Το σπίτι του Χαρίλαου, εν ποτζίνα τα παλιά, που ακόμα στέκουν μες τες γειτονίες της μεταπολεμικής Λευκωσίας. Ένα συνηθισμένο σπίτι, με μια μικρή αυλή, βεράντα με πέρκολα τζιαι ένα ακανόνιστο κήπο με τριανταφυλιές, ζουμπούλια τζιαι γιαννϊες.
Πολλοί που εμάς εμεγαλώσαμε σε ένα τέθκοιο σπίτι. Επαίζαμε τζιαι εδημιουργούσαμε ένα ιδιαίτερο μικρόκοσμο, αποτελούμενο που λιμπούρους, παπαρούνες, χώματα τζιαι φυτά, μέσα στην αυλή των δικών μας.
Στο σπίτι τούτο εμινήσκαν οι γονιοί της μάνας του. Τωρά μινήσκει ο Χαρίλαος. Έσασεν το νακκουρί (όϊ πως έθελεν πολλά σάσματα, οι προηγούμενοι ιδιοκτήτες ήταν νοικοτζύριες) τζιαι έφυεν που το πατρικό του για να ζήσει μόνος του.
Έκατσαμε στην βεραντούα μπροστά, στες πλαστικές, πολύχρωμες καρέκλες, με το σιδερένιο σκελετό. Τζίνες που κολλούν τα μαλλιά σου πας την τζεφαλαρκά άμα κουμπήσεις πίσω. Το γιασεμί, που εσκαρφάλλωνε στην σιδερένια πέρκολα δίπλα μας ήταν μισοανθισμένο τζιαι η λεμονιά παρακάτω, σχεδόν γεμάτη καρπούς.
Άμα μπαίνει η άνοιξη, πρέπει να εν χαρά θεού οι μυρωθκίες που φκάλλει τούντο σπιτούϊ.
Η πυράες εν είχαν σφίξει ακόμα, τζιαι ήταν κατά το δείλης. Αν δεν επέρναν τζιαι τζείνη η λεωφόρος λλίο παρακάτω να πελλανίσκει τους τόπους με τα αυτοκίνητα, είσιεν να κόψουμε τζιαι το κουρούϊ μας.
Η γύρω περιοχή, εν γεμάτη πολυκατοικίες τζιαι καταστήματα. Σιγά, σιγά τα παλιά σπιτούθκια πέφτουν τζιαι γίνουνται συγκροτήματα – αππάρτμεντ που στέκουνται πάνω σε φούρνους τζιαι μπουτίκ. Ευτυχώς που το χωράφι μπροστά εν δικό του τζιαι εν έσιει πιθανότητα να σηκώσουν καμία πολυκατοικία, να τον απομονώσουν μες τους τσιμέντους.
Εγέμωσε ο τόπος πολυκατοικίες. Ούλλοι όσοι έχουν σπίθκια παλιά, ρίφκουν τα κάτω τζιαι κάμνουν διαμερίσματα για να τα νοικιάσουν.
Εν φυσικό επόμενο τούτο αφού τα διαμερίσματα έχουν ζήτηση. Κάποιος για να νοικιάσει σπίτι, έτσι όπως εν τα πράματα, πρέπει να πουλήσει νεφρό στην μαύρη αγορά για να φκάλει το ενοίκιο. Έτσι αφού η αγορά ζητά διαμερίσματα, όσοι έχουν σπίθκια, μετατρέπουν τα σε πολυκατοικίες τζιαι νοικιάζουν τα.
Με λλία λόγια, η Λευκωσία σιγά, σιγά μετατρέπετε σε τσιμεντούπολη. Οι γειτονίες εξαφανίζονται όσο περνά ο τζιαιρός, τζιαι ενώ πριν λλία χρόνια, αναλογούσε ένα χωράφι για μια οικογένεια, τωρά αναλογεί ένα χωράφι για δέκα οικογένειες. Κυριολεκτικά αρκέψαμε να μινήσκουμε ο ένας πάνω στον άλλο.
Είμαστε φυσικά, πολλά πίσω που το να γίνουμε Αθήνα. Βαδίζουμε όμως με γοργούς και σταθερούς ρυθμούς στο να μετατραπούμε σε αφιλόξενη τσιμεντούπολη. Να μινήσκουμε σε διαμερίσματα 5x5 τζιαι να πιερώννουμε μισό μισθό ενοίκιο.
Έσιει ακόμα ένα σπίτι δίπλα που του Χαρίλαου που εν παρόμοιας κατηγορίας αλλά εν αρκετά πιο παλιό. Ερώτησα ποιος μινήσκει μέσα. Μινήσκει ένα ζευκάρι ηλικιωμένων. Το σπίτι τζείνο, εν το μοναδικό πλιθαρένο σπίτι της περιοχής. Μάλλον εν τζιαι το τελευταίο.