Εκάθετουν πάνω στο κίτρινο ντιβάνι δίπλα που το παράθυρο για πολλή ώρα. Τα πόδια της, διπλωμένα πάνω, με τα γόνατα της να αγγίζουν το πηγούνι της τζιαι το κεφάλι της, ακουμπημένο στο θολό, που την ξαφνική βροχή του Απρίλη, παράθυρο.
Αμήχανα με τα δάκτυλα της, εζωγράφιζε την υγρασία, αμίλητη, μυστήρια, κλειστή τζιαι σφιγμένη σαν κογχύλι στο βάθος της θάλασσας. Τζιαι τόσο όμορφη, τόσο απλά, τόσο γλυκά, τόσο ήρεμα, τόσο αφοπλιστικα όμορφη.
Εκάθετουν μακριά της, στο τραπέζι που ως πριν λλία λεπτά εσυζητούσαν περι ανέμων και υδάτων. Πάντα άρεσκε του να την χαζέυκει, να την παρατηρεί. Έτσι τζιαι τωρά, έπιασε τον εαυτό του μαγγωμένο πάνω της.
Το μυαλό του, οι σκέψεις του, ούλλος του ο εαυτός εκολλούσε πάνω της, σαν τα γρανάζια μιας παλίας μηχανής, που αγίωννουν τζιαι αρνούνται να συνεχίσουν να λειτουργούν κανονικά.
Ένα μικρό υγρό, σύννεφο εξεκινούσε που τα βάθη της ψυχής του, τζιαι ανέβαινε ως το στόμα του, πνίγοντας τον, μπλοκκάρωντας την αναπνοή του, παραπάνω που τα τσιγάρα που άναβε το ένα μετα το άλλο την τελευταία ώρα. Τζιαι ένα παράπονο, ένα γιατί, μια απογοήτευση, να του σφίγγει το στομάχι του.
Στο νού του οι εικόνες έρκουνταν η μια μετα την άλλη, σαν ταινία.
Το χαμόγελο της, αμα έρκετουν το απόγευμα που την δουλεία τζιαι έφερνε της λουλούδια. Ποττέ τα ίδια, τζιαι ποττέ τες ίδιες ημέρες. Άφηννε την να περιμένει, ήξερε πως της αρέσκαν οι εκπλήξεις.
Το υγρό στις άκρες των ματίων της, την ώρα που εγέλαν. Όποτε της ελάλεν πελλάρες, τζιαι εγέλαν. Σαν ένα μικρό, χαρούμενο ζωάκι που το γαργαλάς με ένα φύλλο.
Τα χέρια της την ώρα που ανοίγαν να τον αγκαλίασουν. Με τα δάκτυλα της μακριά, ταλαιπωρημένα που την συνήθεια που είσιεν να τα δαγκώνει που αμηχανία, να κουνίουνται σαν μικρά πλοκάμια τζιαι να τον προσκαλούν να κλειστεί πίσω τους.
Τα μαλλία της, μαύρα όπως τον κατρά, να σιωνόνουνται πάνω στους ώμους της. Να κυματίζουν τζιαι να ηλεκτρίζουνται άμα είσιεν υγρασία. Τζιαι τζίνη να τα πίαννει με το ένα της, τζιαι με ένα μοναδικό τρόπο να τα τυλίγει πάνω, να τα στερεώνει με σιδεράκια τζιαι να σκουπίζει τον, ζεστό, ιδρωμένο της σβέρκο με το άλλο, ελεύθερο της σίερι.
Το πίσω μέρος του λαιμού της, με την μικρή ελία στο αριστερά τζιαι τζίνη την χαρακτηριστική μυρωδία, κανέλας τζιαι μαλακτικού ρούχων. Το ποίο ζεστό, ήρεμο μέρος του κορμιού της, που κάποτε έγυρνε μέσα τζιαι εποτζοιμάτουν με την αύρα της να του χαιδεύκει τα μαλλία.
Οι κινήσεις της, τόσο απαλές, τόσο συνηθισμένες να γεμίζουν με συναισθήματα τζιαι χαρά οτιδήποτε την επεριτριγύριζε. Ούλλα πάνω της.. τόσο ιδιαίτερα, τόσο ξεχωριστά.
Ακόμα τζιαι τα μάθκια της που εχαμηλώσαν, την ώρα που του ελάλεν ότι αγαπά κάποιον άλλο..