Εσκέφτηκα πολλά σοβαρά να τα βαώσω ούλλα τζιαι να πάω έσσω μου.
Έκατσα που έκατσα τόσον τζιαιρό, λαλώ, να βάλω μια ταπέλλα πάνω “Κλειστό μέχρι νεωτέρας” τζιαι να φκώ σε όνλαιν σύνταξη.
Έγραψα τζιαι το κειμενούι μου, έβαλα το καππέλο μου, εστάθηκα στην πόρτα τζιαι εγύρισα πίσω μου.
Είδα τους καναπέδες, τα τραπέζια, τα module τζιαι τα themes, εγεμώσαν τα μάθκια μου.
Έμετροφύλλισα τες σελίδες του μπλόγκ τζιαι είδα κομμάθκια της ψυσιής μου αφημένα, τόπους, τόπους. Συσταρισμένα, τζιαι αποθεμένα προσεχτικά. Όπως τα χανναπούθκια που είσιεν η γιαγιά μου διακοσμημένα μες την γυάλλενη την αρμαρόλλα.
Άφηκα την τσέντα μου στο πάτωμα, έβαλα το καππέλλο μου πίσω στον καλόγερο τζιαι έκατσα στο τραπέζι για λλίο. Εχαλάρωσα την γραβάτα μου, άναψα τζιαι ένα τσιάρο τζιαι έκλεισα για λλίο τα μάθκια μου. Εν άκουσα τίποτε. Ησυχία.
Επήρα μιαν βαθκιάν ανάσα. Πλαστικό τζιαι σύρματα.
Τζιαι εκατάλαβα ότι τούτο εν δικό μου σπίτι. Τζιαι κάμνει μου καλό. Η ησυχία, η ηρεμία που μου διά το να αποτυπώνω τες σκέψεις μου σε μια οθόνη, τζιαι να τες φυλάω σε ένα ντάταπέις.
Έκλεισα την πόρτα τζιαι άναψα ξανά τα φώτα.
“Θέλει βάψιμο” εσκέφτηκα. “Να συσταρίσω τα πράματα μου τζιαι να πιάσω δουλειά”.
“Εσύ τι λαλείς Ρέα; εννα βοηθήσεις τον παπά”
Έσουσε πάνω, κάτω την κκελλούα της, καταφατικά.
“Άτε, τζιαι εννα σου γράφω τι σκέφτουμαι τωρά που είμαι νέος. Επειδή άμα γεράσω, μπορεί να γίνω τζιαι εγώ όπως τους γέρους που ξηχάννουν ύνταλως είναι να είσαι μιτσής τζιαι συναισθηματικός.”
Εχαμογέλασε. Έκατσε στην καρέκλα δίπλα μου τζιαι ετέντωσε την πλάτη της για να φτάνει να βάλει την κκελούα της πάνω στο τραπέζι. Έβαλε τα θκύο της σιέρκα βάση τζιαι εκούμπησε το πιγούνι πάνω στες παλάμες της. Έμεινε να με θωρεί χωρίς να μιλά. Είπε μου όμως με τα μάθκια της “Ακούω.”
“Ακόμα τζιαι τωρά που εν ξέρω πως μοιάζεις, κόρη μου. Ξέρω ότι θέλω μια μέρα να κάθεσε σε μια καρέκλα, να θκιαβάζεις τι έγραφα κάποτε τζιαι να νιώθεις ότι κάθουμε τζιαι εγώ δίπλα σου τζιαι αφηγούμαι σου τα. Σαν μια νοητική σύνδεση, που ξεκινά τωρά που ακόμα εν ήρτες στον κόσμο τζιαι εννα συνεχίσει ίσως τζιαι μετά που εν θα είμαι εγώ στον κόσμο. Θέλω αν μέν ‘ννεν άλλο, να σου αφήκω κληρονομιά, κομμάθκια που την ψυσιή μου, επειδή εν τα πιο πολύτιμα κομμάθκια του εαυτού μου.”
Δώστε μου λλίη ώρα να ανασάνω, τζιαι είμαι πίσω.
Joshoua
Tags: Ρέα