Μέρος 7ο
Κοντά στο οδόφραγμα, εγκαταλελειμμένο που τον τζαιρό των φασαριών του ’63, ήταν το στέκκι που εβρέθετουν ο Αντώνης τζαι η Μαρίνα. Πρώτος πάντα επάεννεν ο Αντώνης, μόλις εσουρούππωννεν. Το φυλάκιο εφαίνετουν που το παράθυρο του δωματίου της Μαρίνας. Με ένα κλεφτοφάναρο τζείνος έφεγγε πας στο παραθυρούι του φυλακίου. Έστελλε της σήμα ότι ήταν τζιαμαί, τζαι τζείνη έβρισκε μια δικαιολογία των γονιών της για να φύει. Το τι τους ελάλεν έν’ άλλου παπά ευαγγέλιο. Ο τζύρης της αγάπαν την πολλά, η μάνα της ήταν νάκκο φτανή στον νου τζαι την Μαρίναν εφόρεν την η τρύπα του βελονιού άμαν έθελε τίποτε. Εν υπήρχε περίπτωση να μεν γινεί το δικό της, εξ ου τζαι εν εδυσκολεύτηκεν πολλά να πείσει τον παπά της να την πέψει στην Αγγλία να σπουδάσει λογίστρια.
Ο Αντώνης εν επόκατσε μετά τον καφκά που του έστησεν η Νίκη. Αποφάσισε να πάει να έβρει την Μαρίνα, απλά θα ήταν πιο προσεκτικός. Γιάλι άλι, έπιασε τους πίσω δρόμους του Καϊμακλιού όπως τον κάττο τζαι εκατάφερε να φτάσει στην ώρα του στο φυλάκιο. Έφεξε με το φανάρι τζαι ύστερα που κανένα μισάωρο εμπήκε της πόρτας η Μαρίνα.
Θαρρείς είσιεν να λείψει ο ένας για ο άλλος, αν τους εθώρες που μια γωνιά με πόση ένταση εφιλιούνταν τζαι εχαδεύκαν ο ένας τον άλλο. Εποσπαστήκαν, εντύθηκε η Μαρίνα τζαι έκαμε να τον ποσιαιρετίσει.
«Μαρίνα, η Νίκη εψυλλιάστηκε ότι κάτι πάει στραβά. Αρκέψαν οι γειτόνισσες τζαι βάλλουν της λόγια. Πρέπει να προσέχουμε νάκκο παραπάνω». Είντα έθελε να της πει έτσι ο Αντώνης της Μαρίνας, ίσια εκοπήκαν τα πόθκια της. Έχασε το χρώμα της, τα μάθκια της εσκοτεινιάσαν τζαι εκούμπησε στον παραστατό της πόρτας.
«Αντώνη, εγιώ εν είμαι αντροχωρίστρα. Τούτο που κάμνουμε εν λάθος, έσιεις μωρά, έσιεις γεναίκα, έσιεις οικογένεια. Καλύτερα να μεν ξαναβρεθούμε.»
«Μα χάννεις σιόρ; Είντα ’ν’ που μου λαλείς; Εγώ έννα πελλάνω αν δεν σε θωρώ. Ε το έννα προσέχουμε νάκκο παραπάνω τζαι τίποτε εν έσιει. Μεν φοάσαι.»
«Που τον άλλο μήνα έννα πάω πισω στην Αγγλία, Αντώνη. Έτσι τζι αλλιώς εν θα με θωρείς.»
Είχαν αποκλείσει που τον νου τους το γεγονός ότι η σχέση τους επηρέαζε άλλα πλάσματα τζαι επηρεάζετουν που τρίτες παραμέτρους. Τζείνες οι κουβέντες αναγκάσαν τους να προσγειωθούν. Τόσο τζαιρό στρακοτταρισμένοι που το πάθος, ήταν σάννα τζαι κάπιοιος εσιώνωσε τους μια σίκλα με νερό πας στα μούτρα τους.
