Μόνος.

Εσηκώθηκε που το πεζούλι, μπροστά που το σπίτι του τζιαι εγύρισε πίσω του να ρίξει μια τελευταία μαθκία.

Ο τζίρης του είπε του, να μεν γυρίσει πίσω του, αν αποφασίσει να φύει. Κάτι μέσα του όμως εν τον άφηνε να φύει χωρίς να παρατηρήσει λλίο την αυλή που τον ανάγιωσε.

Το γιασεμί που εσκαρφάλωνε πας το παλίο, σιδερένιο, στίρηγμα, που άμα άνθιζε έμοιαζε με σιντριβάνι που αντι για νερό, ανάβλιζε ανθούς τζιαι μυρωθκίες. Το ψηλό, κακτοειδές φυτό, που το επλήγωνε με τα νίσια του, τζιαι έτρεσιε ένα άσπρο γάλα που εκολλίτσιαζε. Την τριανταφυλλία, τα σκυλλάκια, τα μάρμαρα της εισόδου, το λάστιχο του νερού.

Άψυχα αντικείμενα τζιαι φκίορα, που ήταν ο κόσμος του, όσο εμεγάλωνε.

Αντίναξε το παντελόνι του, ίσιωσε τον γιακκά του πουκαμίσου του τζιαι επάτησε το τσιγάρο του να σβήσει. Εχαμογέλασε, εγίνηκε μεγάλος καφκάς σπίτι άμα έμαθε ο τζίρης του ότι έπιννε τσιγάρο.

Ήταν 16 χρονών τζιαι είδε τον μια γειτόνισσα, στο δασάκι κοντά στην γειτονία, να τσιαρίζει με κάτι άλλους ροκόλους. Έφαεν καμπόσο ξύλο, αλλα χαβάν του. Αντι να το κόψει, εξεκινήσε το που τα αλήθκεια. Τωρα στα 22 του, καπνίζει ένα πακέτο.

Ο τζίρης του αγαπούσεν τον. Ήταν αυστηρός όμως. Παλιά κκελλέ.

Ο μεγαλύτερος του φόβος ήταν να μεν του φκεί ο γίος του «που τους άλλους».

Ο μιτσής, εν ήταν όπως τα άλλα κοπελλούθκια. Παρά να τζιλίετε μες τα χωράφκια τζιαι τα χώματα, επροτιμούσε να διαβάζει βιβλία. Άρεσκε του να μινήσκει σπίτι τζιαι να βοηθά την μάνα του στο μαγείρεμα τζιαι στες δουλείες του σπιθκιού.

Όσον τον εθώρεν έτσι ο τζίρης του, παραπάνω ανησυχούσε.

Η αλήθκεια εν ότι ποττέ εν του έδωκε δικαίωμα ο μιτσής. Ήταν που φυσικού του εσωστρεφής τζιαι επρόσεχε τες κινήσεις του τζιαι τες κουβέντες του, ειδικά μπροστά στον τζίρη του.

Στην εφηβεία του, το κενό μεταξύ τους εμεγάλωσε. Ο τελευταίος δεσμός που τους ένωνε, έσπασε μια μέρα στα 17 του μιτσή.

Ήρτεν ο τζίρης του ποιο γλήορα που την δουλεία, τζιαι ήβρε τον να χορέφκει μπροστά που τον καθρέφτη. Άρπαξε τον που το ζινήσιη τζιαι έδωκε του πολλή ξύλο. «Ανάγιωννα σε τόσα χρόνια ρε, για να μου γινείς πούστης!».

Εξαναέφαε ξύλο ο μιτσής. Τζίνη την μέρα όμως, έν ήταν μόνο ξύλο. Ήταν μίσος, υποψίες, απογοήτευση, νεύρα, ζήλια. Τα συναισθήματα που του εμετέδιδε ήταν σιειρόττερα που τους πάτσους που του εδία.

Μετα που τζίνο το επεισόδιο, εγινήκαν θκύο ξένοι που απλά εβρέθουνταν στο ίδιο σπίτι.

Ο τζίρης του, εκράννοιξε το παράθυρο, τζιαι είδεν τον να κατηφορίζει για την στάση του λεωφορείου. Είπε το τζιαι έκαμε το. Έφιε τελικά. Η ψυσίη του έκρουζε, τα μάθκια του εγεμώνναν, έσιει φορές όμως που τα λάθη εν δύσκολο να σάσουν. Ο μιτσής ίσιεν δίκαιο στα τελευταία του λόγια.

«Έννεν εύκολο παπά, να σας αφήνω πίσω..έννεν εύκολο..εν καλύτερα για ούλλους όμως.»