Εγύρισε τζαι είδεν τον φίλο του με ένα ύφος απελπισίας. Τα μάθκια του εμαυρίσαν τζαι το κορμί του ετέντωσε. Σάννα τζαι επερίμενε χρόνια τούτη την ευκαιρία. Ανεμίζοντας το σιέρι του τζαι εφώναξε «Εν μπορώ άλλο ρε Νικολή, εν αντέχω, έσπασα.»
Έκατσε χαμέ τζαι εδίπλωσε τα πόδια του κάθετα στην γη, φέρνοντας τα γόνατα του μπροστά που το στόμα του. Ο Νικολής, εκόντεψε φοιτσιασμένος, έκατσε δίπλα του τζαι επέρασε το σιέρι του γύρω που τους ώμους του φίλου του.
«Ρε φίλε μου καλέ. ‘Ηντα που έπαθες έτσι πάνω σ ‘ ανεμο.»
Πιο ήρεμος τζαι χωρίς να γυρίσει να τον δει, απάντησε «Έννεν έτσι άξξιππα που μου ανάδοξε ρε Νικολή. Ξέρω ήντα που σου είπε η μάνα μου, μεν έσιεις έννοια, εν επέλλανα. Ξέρω καλά τι μου συμβαίνει.»
Ο Νικολής, εξεθάρρεψε, έσουσε τον φιλικά τζαι είπε «Ήντα λόγο είσιες να παραιτήσεις που την δουλειά.»
Στην άκρια της τελευταίας λέξης του φίλου του, ο Στέλιος αγκομαχώντας επολοήθηκε «Ρε Νικολή. Είσαι σίουρος ότι εν τούτο που θέλεις που την ζωή σου; Τες νύχτες πριν να σε πάρει ο ύπνος, εν σκέφτεσαι μιαν άλλη ζωή; Μεν απαντήσεις ολόισια, σάννα τζαι έσιεις την απάντηση χωσμένη πίσω που την άκραν τον σιειλιών σου. Άμα κοιτάξεις μέσα στην καρκιά σου τζαι ρωτήσεις τον μιτσή τον Νικολή, τι εννα σου πει; Ότι που εννα μεγαλώσει θέλει να δουλεύκει μέρα μπαίννει, μέρα φκαίννει ώσπου να πεθάνει;»
Ο Νικολής, εξαπόλυσε τον ώμο του παρέα του τζαι εκούντησεν τον ανάλαφρα μακριά του. «Όσο μεγαλώνεις, τόσο μιτσιανίσκουν τα όνειρα σου φίλε. Αν με ρωτάς, πριν 20 χρόνια έθελα να πάω στο διάστημα. Πούντο τζαι επήα;»
Εσηκώθηκε σικκηρτισμένος που χαμέ ο Νικολής τζαι εσυνέχισε «Ο κόσμος εν δουλεύκει έτσι ρε Στέλιο. Η ζωή, έννεν μόνο εσύ, μόνο όνειρα, μόνο θέλω. Εβαρέθηκες την δουλειά σου; Έσιει σιηλιάες γυρώ μας που εννα εδιούσαν τα πάντα για να εν στην θέση σου τζαι να πιάννουν έστω τζαι θκυο μπακκίρες για ν’ αναγιώσουν τα κοπελλούθκια τους.»
Τα μάθκια του Νικολή εγεμώσαν, ο Στέλιος επάγωσε στην θέση του τζαι τα λόγια εν εβρίσκαν δρόμο να φκούν που το στόμα του. «Νομίζεις ρε Στέλιο, ότι μόνο που πάνω σου εν τούτο το βάρος; Τούτη η αβεβαιότητα; Που σε τσιλλά χαμέ, που γονατά πας τα ζινίσια σου τζαι τσακρά σε;»
Άνοιξε το κινητό του τζαι το φώς της οθόνης εφώτισε για λλιο το σκοτεινό που το δειλινό, πρόσωπο του. Είδεν την ώρα, εγύρισε πάνω τζαι είπε «Εν ούλλοι που πιεζούμαστε φίλε. Απλά κουντούμε την ζωή μας πάρακατω.»