Εμείναν να θωρούν ο ένας τον άλλο. Εχαντακωθήκαν λλία λεπτά, αμίλητοι, χωρίς λύσεις, χωρίς απαντήσεις. Η Μαρίνα άφηκε τα σιέρκα του Αντώνη, εγύρισε την ράσιη της τζαι έκαμε να φύει. Ανάπνευσε βαθκιά τζαι εγεμώσαν τα ρουθούνια του ροδόσταμμα. Όπως το αερικό, εδρόσισε τα μάθκια του η μυρωθκιά. Μια ανεράδα έκαμε του μαγικά, εξήασε τα κοπελλούθκια του, την γεναίκα του. «Εννά έρτω μαζί σου στην Αγγλία» εφώναξε της τζαι έσφιξε της το σιέρι της τραβώντας την πίσω κοντά του.
Μέρος 8ο
Επεράσαν τρεις εφτομάδες που την ημέρα που ο Αντώνης έταξε της Μαρίνας ότι εννά πάει μαζί της στην Αγγλία. Ήταν μια επιπόλαιη απόφαση, μια κουβέντα του αέρα. Την ώρα που την ελάλεν, ένα κομμάτι του εαυτού του εμάσιετουν να τραβήσει τες λέξεις πίσω τζαι ένα άλλο εσιώννωνέν τες με την σίκλα έξω που το στόμα του.
Εκατάλαβε όμως ότι δεν της έταξε μόνο ένα ταξίδι. Έταξε της την ζωή του. Έδωκέν της τον λόγο του τζαι όπως λαλούν στον καφενέν, ο λόος του αδρώπου ό,τι τζι’ αν ενει.
Αποφάσισε λοιπόν ότι θα φύει ν’ αφήκει την γεναίκα του τζαι τα κοπελλούθκια του. Εχώνεψέν το στο στομάσι του, εμπέδωσέν το μες στον νου του τζαι αγνόησε τες τύψεις του. Με το ταξίδι, εν θα τες έπαιρνεν μαζί του. Θα τες άφηνε στο αεροδρόμιο τες τύψεις, να καρτερούν μαζί με την Νίκη. Στην Αγγλία θα εξεκίναν μια άλλη ζωή, διαφορετική.
Εβρέθηκεν μιαν τελευταία φορά με την Μαρίνα, στο φυλάκιο για να κανονίσουν τα διαδικαστικά. Μέσες, άκρες ο Αντώνης είσιεν ένα πλάνο μες τον νου του. Το πώς θα το πει της Νίκης, το πού θα έβρει λεφτά, το πότε θα πάει. Η Μαρίνα το μόνο που εσκέφτηκε τζαι ετοίμασε ήταν ένα χαρτούι με την διεύθυνση τζαι το τηλέφωνό της στην Αγγλία. Ο Αντώνης έπιασέ το τζαι έχωσέ το μέσα στο πακέτο που τα τσιγάρα του. Εποσιαιρέτισε λοιπόν την Μαρίνα, τζαι υποσχέθηκε ότι θα της έστελλε γράμμα με το ταχυδρομείο, πότε θα επάεννε να την έβρει. Την ώρα που την εθώρε να κατεβαίνει τονδρόμο για να πάει έσσω της, η καρκιά του εφάκκαν όπως του λαού. Τα ψέματα ετελειώσαν.
Επήεν έσσω νωρίς τζαι επρόλαβε την Νίκη όξυπνη. Εφόρεν ένα φουστάνι κλαδωτό, με βάτες, που της έραψε η κουμέρα της η Σταυρούλλα. Τα σγουρά της μαλλιά, πιασμένα κότσο ψηλά, για να δροσίζεται ο λαιμός της. Είδεν την να κάθεται στην πολυθρόνα τζαι να θκιαβάζει ένα περιοδικό με μόλες για ρούχα. Εστάθηκε για λλίο στην πόρτα, εγεμώσαν τα μμάθκια του τζαι πριν το καταλάβει εβρέθηκεν γονατιστός χαμαί να νεκαλλιέται όπως την κοτζιάκαρη. Η Νίκη επέταξε το περιοδικό τζαι εβούρησε προς το μέρος του. Έπιασε με τες παλάμες της το βρεμένο του πρόσωπο τζαι εχάδεψε του τα μαλλιά του, χτενίζοντας του τα, όπως θα έκαμνε του παιθκιού της άμα εχτύπαν στο χωράφι.
