Το χτένισμα

Το πρωί εν της αρέσκει να την χτενίζω. Τα μαλλιά της έν’ κυμματιστά τζαι κατσαρώνουν. Ξυπνά τζαι εν μπλεγμένα, νεκατωμένα όπως τα κλωνιά της κονναρκάς της ξερής. «Επήρε που τον παπά της, που επήρε που τον παπά του» λαλεί η μάνα μου άμα προσπαθεί να της τα πιάσει βρούλλο.
Τα μαλλιά μου έν’ μαύρα τζαι πυκνά. Σε αντίθεση με πολλούς της ηλικίας μου, ακόμα εν είδα άσπρες τρίσιες τζαι είμαι τζαι σχεδόν σίουρος ότι εν θα κκελλιάσω. Έν’ κυμματιστά τζαι στο φυσικό τους, ακούρευτα μοιάζουν με θρουμπί τζαι εν θαμπά τζαι άχαρα. Έν’ σκλερά τζαι μεγαλώνουν κολλημένα πας στην κκελλέ μου.
Προσπαθώ να της τα βρέχω νάκκο για να γλοιάζει η χτενιά, αλλά εν καταφέρνω τζαι πολλά. «Να την λούννετε με μαλακτικό τζαι εννα σάσουν» είπε μου η νύφφη μου. Πάλε, εν εκατάφερα τίποτε. Το πρωί σηκώννεται τζαι εν όπως την πελλή του χωρκού. Όπως τα κουκλούθκια που εβάλλαμε στες άκρες των μολυφκιών μας στο σχολείο.
Η γεναίκα μου είπε μου να μεν την χτενίζω. Να τα αφήννω τα μαλλιά της φυσικά τζαι εννα γίνουνται πουκλούες. Πράγματι άμα εν τα χτενίσεις πολλά, ξεκινούν τζαι σγουρώνουν τζαι γίνουνται μακριές μπούκλες. Όπως τους αρχαίους Έλληνες στις Μυθολογίες του Στρατίκη, ή όπως τες μπούκλες που κάμνει η κομμώτρια του χωρκού στες κουμέρες άμα έννα παν σε γάμο.
«Έλα να χτενιστούμε Ρέα μου».
«Όι παπά. Παίζω τωρά».
«Έλα τζαι αρκήσαμε, έννα ξεκινήσει μάθημα η κυρία Αντωνία τζαι εμείς εννα χτενιζούμαστε ακόμα».
«Όι παπά. Πονώ που με χτενίζεις».
Άμα λείψουν οι δικαιολογίες τζαι άμα την τραβολοήσω τζαι λλίο που την μέση, κοντέφκει να την χτενίσω. Έν’ μωρό ακόμα τζαι κάμνω την ζάφτην, άμα μιαλύνει όμως εν θα την κουμαντάρω. Εν πειράζει όμως επειδή άμα μεγαλώσει έννα έν’ δικό της πρόβλημα τα μαλλιά της τζαι όι δικό μου.
Σκέφτουμαι ότι εννά μου βάλλει κατάρες τες νύχτες που έννα πρέπει να τα σάζει για να φαίνεται όμορφη τζαι να αρέσει στον μιτσή που έννα την κορταρεί. Έν’ που τα λλία πράματα που εκληρονόμησε που εμένα. Επήρε την ομορφκιά της μάνας της τζαι τα κατσαρά μαλλιά του παπά της.
Στέκεται με την ράσιη της μπροστά μου. Ξεκινώ να της χτενίζω τα μαλλιά που κάτω χαμηλά, κρατώντας τον κότσο με το ένα μου χέρι για να φέρνω αντίσταση στην πίεση της χτενιάς. Θυμώνει, πονεί, φακκά τα πόθκια της χαμαί.
Ξεκινώ ξανά που την αρκή τζαι τραουδώ της «Πολύ με πίκρανε η ζωή, μακριά θα φύγω ένα πρωί…».
Τζαι ώσπου να φτάσω στο «… μοιάζουν τα σπίτια με σπιρτόκουτα..» ηρεμά τζαι ακούει με. Τζαι στο «Αγαπημένη μου μην κλαις…» τα μαλλιά της μοιάζουν με τα κύμματα της ήρεμης θάλασσας. Τζαι στο τέλος «μοιάζει ο κόσμος ζωγραφιά» τζαι ξεκινούμε να τον κατακτήσουμε.