οι κοινωνικές υπηρεσίες του κράτους [τζαι δαμαί σχολιάζω το σύστημα τζαι σε καμιά περίπτωση τον κάθε άνθρωπο που δουλεύκει τζαμαί] λειτουργούν σαν αξιολογητές του αν δικαιούται κάποιος λεφτά ή όχι. Εν υπάρχει έλεγχος, ή τουλάχιστον η στελέχωση των τμημάτων δεν ευνοεί τον έλεγχο τζαι την αποδοτικότητα της διαχείρισης των χρημάτων που δίνονται.

Για παράδειγμα, μια οικογένεια που δεν έσιει την μόρφωση ή έστω την καθοδήγηση να διαχειριστεί σωστά τα οικονομικά της, όσα λεφτά τζαι όσα επιδόματα τζαι να της δώσεις δεν θα δει χαΐρι. Στην περίπτωση της Ρουμάνας που επέθανε μες στα σκουπίθκια του σπιτιού της, νομίζω ότι το πρόβλημα δεν είναι το ότι δεν είσιεν επίδομα για δυο μήνες. Σίουρα επίσπευσε την κατάσταση, αλλά έσιει κανέναν που νομίζει ότι αν εσυνέχιζε να παίρνει το επίδομα τα πράματα θα ήταν διαφορετικά;

Το πρόβλημα είναι λλιόττερο οικονομικό τζαι περισσότερο παιδείας τζαι κοινωνικής διαπαιδαγώγησης. Όσο το βλέπουμε σαν απλά οικονομικό, θα κάμνουμε μια τρύπα στο νερό, θα ξοθκιάζουμε λεφτά άδικα τζαι δεν θα αλλάζει τίποτε. Τζαι δαμαί έρκεται τζαι η δεύτερη παρομοίωση με την Αφρική.
Το πιο πιθανόν έν’ ότι οι κυβερνώντες ξέρουν ποιον έν’ το πραγματικό πρόβλημα. Απλά εν τους κόφτει αρκετά για να εφαρμόσουν μια μέθοδο σωστή για να το λύσουν τζαι βολεύκει καλύτερα να στέλλουν ένα τσιέκκι κάθε μήνα για να έχουν την κκελλέ τους τζαι την συνείδηση τους ήσυχη.