«Αντώνη, τι έγινε μάνα μου, τι έσιεις;».
Εγύρισε τζαι είδε την τζαι πριν να της μιλήσει, ερούφισε τα σιείλη της μες στα δικά του σαν τον διψασμένο που ήβρεν νερό. Εμούνταρε πάνω της σαν τον λύκο τζαι έβαλε το σιέρι του κάτω που το φουστάνι της. Τζείνη ανίκανη να αντιδράσει. Το μόνο που του είπε, «Αντώνη, τα μωρά!»
Η φωνή της έσβησε στην υγρασία του Σεπτέμβρη. Τζαι τζιαμαί, στο πάτωμα του ηλιακού, εκάμαν τον Φάνο, το μιτσιόττερο παιδί του Αντώνη τζαι της Νίκης.
Μέρος 9ο
«Μεν τον ‘φήκεις κόρη μου να φύει τον άντρα σου» είπεν η Ελλού. «Μεν τον ‘φήκεις τζαι έννα το μετανώσεις. Ο Αντώνης έννεν για καλό που θέλει να φύει».
Η Νίκη εν απάντησε. Με μηχανικές, ακριβείς κινήσεις, άπλωνε αμπελόφυλλα στο τραπέζι. Μετά με ένα κουτάλι έπιαννε κεϊμά, τζαι έβαλλε τον στην μέση των φύλλων. Στην συνέχεια, ετύληε ένα-ένα τα αμπελόφυλλα κάμνοντας σχετικά τέλειους τζαι σφικτούς κυλίνδρους με τους οποίους έγεμιζε μια μεταλλική κατσαρόλα. Μια μηχανή που έφκαλλε πέντε-πέντε κουπέπια.
«Τούτες οι τενεκκέες που έσιεις μανά, έννεν κασαρόλλες. Ο κόσμος τωρά γοράζει στέλλεστιλ» είπε η Νίκη καθώς εστρίμωχνε μέσα στην κατσαρόλλα τα κουπέπια.
«Μεν αλλάσεις κουβέντα, Νίκη. Φέρ’ τον νου σου κόρη! Ο Αντώνης εν πατταλοδουλειά που έσιει κατά νουν».
Η Νίκη εσυνέχισε να την αγνοεί.
Η Ελλού έπιασε τον καρπό της κόρης της με δύναμη. Η Νίκη ετράβησε το σιέρι της πίσω τζαι που την ορμή της, έκοψε την χρυσή την καδένα που της εχάρισε η στετέ της. Εγονάτισε πάνω στα ψηφιδωτά μαρμαράκια της κουζίνας να μαζέψει τα κομμάθκια.
Δίχως να δικλήσει πάνω στην μάνα της είπε: «Μάμμα, την απόφαση επήραμε την με τον Αντώνη. Δουλειές δαμέσα εν έσιει».
«Εν γεμάτος ο τόπος δουλειές ρα. Ε το εν πιάννει το σιέρι του αχαμάκκι του άντρα σου. Έννα ππέσει η μούττη του αν πιάει μιστρί, για αν κουντήσει αμαξούι;»
«Εχτές εμίλησα τζαι με την κυρία Μαρία, μάμμα. Θα ξενοικιάσουμε το σπίτι για να μεν πλερώνουμε το ενοίκιο.»
«Τζαι πού θα μείνεις κόρη μου;»
«Εννά έρτω δαμαί να μείνω με τα μωρά. Εν μας θέλεις;»
«Καλό εν σας θέλω κόρη μου; Έννα τα βολέψουμε…»
«Έννα γαζώννω κανένα φουστάνι, να σάζω κανένα παντελόνι, έννα βάλω τζαι εγώ λλία ρυάλλια στην πάντα. Μόλις στραφεί ο Αντώνης, έννα έχουμε αρκετά για να βάλουμε μπροστά να χτίσουμε το σπίτι το δικό μας».
