Τριανταφυλλιά.

Ιούλης, 1998. ΚΕΝ της Πάφου.

Τζείνη την νύχτα, είπαν να μας κάμουν βραδιά του οπλίτη (ή κάπως έτσι το ονομάσαν).

Είσιεν να μας φέρουν τραουδιστές τζιαι ορχήστρα, να μας κάμουν τζιαι σούβλες τζιαι ποτά τζιαι να μας δώκουν παμό μια νύχτα, που τες τόσες που μας εταλαιπωρούσαν.

Εν είπα στους δικούς μου να έρτουν, εν έθελα να τους φέρω που την Λευκωσία στην Πάφο, το ίδιο εκάμαν τζιαι αρκετοί που τους Λευκωσιάτες που είμαστε μαζί. Όπως τζιαι να έσιει, τζείνη την νύχτα είμαστε καθισμένοι σταυροπόδι εγώ τζιαι ένας σειράς.

Ούτε που θυμούμαι το όνομα του. Θυμούμαι όμως ότι εκάμναμε πολλή παρέα τζιαι ότι ακούαμε παρόμοια μουσική. Είχα κάτι κασέττες τζιαι ένα κασεττοφωνούι, τζιαι εμοιραζούμαστεν τα ακουστικά να ακούμε Τρύπες τζιαι Iron Maiden την ώρα του μεσημβρινού ύπνου. Τζίνος ετύλιεν τσιάρα τζιαι εγώ έβαλλα μουσική.

Πάλε, όπως άλλες ώρες που είχαμε ελεύθερο χρόνο, εκαθούμαστε χαμέ. Επίνναμεν Κίτσιο σπαστό, τζιαι εππουφφουρίζαμε Drum με πράσινες κολλούες. Παταρίες εν είχα για το ραδιούι, τζιαι το καψιμί ήταν κλειστό, αναγκαστικά ακούαμε την μουσική που έπαιζε η ορχήστρα.

Σκηνή βγαλμένη που ταινία του Αγγελόπουλου, λλίο μετά την δεκαετία του ’80.

Ανοιχτά χιτώνια, τυλιμένα μανίτζια τζιαι τελαντωτή, πράσινη φανέλα. Σκονισμένα άρβυλα, τζιαι τα τακκούνια χταρμένα μία φορά με την ξιφολόγχη. Ένας μήνας στρατιώτης.

Μια απίστευτη άπνοια, 35 βαθμοί τζιαι μια υγρασία που ενεκάτσιας να τζίσεις το μέτωπο σου, ακόμα τζιαι για να σκουπίσεις τα δρώματα σου.

Τουλάχιστον τζείνη την νύχτα, αφήκαν μας στην ησυχία μας.

Ο τραγουδιστής που εφέραν ήταν ο Μάριος Τόκας.

Για μένα τότε ήταν ακόμα ένα όνομα που τα πολλά που ασχολούνταν με την μουσική. Βασικά, αδιάφορο. Αδιάφορη τζιαι η μουσική του, στην αρκή της νύχτας έπαιζεν κάτι για Πενταδάκτυλους τζιαι για μοιρασμένες πατρίδες. Μάλλον έτσι άρμοζε στην περίσταση. Έπρεπε να μας αναπτερώσει το ηθικό μας, να μας πείσει ότι εκαταφατσελλωννούμαστε στην Κκελλέ του Αδρώπου κάθε πρωί, για κάποιο λόγο.

Για αρκετή ώρα άκουα παθητικά. Απολάμβανα την νύχτα μου τζιαι την ησυχία μου.

Το πρώτο κομμάτι που μου ετράβησε την προσοχή ήταν το «Θάλασσες».

«..και με ταξίδευες, σαν το καράβι..κι έλεγες. Θα σ’ αγαπώ μη μου συννεφιάζεις, σαν αμαρτία και σαν γιορτή. Μάθε στα μάτια μου να διαβάζεις, ότι με λόγια δεν σου ‘χω πει..»

Άκουα τα τραούθκια τούτα, στο αυτοκίνητο του αρφού μου, παλιά που επιένναμε δουλεία μαζί. Ποττέ εν έδωκα σημασία. Τζείνη την ώρα επλημύρησε με, ένα συναίσθημα νοσταλγίας. Μια απερίγραπτη απελπισία, ένα παράπονο.

Έφκαλα το τζόκευ, τζιαι εκούμπησα πίσω με τα σίερκα μου.

Άναψα το σβησμένο μου τσιγάρο.

Αφοσιώθηκα.

Ο Τόκας, ένα πιάνο τζιαι μια νύχτα του καλοκαιριού. Σε μια που τες πιο άσιημες τζιαι θλιμμένες περιόδους της ζωής μου. Εν χαραγμένα στην μνήμη μου, όπως τες ελαιογραφίες στα σπίθκια της παλιάς Λευκωσίας.

Προχτές, που άκουσα πως επέθανε, εμαράζωσα. Η αλήθκεια εν ότι εγεμώσαν τα μάθκια μου.

Εθυμήθηκα τον εαυτό μου. Το 1.64 με τα μόλις 53 κιλά που μου αφήκαν στο ΚΕΝ. Τζιαι τον ψυχολογικό πόλεμο που μας εκάμναν. Τον 1 μήνα τζιαι κάτι που έκαμα να δω, κανονικά πλάσματα εκτός που μόνιμους τζιαι χακί ντυμένους. Το πόσο επεθύμησα την οικογένεια μου, τους φίλους μου, την ζωή μου έξω.

Εσύνδεσα τούτον τον άνθρωπο με μια νύχτα τζιαι ένα τραούδι που έδρασε σαν καθαρτικό στην ψυσίη μου. Ένα τραούδι που εξεκλείδωσε το μπαούλο που εφύλαα την αγανάκτηση μου 1 μήνα. Ένα τραούδι, που εσιγοτραούδουν στα μαγειρεία τζιαι στην σκοπιά όσο τζιαιρό έμεινα τζιμέσα.

Ο Τόκας, έγραφε καλύτερα για την αγάπη παρά για τον πόλεμο…

«Συνάχτου ποίον τριανταφυλλιά, μεν τα ξοδεύκεις τα φιλία τζιαι έρκουμαι εγίω ξοπίσω. Μαράζι τρώει τ’ αρσενικό, που τα φιλία σου μερτικό, δώσμου τζιαι εμέ να ζήσω»