Απουσία

Εσχόλασε που την δουλεία, αλλά εν εβάσταν η καρδιά του να πάει σπίτι. Οι τελευταίες δέκα μέρες είναι μαρτύριο. Το σπίτι μοιάζει με φυλακή χωρίς τζείνη. Επικρατεί μια αμήχανη σιωπή, όπως το νεκροταφείο. Τζιαι στην ατμόσφαιρα νιώθει συνέχεια ότι κάτι εννα αλλάξει. Να χτυπήσει το τηλέφωνο, η πόρτα, να ακούσει βήματα. Κάτι που να σπάσει την μελαγχολία που τον πνίει.

Τίποτε όμως. Τζιαι οι ώρες περνούν, σαν ανθρωπάκια περπατούν μπροστά που την πολυθρόνα του, τζιαι η κάθε μια με τη σειρά της συστήνεται τζιαι κάθετε πάνω στο ξύλινο σιέρι της.

Κάθετε τζιαμέ τζιαι θωρεί τον μες τα μάθκια. Ώσπου να περάσει η σειρά της τζιαι να την αλλάξει η άλλη ώρα. Δέκα μέρες τωρά, εγνώρισε τες ούλλες. Τρείς το πρωί, πέντε το πρωί, έντεκα την νύχτα.

Η κάθε μια πιο αναίσθητη τζιαι πιο σκληρή που την προηγούμενη. Συνεχόμενα τζιαι σταθερά, μεταφέρουν την στιγμή που εννα ακούσει νέα της, ακόμα μακρύτερα.

Το σπίτι που πριν λλίο τζιαιρό ήταν το καταφύγιο του. Τωρά έγινε ένα παγωμένο τζιαι αφιλόξενο μέρος. Ούλλα πληγώνουν τον, ούλλα θυμίζουν του κάτι. Τζιαι καμιά γωνιά εν μπορεί να τον κρύψει, να τον προστατέψει. Τζοιμάτε ελάχιστα, σκέφτεται πολλά, κλαίει ακόμα παραπάνω.

Προτιμά να μεν μινήσκει μόνος του. Ο κόσμος βοηθά τον να ξεχάννει λλίο.

Νιώθει σάννα τζιαι εν πάνω σε μια σχεδία, στην μέση της θάλασσας. Ο κόσμος σε ένα καράβι που απομακρύνεται τζιαι τζείνος να πλατσουρίζει άτσαλα να το φτάσει. Βοηθά τον να συγκεντρώνεται αλλού, τούτη η προσπάθεια.

Προσπαθεί λοιπόν τούτη την μακρινή σχέση που έσιει πλέον με τον κόσμο, να την διατηρεί για όση παραπάνω ώρα γίνεται.

Επέρασε που το μπάρ. Έλπιζε να έσιει κόσμο. Έλπιζε επίσης να έρτει κάποιος να τον ρωτήσει, τι έσιει, τι του συμβαίνει. Σε κάποιον να ανοίξει την ψυσιή του τζιαι να του πεί. Ότι η γενέκα που αγαπούσε παραπάνω που οτιδήποτε άλλο στον κόσμο, έφυε. Εμάζεψε τα πράματα της μια μέρα τζιαι έφυε. Εν είπε ούτε που πάει, ούτε αν θα ξαναέρτει πίσω.

Στον καναπέ στην γωνιά, λλίο πιο κάτω που ένα παλιό, κόκκινο φωτιστικό, εκάθετουν κάποιος γνωστός, παρέα με μια κοπελιά. Έκατσε τζιαι τζείνος λλίο σε ένα στούλ, με το πρόσωπο γυρισμένο προς το μπαρ, να μεν φανεί αδιάκριτος.

Με μικρές, κυκλικές κινήσεις, έπαιζε με το ποτήρι της μπύρας. Εθώρεν τον αφρό που εταξίδευκε, παγιδευμένος μέσα στο γυαλί, τζιαι ένιωσε τες σκέψεις του να σταματούν για λλίο. Ηρέμισε, για μερικά λεπτά εξέχασε.

Η λύπη όμως εν τον εξέχασε τζιαι το πρόσωπο του απότομα άρχισε να λίωνει. Τα μάθκια του, εστάζαν παράπονο τζιαι το κορμί του έτοιμο να εκραγεί. Έφυε βιαστικά που το μπαρ τζιαι εξεκίνησε να πάει σπίτι του.

Εξεκλείδωσε την εξώπορτα τζιαι εστάθηκε στην είσοδο. Το σπίτι εμύριζε καπνό τζιαι κλεισούρα.

Έκατσε σταυροπόδι στην πολυθρόνα του. Ούλλο το μαράζι της γης, απλώθηκε σαν σεντόνι πάνω στο κορμί του. Αργά την νύχτα, είδε την να κάθετε στον απέναντι καναπέ τζιαι να σπρώχνει τα κοντά της μαλλιά πίσω που το αυτί της.

Θυμήθηκε που την εκρατούσε σφιχτά στην αγκαλιά του. Ίσως να μεν την εκρατούσε όσο σφιχτά έπρεπε.