Εφούλιασε την καδένα μες την φούχτα της, τζαι έβαλε την μέσα σε ένα διακοσμητικό, γυάλινο τασάκι στον πάγκο της κουζίνας. «Άφησ’ την τζαι έννα την πάρω αύριο στον χρυσοχόο κόρη μου, να μας την σάσει.»
«Μάμμα, ξέρω πώς έννα φανεί. Ξέρω τι λαλούν για τζείνη την τσούλλα την κόρη του Άντρου. Εν με νοιάζει όμως. Τον Αντώνη αγαπώ τον τζαι αγαπά με. Να φύει, να γλιτώσουμε που την κατζία του κόσμου.»
Η Ελλού εκάθετουν αμίλητη. Το στομάσι της ένας κόμπος.
«Ήδη έκοψε τζαι το εισιτήριο, με κάτι ριάλλια που είχαμε φυλάμενα που τα βαφτίσια της Ελένης. Θα πάει στον θείο του στο Μάντσιεστερ τζαι ώς τα Χριστούγεννα έννα μου πέψει τζαι μένα εισιτήριο να πάω να τον δω.»
«Ό,τι ξέρεις τζαι εν καλά, κάμε μάνα μου», είπε η Ελλού. Έπιασε ένα πιάτο τζαι έβαλε το πάνω που τα κουπέπια, μες στην κασαρόλλα. «Μια χαρά έν’ η κασαρόλλα μου», εσκέφτηκε. «Τωρά που έννα ληφτεί τα ριάλλια, έννα την δω αν θα μου θέλει στέλλεστιλ κασαρόλλες.»
Μέρος 10ο
Μάταια επροσπάθαν να τηλεφωνήσει. Εδοκίμαζεν κάθε απόγευμα. Με προσοχή εγύριζεν τα νούμερα στο τηλέφωνο, φροντίζοντας να πάρει το δάκτυλό της στο τέρμα του τροχού των αριθμών για να έν’ βέβαιη ότι έβαλεν το σωστά. Κάποτε έφκαιννε μια τηλεφωνήτρια που εμίλαν εγγλέζικα τζαι εν της εκαταλάβαινε. Κάποτε η γραμμή εμίνησκε νεκρή, ώσπου να ξεκινήσει ένα άγνωστο, ρυθμικό του-του-του τζαι να αναγκαστεί να κλείσει το τηλέφωνο.
Ένιωθε ότι τα γράμματά της εκαταλήγαν στο πούποτε. Γράμματα, τηλέφωνα, ο Αντώνης ούτε φωνή ούτε ακρόαση. Άνοιξεν η γη τζαι εκατάπιεν τον. Έγινεν η Αγγλία μια μεγάλη τρύπα τζαι έχωσέν τον μέσα της.
Η μάνα της, ερώταν συνέχεια αν είσιεν νέα. Σαν να τζαι εν τη εθώρεν, σαν να τζαι εν ήταν τζιαμαί κάθε μέρα να νώθει τον καμόν της. Σαν να τζαι έθελε να της θυμίζει συνέχεια πως είσιεν δίκαιο που της ελάλεν ότι ο Αντώνης εννά της κάμει την πατταλοδουλειά.
Το σιειρόττερο ήταν ότι έπρεπε να απαντά στα μωρά. «Πού έν’ ο παπάς; Πότε εννά έρτει ο παπάς;». Οι μεγάλοι της αρκέψαν να καταλαβαίνουν τι συμβαίνει. Τζαι στους μιτσιούς, πόσο τζαιρό να χώννεται;
Ο τζαιρός επαίρναν. Οι μέρες εγίναν εφτομάδες τζαι οι εφτομάδες μήνες. Η τζοιλιά της Νίκης εμεγάλωνεν, μαζί με την αγωνίαν της παράλληλα. Το συκώτι της εμαύριζεν τζαι τα μαλλιά της σιγά-σιγά ασπρίζαν άμα εσκέφτετουν την πιθανότητα να μείνει μόνη της με τέσσερα κοπελλούθκια τζαι ετοιμόγεννη.
