Ο Λεωνίδας

Σηκώθηκε από το κρεβάτι και έβαλε τις καφέ γαλότσες μαζί με το μακρύ, πράσινο του αδιάβροχο. Αυτό που είχε αγοράσει στο μαγαζάκι, δίπλα από τον σταθμό του τραίνου στο Εδιμβούργο. Τότε που αποφάσισε να γυρίσει την Αγγλία με ένα σακίδιο και δέκα εγγλέζικες λίρες στο πορτοφόλι του.

Κάθισε για λίγο στο κρεβάτι και έκλισε το κορμί του μέσα στα χέρια του, σφίγγοντας ταυτόχρονα τους μύες όλου του σώματος του. Σαν γάτος που μόλις ξύπνησε, έγειρε στο πλάι, καθισμένος ακόμα και έκλισε τα μάτια για λίγο.

«Νυστάζω», σκέφτηκε. Έπρεπε να φύγει όμως.

Στο εργοστάσιο έβαλαν ένα καινούργιο σύστημα, με ηλεκτρονικές κάρτες. Όλοι οι υπάλληλοι, κτυπούν την κάρτα τους στο μηχάνημα την ώρα που μπαίνουν στο εργοστάσιο και την ώρα που βγαίνουν από αυτό.

Έτσι το αφεντικό ξέρει ποιοι αργούν να πάνε δουλεία και ποιοι σχολνούν νωρίτερα. Στο τέλος του μήνα, προσθέτει τα λεπτά και τους κτυπάει τα μεροκάματα.
Ποιο παλιά, έκλεβε λίγα λεπτά για να κοιμηθεί παραπάνω το πρωί. Τώρα, πάντα στην ώρα του ο Λεωνίδας. «Σιγά μην αφήσω τον χοντρό, φασίστα να μου φάει το μεροκάματο» έλεγε στον Μάουρο, τον Ιταλό που συνήθως δούλευε δίπλα του.

«Έλληνας και στην ώρα του. Πράγμα σπάνιο.» απαντούσε συχνά ο Μάουρο, πειράζοντας τον.

Στο εργοστάσιο στην Γερμανία, κατέληξε από τύχη. Ξεκίνησε να επιστρέψει στην Ελλάδα όταν τέλειωσε το πτυχίο του στο Γιορκ. Άλλαζε τραίνα, αυτοκίνητα, ωτοστόπ και όταν χρειαζόταν λεφτά, δούλευε λίγες μέρες και προχωρούσε. Όπου τον έβγαζε ο δρόμος.

Πάνε δύο χρόνια, από την ημέρα που έπιασε δουλεία στο εργοστάσιο με τα πλαστικά μπουκάλια. Σε μια μικρή πόλη λίγο έξω από το Μόναχο. Του άρεσε το τοπίο και έκατσε λίγο παραπάνω.

Στο λίγο παραπάνω γνώρισε την Γκρέτσεν, παντρεύτηκαν, σε λίγο ήρθε και ένα μικρό, ξανθό κοριτσάκι. Οικογενειάρχης ο Λεωνίδας.

Φίλησε την Γκρέτσεν στο μάγουλο, χάιδεψε την Μελίνα και κατέβηκε ήσυχα τις σκάλες για να μην τους ξυπνήσει.

Κοντοστάθηκε στην πόρτα του μικρού, πέτρινου σπιτιού και κοίταξε τον συννεφιασμένο ορίζοντα. Αν και του έλειπε που και που ο ήλιος της Θεσσαλονίκης, τίποτα δεν μπορούσε να συγκριθεί με την ομορφιά του θλιμμένου, βροχερού ουρανού να παλεύει με τα απέραντα πράσινα λιβάδια και τους μικρούς λόφους της Γερμανίας.

Περπατούσε κάθε μέρα για το εργοστάσιο. Στον δρόμο αγόραζε κουλούρι από το αρτοποιείο του Εβραίου στην γωνία και το έτρωγε στις δέκα, πίνοντας τον καφέ του.
Ένα πράσινο ποδήλατο, ακουμπισμένο και ξεκλείδωτο στα κάγκελα κάποιου σπιτιού. Στάθηκε, το κοίταξε και έσπρωξε το πισινό λάστιχο με την μύτη του ποδιού του, για να βεβαιωθεί ότι δεν ήταν ξεφούσκωτο.

Σκέφτηκε να το καβαλήσει μέχρι την δουλεία. Μετά σκέφτηκε ότι δεν είναι δικό του, δεν θα ήταν σωστό να κλέψει το ποδήλατο κάποιου. Μετά σκέφτηκε ότι ένα ποδήλατο μπορεί να τον πάρει μέχρι το Μόναχο, στο σταθμό του τραίνου.

Έσφιξε το κουλούρι στο χέρι του, μετατρέποντας το κομμάτι που κρατούσε, σε ψίχουλα. Γύρισε το κεφάλι και συνέχισε για το εργοστάσιο. «Που να τα αφήσω όλα αυτά, τώρα πια..» και προχώρησε να κτυπήσει την κάρτα του.