Το πρωτό χαμόγελο.

Έππεσα πάνω στο κρεβάτι μπρούμυτα, το πρωί, ντυμένος, έτοιμος για δουλειά.

Σε λλίο, εν η ώρα που πρέπει να φάεις. Ήδη άρκεψες τζιαι κλωτσάς τα πόθκια σου τζιαι σούζεις τα σιερούθκια σου. Ακανόνιστα, άτσαλα, νευρικά. Εν ο μοναδικός τρόπος που ξέρεις τωρά για να εκφράσεις την αγανάκτηση σου, για το κομμάτι του στομαχιού σου που εν όφκερο.

Τζιαι κάμνεις κάτι ήχους, όπως το πουλλούι, τρίζεις σαν την πόρτα την σκουρκασμένη. Γουργουρίζεις, σφίγγεσαι τζιαι ξαπολάς μια φωνούα, ενα κλαματούι, πέντε δευτερόλεπτα. Κοτσινίζει το προσωπούι σου τζιαι προσπαθείς με ούλλο σου το κορμί να καταλάβεις τζιαι να καταβάλεις τούτη την αίσθηση την πρωτόγνωρη, της πείνας.

Αβοήθητη πανικοβάλλεσαι, σταματάς να αναπνέεις τζιαι γίνεσαι ένα κουβάρι. Όπως εσυνήθισες να είσαι, όπως ήσουν μέσα στην μάμα, λλίες μέρες πρίν. Τζιαι στο αποκορύφωμα τούτης της αντίδρασης, τζιαμέ που λαλώ ότι εννα κάμεις έκρηξη τζιαι να τράβησεις τα πλευρά του κρεβαθκιού τζιαι να τα κάμεις σπάσεις, αφήνεις μια αναπνοή ανακούφισης, τζιαι όπως απότομα εξεκίνησες την διαμαρτυρία σου, το ίδιο απότομα, χαλαρώνεις την κκελλούα σου, χασμουριέσαι τζιαι συνεχίζεις τον ύπνο σου.

Τούτον ήταν το κακό ούλλο. Προειδοποίηση, ότι σιγά, σιγά το ποτήρι ξεσιηλά τζιαι ότι σε λλίο εννα λάβεις δραστικά μέτρα τζιαι να απαιτήσεις ικανοποίηση των αιτημάτων σου, άμεσα. Καθαρό πανί τζιαι φαί.

Τούτο κάμνεις το καθημερινά.

Μόνο που το πρωί τούτο, εχαλάρωσες την κκελλούα σου τζιαι μέσα στον ύπνο σου, εχαμογέλασες. Το πρώτο σου χαμόγελο. Η τουλάχιστον, το πρώτο σου χαμόγελο, που είδα. Μπορεί να εν τζιαι το πρώτο χαμόγελο που πραγματικά είδα, σε ούλλη μου την ζωή. Τα παραπάνω χαμόγελα που θωρώ καθημερινά, εσυνήθισα τα, πολλά αγνοώ τα. Τούτο ήταν το πρώτο χαμόγελο που είδα.

Άνοιξες το στοματούι σου, ξιδόντισσα, τζιαι άπλωσες τα σιειλούθκια σου που την μια πλευρά του προσώπου σου στην άλλη, κάμνωντας τα μαουλούθκια σου, θκυό κκεραζούθκια κότσιηνα. Εμισοάνοιξες τα μματούθκια σου, εδίπλωσες τα πόθκια σου, τζιαι για μερικά δευτερόλεπτα έμεινες έτσι. Χαμογελώντας, με ανοιχτό το στόμα, να αιωρείσαι, να πετάς στην ευτυχία. Το πιο ευτυχισμένο πλάσμα στην γη.

Εν ξέρω τι εθώρες στον ύπνο σου τζείνη την ώρα. Αγκαλιές, βυζιά με γάλα, μυρωθκιές τζιαι χρώματα καινούργια. Εθώρες το τζιαι αντιδρούσες με τον πιο όμορφο τρόπο που υπάρχει. Το χαμόγελο. Το μοναδικό πράμα που εν σου μαθαίνει κανένας να κάμνεις. Που το κάμνεις επειδή γεμώνεις με ένα συναίσθημα, ένα σύννεφο χαράς τζιαι ικανοποίησης, που ξεκινά που το στήθος σου τζιαι καταλήγει να απλωθεί στο στόμα σου τζιαι να σβήσει γλυκά πάνω στα μματόκλαδα σου.

Το ένστικτο της ευτυχίας, της ηρεμίας. Τζιαι είδα σε, τζιαι ένιωσα τζιαι εγώ ευτυχισμένος, ήρεμος. Τζιαι εσηκώθηκα που το κρεβάτι τζιαι ήθελα να φκώ στους δρόμους να φωνάζω ότι εχαμογέλασες τζιαι ότι είδα σε. Είπα το της μάμας, τζιαι εχαμογέλασε τζιαι τζείνη.

Τζιαι έκατσα με την φωτογραφική, όπως τον χαντό, τζιαι επερίμενα σε να ξαναχαμογελάσεις. Για να σε δώ, τζιαι να παγιδέψω την στιγμή σε μια καρτού, σε ένα κομμάτι κόλλα, σε μια οθόνη. Εν τα εκατάφερα όμως. Την εικόνα επαγίδεψα την, η στιγμή εφυλάκτηκε μες την ψυσιή μου τζιαι εννα μείνει τζιαμέ ώσπου υπάρχω τζιαι εγώ. Εν κομμάτι του αέρα, του κόσμου, του ουρανού. Τούτα τα πράματα αιωρούνται τζιαι τζοιμούνται πάνω στα μάθκια μας, μέσα στην καρδιά μας. Εν παγιδεύκουνται σε φωτογραφικές.

Εθύμησες μου σήμερα, ότι η ευτυχία γεννιέται μαζί μας. Εν φωθκιά μες το στομάσιη μας τζιαι πολεμά να φκεί πάνω. Γεννιούμαστε τζιαι αρκέφκουμε να χαμογελούμε. Μεγαλώνουμε, τζιαι μαθαίνουμε να μεν χαμογελούμε.

Εν ήταν το πρώτο χαμόγελο που είδα στην ζωή μου. Πιθανόν, ούτε το πρώτο χαμόγελο δικό σου. Ήταν το πρώτο χαμόγελο που πραγματικά είδα, εδώ τζιαι πολλή τζιαιρό. Τζιαι εφύλαξα το μέσα μου τζιαι κουβαλώ το, που το πρωί μαζί μου.