Σιυφτή πάνω που την βούρνα επλύννισκεν τα αντζιά. Ανοιξιάτικο σούρουππο. Στο ΡΙΚ επαίζαν οι αφιερώσεις για τους αγνοούμενους. «Η Χρυστάλλα Καουλλή από το Ριζοκάρπασο αφιερώνει το επόμενο τραγούδι στην οικογένειά της που διαμένει στον Ύψωνα Λεμεσού με το μήνυμα ότι είναι καλά και την ευχή να συναντηθούν σύντομα».
Μια μελαγχολική φωνή εξεκίνησε να νεκαλιέται που το μικρό μεγαφωνούι του ραδίου, παρέα με ένα λαούτο.
«Το τέρτι της καρτούλλας μου, θκυο μύλοι εν το ‘λέθουν. Μήτε οι στράτες το φωρούν, μ’ οι ποταμοί που τρέχουν».
Άρκεψεν τζαι τζείνη να σιγοτραγουδά. «Καράβι, καραβάκι», είπε. «Αν πας για τες Αθήνες», είπε τζαι ελούθην του κλαμάτου. Εκούμπησε τα θκυο της σιέρκα στην άκρη της βούρνας. Με ένα συρτό «ααααα» άνοιξε το στόμαν της, σαν να τζαι έθελε να ρουφήσει τον κόσμο. Έσφιξε τα μάθκια της με πόνο, τζαι έβαλε το δεξί της σιέρι κάτω που την τζιοιλιά της. Ο πόνος της εγκυμοσύνης με τον πόνο της καρκιάς της εσμίξαν. «Μανά γεννώ», εφώναξε. Που το ανοιχτό παράθυρο άκουσεν την η γειτόνισσα η Άννα τζαι εβούρησεν τζαι τζείνη. Ήβραν την με την τζοιλιά στο στόμα τζαι λουμένη του κλαμάτου. Επιάσαν την που τα σιέρκα να την πάρουν στο δωμάτιο τζαι δεν εσταματήσαν να τιμάζουν τον άντρα της που έφυεν τζαι άφηκεν την έτσι. Πάνω σε τζείνη την στιγμή της αδυναμίας, του απόλυτου πόνου, αποφάσισε να έρτει στον κόσμο ο Φάνος. Κάπου τζιαμαί η Νίκη αποφάσισε ότι που τζιαμαί τζαι τζεί, ήταν μόνη της.
Μέρος 11ο
«Έτσι χάρη εν της κάμνει της Νίκης να στραφεί πίσω ο Αντωνάκης. Άντζιακκι εκατάφερε να γλυτώσει που λλόου της». Η Άννα ετράβησεν απότομα το νήμα που το μαλλί τζαι νευριασμένα εξαπόλυσε τες σμίλες στο τραπεζάκι. «Εν ξαναπιάννω μαλλί που τον Γιώρκο ρε κοπέλλες. Θα πααίννω που την Ζάκο».
«Μια χαρά έν’ το μαλλίν του Γιώρκου θκειά, άτε, συνέχισ’ την κουβέντα. Άκουσες τίποτε παραπάνω;», ερώτησεν η Αντρούλλα, η αρφότεχνη της Άννας της γειτόνισσας, που εμείνισκε στην ίδια γειτονιά.
«Είντα, εν τα θωρώ που μόνη μου κόρη μου; Καλά τζαι άντεξε την τόσα χρόνια. Κότζια μου λεβέντης, τι εγύρευκε με τούτη την κοντοπίθαρη, τη χαμηλοκώλα; Τζαι να πεις ότι εσάζετουν; Ούλλη μέρα με τζείνην την παλιοποθκιά την μυλλομένη σαν την τσούλλα. Αλλά πόθθεν εννά πάρει; Χαρκέσαι η μάνα της η Ελλού ήτουν καλύττερη;».
