Αμα βρέξει.

Άμα βρέσιει οι Κυπραίοι χαντακώννουνται.

Ειδικά μες το δρόμο, παθαίνουν όπως τους κάττους που τους εποτίσαν ουίσκι. Κλώννουν δίχως να νέψουν, νέφκουν δίχως να κλώννουν, βρέθουνται μες την αντίθετη λωρίδα μπλοκκάροντας τον δρόμο τζιαι διάφορα άλλα μαγικά, οδηγικά ακροβατικά. Αμα εν καλός ο τζιαιρός, εν τζιαι συμπεριφέρουνται τζιαι πολλά διαφορετικά, απλά άμα βρέσιει, σιορταρίσκουν οι εγκεφάλοι τους. Εν επειδή εν εσυνηθήσαν τα νερά ακόμα.

Νιώθω επίσης ότι άμα βρέξει, ούλλοι οι Κυπραίοι έχουμε κάπου να πάμε τζιαι πίαννουμε το αυτοκίνητο. Βασικά, την ίδια ώρα σε μέρες που ο τζιαιρός εν καλός, οι δρόμοι εν όφκιεροι. Μόλις ψιχαλλίσει λλίο γεμώνει αυτοκίνητα.

Σάννα τζιαι είμαστε καραόλοι τζιαι φκέννουμε να χορτάσουμε την δροσία.

Εν φυσικό, κάτω που τούτες τες συνθήκες, ούλλοι όσοι οδηγούν να εν παραπάνω που το κανονικό νευριασμένοι (ούλλοι οι Κυπραίοι είμαστε νευριασμένοι, πάντα, ειδικά άμα οδηγούμε) τζιαι να γυρεύκουμε ευκαιρία να φκάλουμε τα νεύρα μας στον πρώτο οδηγό που θα κάμει έστω τζιαι το παραμικρό λάθος στον δρόμο μας.

Μια που τες μεγαλύτερες μας ψευδαισθήσεις, είναι το ότι νομίζουμε, ότι είμαστε παραπάνω που μέτρια καλοί οδηγοί.

Ούλλοι το ίδιο άχρηστοι τζιαι αναίσθητοι είμαστε στο δρόμο. Εν μες το DNA μας σαν λαός. Κάμνουμε ούλλοι πανομοιότυπες παρανομίες τζιαι νευριάζουμε άμα δούμε κάποιον να παρανομεί.

Όχι επειδή επαρανόμισε, αλλα επειδή επρόλαβε να παρανομίσει πριν που μας.

Για παράδειγμα, πάμε στο περίπτερο με το αυτοκίνητο τζιαι νευριάζουμε επειδή ένας αναίσθητος επάρκαρε ζαβά το αυτοκίνητο του πάνω στο πεζοδρόμιο έξω που το περίπτερο. Η κλασσική αντίδραση μας σαν Κυπραίοι είναι να του πούμε τζιαι για που τζιαμέ που εμπήκε τζιαι για που τζιαμέ που εφκήκε, όχι επειδή επάρκαρε ζαβά, αλλα επειδή εν φορεί να βάλουμε το αυτοκίνητο μας τζιαι εμείς παράνομα τζιαι εννα χρειαστεί να παρκάρουμε εκατό μέτρα πάρακατω τζιαι να περπατήσουμε για να πάμε στο περίπτερο.

Άλλο χαρακτηριστικό εν το ότι θεωρούμε ότι εμείς, έχουμε λόγο να παρανομίσουμε.

«Εννά προσπεράσω που τα αριστερά. Δικαιούμε, άρκησα τζιαι βιάζουμε.»

«Εννα παρκάρω τζιαι να του κλείσω την είσοδο. Δικαιούμε, εννα κατεβώ πέντε λεπτά στο μπούκκικο τζιαι να έρτω.»

Πάντα ο δικός μας λόγος εν πιό σημαντικός που τον λόγο των υπόλοιπων οδηγών.

Τελευταίο αλλα σίγουρα όχι έσχατο χαρακτηριστικό, εν η νοοτροπία του «Προλαβαίνω.» ή διαφορετικά «Ποίος σ’αρωτα ρε κουμπάρε.»

«Κόψε το δρόμο τζιαι ποιός σ’αρωτά ρε κουμπάρε, προλαβαίνω.»

«Σταμάτα πας τα φώτα τζιαι άψε τα φώτα κινδύνου τζιαι ποιός σ’αρωτα ρε κουμπάρε»

Διαχρονικοί εκνευριστικοί εν τζείνοι που νομίζουν ότι, όσο ποιό ακριβό εν το αυτοκίνητο τους τόσα παραπάνω δικαιώματα έχουν μες το δρόμο. Εν ξέρω αν ισχύει, αλλά νίωθω ότι νευριάζουμε παραπάνω αμα μας κόψει το δρόμο κανένα Cayenne παρά κανένα Starlet.

Σε γενικές γραμμές νομίζω ότι αν προσπαθήσουμε να ηρεμίσουμε νάκκο τζιαι αν ξεκινήσουμε να σκεφτούμαστε τζιαι τους υπόλοιπους οδηγούς, τα πράματα στους δρόμους εννα εν καλύτερα.

Τζιαι να αποφεύγουμε να οδηγούμε άμα βρέσιει. Κάμνει κακό στα νεύρα.