Τα μεσημέρια του Σαββάτου, η Έλενα παίρνει τα μωρά να φαν χάμπουρκερ. Έτσι εν η συμφωνία που έκαμαν. Ούλλη την εβδομάδα εν φρόνιμοι, θκιαβάζουν, τζιαι τρων τα φασόλια ή τα λουφκιά τους. Έτσι τζιαι η Έλενα εν συνεπής τζιαι δικάιη, το Σάββατο, παν στο φαστφουντάδικο, παραγγέλλουν ότι θέλουν τζιαι παίζουν στον παιδότοπο.
Μόλις επάρκαρε το αυτοκίνητο, οι μιτσιοί, ο Πάρης τζιαι ο Αντώνης, εσιονοστήκαν έξω, όπως το νερό έξω που το φράγμα. Με την ίδια ορμή τζιαι με την ίδια αίσθηση ελευθερίας. Ασυγκράτητοι εβουρήσαν προς το ταμείο να παραγγείλουν το φαί τους. Η Έλενα εποφύσισε, εκούμπησε στιγμιαία πίσω στο κάθισμα τζιαι με μια αποφασιστική κίνηση άνοιξε την πόρτα.
Χαμογελαστή, επερπατούσε πίσω τους, φωνάζοντας τους να προσέχουν. Εφάαν, τζιαι μετά το φαί, οι μιτσιοί επήαν να παίξουν στον παιδότοπο. Η Έλενα εφκήκεν έξω, εστάθηκε δίπλα που το πάρκινγκ τζιαι άναψε τσιγάρο. «Πολλή ζέστη», εσκέφτηκε τζιαι εσκούπησε τον ιδρώτα που τα βλέφαρα της.
Το βλέμμα της, έππεσε μέσα στο εστιατόριο, σε μια απόμερη γωνιά απομακρισμένη που τα άλλα τραπεζάκια. Θκυο μιτσιοί, εκάθουνταν τζιαμέ. Εντζίζαν ο ένας του άλλου τζιαι επειράζουνταν. Ξαφνικά ο ένας επέρασε το σιέρι του γυρώ που τους ώμους του άλλου. Ό άλλος ακούμπησε το κεφάλι του στο στήθος του φίλου του τζιαι ο πρώτος εφίλησε του γλυκά τζιαι απαλά τα μαλλιά.
Εμείναν έτσι για κάποιες στιγμές, ακίνητοι, ανέμελοι, σάννα τζιαι ήταν οι τελευταίοι άνθρωποι πάνω στην γη. Πίσω τους η Έλενα, με την καύτρα του τσιγάρου να πλησιάζει επικίνδυνα τα δάκτυλα της. Σαστισμένη, αποσβολωμένη σάννα τζιαι επαρακολουθούσε το πιο συγκλονιστικό έργο του κόσμου.
Στο νού της ήρτεν μια νύχτα που εκάθετουν με τον Μιχάλη σε ένα παγκάκι, στον λόφο του Πλατύ. Επέρασεν το σιέρι του μέσα που τα μαλλιά της τζιαι ετράβησεν την πάνω του. Έκλεισε τα μάθκια της για μια στιγμή τζιαι η άυρα του καλοτζιαιρκού εθύμησε της την ζεστή του ανάσα στον λαιμό της. «Αγαπώ σε», άκουσεν την φωνή του, σαν πριν 10 χρόνια να της λαλεί. Το κορμί της ούλλο να γίνεται ένα κομμάτι σίερον ηλεκτρισμένο, τζιαι τα σιείλη της να γυρεύκουν τα δικά του, σάννα τζιαι εν το τελευταίο πράμα που ήταν να γευτούν.
Ένιωσεν ένα σιέρι να της τραβά την μπλούζα της. Εξιππάστηκε, άνοιξε τα μάθκια της τζιαι είδεν τον Πάρη, τον γιό της τον μιτσή να την θωρεί. Με ύφος μυστικού τζιαι με φωνή απορημένη είπε της «Μάμμα, τζείνοι οι θκυό οι άντρες τζιαμέ γιατί φιλιούνται;». Άπλωσε το σιέρι της, εχαμογέλασε τζιαι εχάδεψε του τα μαλλιά, λαλώντας «Επειδή αγαπιούνται μάθκια μου».