Η Αντρούλλα έσιυψε τζαι με κινήσεις ακριβείας εσυνέχισε να περνά τες σμίλες μέσα που το μαλλί. «Εγώ λυπούμαι την θκειά την Νίκη. Εσκέφτης να επάθθαινες εσού έτσι χαττά;». «Να λυπάσαι τα μωρά Αντρούλλα, τζείνα εν φταιν σε τίποτε», απάντησεν η Άννα τζαι σιωπώντας απότομα, σαν να τζαι επέρασεν το μήνυμά της τζαι εν υπήρχε τίποτε άλλο να συζητήσει, εσυνέχισε να πλέκει τρικό του Φάνου του άγγονα της Ελλούς, του γιου της Νίκης τζαι του Αντώνη.
Κάτι άλλαξε μέσα της Νίκης, μετά που εγέννησε τον Φάνο. Πριν να ποσαραντώσει το μωρό, άρκεψεν να συνάει τα πράματα που το σπίτιν της μάνας της. Το σπίτιν το παλιό έμεινε ξενοικίαστο, ευτυχώς, τζαι η σπιτονοικοκυρά εδέχτηκε να της το δώκει πίσω με λλίο πιο χαμηλό ενοίκιο. Σχεδόν εφτά μήνες μετά τη νύχτα που είδε τζαι άκουσε τελευταία φορά τον άντραν της, η Νίκη αποφάσισε να μαζέψει τα κομμάθκια της καρκιάς της, τα κοπελλούθκια της τζαι όση περηφάνια της απόμεινε τζαι να πάει να μείνει μόνη της. Στο μέρος που χρόνια είσιεν αισθήματα αγάπης, καλοσύνης τζαι έρωτα, τωρά εδημιουργήθηκε μια μαύρη χωρισιά. Σαν να τζαι εμπήκε ένα σκουλούτζι μέσα, τζαι χάλουππα, χάλουππα ερουκάνησε ό,τι καλό τζαι όμορφο ένιωθε μέσα της.
Η Νίκη έκοψε κοντά τα πλούσια τζαι σγουρά μαλλιά της, για να μεν χρειάζεται το πρωί να χάννει ώρα να τα σάζει. Εσταμάτησεν να σάζεται. Τα ρούχα που εφορούσεν καθημερινά ήταν παλιά, άνοστα τζαι κοτζιακαρίσιμα. Άρκεψε τζαι τον τσιάρο.
Δημόσια εκάπνιζε, ακόμα τζαι μπροστά που τα μωρά. «Ξέρεις τι λαλούν για τες γεναίτζιες που πίννουν τσιάρο;», ερώτησε την μια μέρα η μάνα της. «Ότι έν’ πουτάνες μανά», απάντησεν η Νίκη ανενόχλητη. «Για τους αρσενικούς που αφήννουν τες γεναίτζιες τζαι τα κοπελλούθκια τους, τι λαλούν; Ερώτησες να μάθουμε;».
Μια διαφορετική Νίκη εστάθηκε μπροστά που την ανοιχτή πόρτα του σπιθκιού. Έναν όφκιερο σπίτι, χωρίς έπιπλα, χωρίς τα ταιρκαστά του. Η Νίκη, αποφασισμένη να αναγιώσει τα πέντε της κοπελλούθκια, με ένα τεράστιο βάρος στην ράσιη της τζιαι με την αβανιά της ξαπόλυτης τζαι της τζιερατωμένης. Ετράβησεν ένα τενεκκούι πογιά τζαι έκατσεν πάνω, κοντά στην είσοδο του σπιθκιού. Σαν να τζαι εν έθελε να μπει μέσα. Η καρκιά της έτρεμε σαν του κουνελιού που μάχουνται να το σφάξουν. Άναψε ένα τσιγάρο, τζαι επερίμενε.
Μέρος 12ο
Οι πρώτοι τζαιροί στο σπίτι ήταν δύσκολοι. Μόλις εμπήκαν μέσα, το σπίτι ήταν όφκιαιρο. Ούτε μια καρέκλα να κάτσεις να πνάσεις, ούτε καρκόλες να ππέσεις να τζοιμηθείς. Είσιεν ένα τραπεζάκι του καφέ, με γυάλινη επιφάνεια, σπασμένη στην γωνιά τζαι κολλημένη με την τέλλα του πελεκάνου.
Η γειτονιά ήρτεν να συμβάλει όσον εμπορούσε για να κάμει τη ζωή τους πιο υποφερτή. Μια γειτόνισσα εχάρισε τους μια κίτρινη πολυθρόνα που ττόρενο ύφασμα. Τριμμένη ’που την πολλή χρήση, αλλά την βασική της δουλειά έκαμνεν την μια χαρά. Ένας άλλος γείτονας που είσιεν καφενέ, έδωσε της θκυο καρέκλες τόνενες τζαι μια ντουζίνα καντήλες διαφημιστικές του Λαϊκού.
Τσάκκισε-κουπάνισε, εκατάφερε να σάσει νάκκο το σπιτικό της για να μπορεί να αναγιώσει τα κοπελλούθκια της. Τρεις κόρες τζαι θκυό γιούδες. Η Ελενίτσα τζαι η Αγγέλα, οι μεγάλες της. Δώδεκα χρονών, διπλάρες. Ο Γιώργος, ο άντρας του σπιθκιού μετά την εξαφάνιση του Αντώνη, 8 χρονών. Είσιεν το όνομα του μακαρίτη του τζυρού του Αντώνη, το Κοκούι το μαγκούι όπως τον εφωνάζαν. Η Χρυσούλλα, 4 χρονών τζαι ο Βενιαμίν της οικογένειας, ο Φάνος. Σχεδόν ενός. Το τελευταίο σημάδι του Αντώνη.
Η Νίκη εσυνέχισε να δουλεύκει στη βιοτεχνία με τες ζώνες. Ήβρεν τζαι δεύτερη δουλειά σε έναν φούρνο για να τα φκάλει πέρα. Τες ώρες που έλειπε που σπίτι, την επίβλεψη αναλαμβάναν την οι κόρες της. Εκάμναν καμιά δουλειά, εθκιαβάζαν του Γιώργου τζαι εβοηθούσαν την γιαγιά στο μαγείρεμα.
Όσον άντεχε, η Ελλού ετάναν. Τες νύχτες εκάθετουν πά’ στην πολυθρόνα τζαι καρτερώντας την κόρη της να σχολάσει εκάμμαν τα μμάθκια της τζαι ετζοιμάτουν. Η Νίκη έμπαιννεν έσσω μετά τες 10 τη νύχτα τζαι έβρισκε την οικογένεια σκορπισμένη, να τζοιμάται. Η μάνα της στην πολυθρόνα, το μωρό σε ένα κκάρικκο στο πάτωμα, οι διπλάρες με την Χρυσούλλα στο ένα δωμάτιο τζαι ο Γιώργος στο άλλο. Η ώρα που εσχόλαννε ήταν τζαι η μόνη ώρα της ημέρας αλόπως που εμίνησκε μόνη της. Μόνη της, με τις σκέψεις της. Η πιο φοητσιάρικη ώρα. Η Νίκη έσσιυφκε πάνω ’που το κκάρικκο του μωρού να το χαδέψει τζαι να το φιλήσει, μετά άννοιε την πόρτα να βεβαιωθεί ότι οι κόρες της έν’ καλά. Εξυπνούσε την μάνα της για να πάει έσσω τζαι στην συνέχεια έππεφτε στο στρώμα χαμαί, δίπλα ’που τον Γιώργο της τζαι τον Φάνο της. Εγεμώνναν τα μμάθκια της την ώρα που έππεφτε δίπλα ’που τα μωρά της. Την ώρα που εν την εθώρε κανένας, θκυο σιέρκα εσφίγγαν το στομάσι της. Άφηνε το παράπονο να την καταβάλει για λλίο τζαι μετά ερούφαν το κλάμα.
Μέρα με τη μέρα. Νύχτα με τη νύχτα. Τζαι οι μέρες εγίναν χρόνια. Τζαι τα αγόρια, εγίναν άντρες τζαι οι κόρες γεναίτζιες της παντρειάς. Τζαι κρυφά το τέρτι της Νίκης εστιβάστηκεν τζαι έγινε μια μαύρη μάππα που εθρονιάστηκεν μες στον πνεύμονα της. Ο γιατρός είπε το «καρκίνο». Τα κοπελλούθκια της είπαν το «Αντώνη».