Μέρος 1ο
Η πίσω πλευρά της πράσινης ρόπας της εσέρνετουν στα μωσαϊκά μαρμαράκια της βεράντας. Εκοίταξεν αριστερά, μετά δεξιά. Επιβεβαίωσε ότι καμιά γειτόνισσα εν ήταν έξω τζείνην την ώρα τζαι με άτσαλες κινήσεις εσουλούππωσεν τα μαλλιά της, καλού-κακού.
Επερπάτησε γλήορα τζαι χοροπηδηκτά, κουτσουφλώντας παράλληλα πάνω στες ανοιχτές παντόφλες που εφορούσεν. Το κουτί του ταχυδρομείου, όφκαιρο. Επαρατήρησεν καλά μέσα, μετά γυρώ. «Μπορεί να του έππεσεν του ταχυδρόμου το γράμμα», εσκέφτηκεν. Τίποτε όμως. Ένα χαρτί που ήταν πεταμένο νάκκο πάρατζει πάνω στο τσιακκίλι αποδείχτηκε πως ήταν διαφημιστικό πιτσαρίας.
«Ήρτεν κανένα γράμμα, ρα;», άκουσε την τσιριλλιστή φωνή της μάνας της. Είδεν την που το παράθυρο της κουζίνας, που εποσσέπαζε τζαι εσυνέχισεν να φωνάζει. «Ήρτεν ρα; Ήρτεν ο ταχυδρόμος; Έπεψεν σου τίποτε τζείνος ο αχαμάκκης ο άντρας σου;».
«Σωπή μανά!», απάντησεν νευριασμένα. Εφάνηκεν η φάτσα της γειτόνισσας να κροννοίει το φυλλαράκι της τζαμαρίας της. Είδεν την με την άκρα του μμαθκιού της, έκαμεν πως εν τη είδεν όμως τζαι εβιάστηκε να πάει πίσω στο σπίτι.
Στον διάδρομο της αυλής εφκήκεν της η παντόφλα τζαι έκαμε ένα-θκυο βήματα κουτσαντίρι καθώς εδιαπραγματεύετουν το αν θα εστρέφετουν να την πιάσει ή αν θα εσυνέχιζε ξυπόλητη για το σπίτι, να γλυτώσει τες ερωτήσεις τζαι τα λόγια των γειτόνων.
Ο άντρας της έφυεν έξι μήνες πριν για την Αγγλία. «Μεν μαραζώνεις, μάνα μου. Εννά πάω να έβρω νάκκον τα πόθκια μου τζαι να σου κόψω εισιτήριο που τζειμέσα να έρτεις να με έβρεις», ήταν τα λόγια του, πριν να ππέσει στην αγκαλλιά του κλαμένη έξω που την είσοδο των επιβατών στο αεροδρόμιο της Λάρνακας.Έπιασεν την που τους ώμους τζαι έσπρωξεν την ελαφρά. Εφίλησεν την στον λαιμό, το μουστάτζι του εχάδεψε το δέρμα της τζαι ανατρίσιασε. Ήταν μια δόση ελπίδας τζείνον το φιλίν, τζείνη η αγκαλιά. «Εννά σε πάρω μιτά μου, ακούεις; Έσιε έννοια των μωρών. Φεύκω, εννά με αφήκει το αεροπλάνο».Άφηκεν την πίσω του με τέσσερα μωρά τζαι ένα στην τζοιλιά. Είσιεν κάποιες αμφιβολίες μέσα της. Έξερε ότι ήταν τσαλαβούττης, ελαλούσαν της ότι εγύριζεν με την κόρη του ποδηλατά του Άντρου τζαι ότι έτασσεν της ότι εννά την κλέψει να φύουν. «Μεν ακούεις, τζαι δεν έσιει άδρωπο πιστό κόρη μου», ελάλεν της η μάνα της.
Έτσι, λοιπόν, άφηκεν τον να φύει. «Να πάμε μακριά, να γλυτώσει που τούτη τη τσούλλα», εσκέφτετουν. «Ο Αντώνης θέλει να γλυτώσει τον γάμο μας. Αγαπά με».Η Νίκη εξενοικίασεν το σπίτιν τους, επούλησεν τα πράματά τους ούλλα τζαι επήεν να μείνει στην μάνα της με τα μωρά. Επερίμενε γράμμα, να της στείλει το εισιτήριο να πάει να τον έβρει. Επερίμενεν έξι μήνες τωρά. Τίποτε.
Επάτησεν το πόδι της, γυμνό, πάνω στο κρυό μαρμαράκι της βεράντας. Έμεινεν να θωρεί την παντόφλα στον κούγκρενο διάδρομο έξω που το σπίτι. Έκαμε να κλάψει, όταν άκουσε το μωρό να κλαίει, μέσα στο σπίτι. «Έρχομαι, αγάπη μου». Έφκαλε την δεύτερη παντόφλα τζαι εμπήκε μέσα.
Μέρος 2ο
«Έστειλε σου τίποτε, κόρη, τζείνος; Απάντα μου», είπεν η Ελλού της κόρης της. Η Νίκη είδεν την μάναν της με έναν ύφος νευριασμένο τζαι την ίδιαν ώραν απελπισμένο. Εν ήξερε αν έπρεπε να την ξητιμάσει ή να ππέσει μεσ’ στην αγκαλιάν της να κλάψει. Εσκέφτηκεν τζαι τα θκυο. «Άφησμε μάμμα τζαι κλαίει το μωρό. Πάω να δω τι έπαθε». «Επείνασεν, κόρη Νίκη, τι να έπαθε; Αρώτησά σε κάτι, εννά μου πεις ρα οξά εννά μου φκάλεις την ψυσιήν μου;», η Ελλού έπιασε την που την κουτάλα τζαι ετράβησεν την κοντά της. «Όι εν ήρτεν τίποτε ακόμα. Τούτα τα ταχυδρομεία μας έν’ για κλάματα. Να δούμε που το εκαταχωνιάσαν το γράμμα τζαι εν το φέρνουν», η Νίκη ετράβησεν το σιέριν της τζαι εσυνέχισεν για το δωμάτιον του μωρού. «Έννεν τα ταχυδρομεία το πρόβλημαν, Νίκη. Είπουν σου το πολλές φορές. Έν’ τζείνος ο βουρσούζης ο άντρας σου. Που να τον δω μεσ’ στην κάσια να τον δω, να τον βάλλουν μεσ’ στο χώμα τζαι να τον φτύννει η γη πόξω».
Η μάνα της Νίκης εποφύσησεν τζαι έκατσε στην καρέκλαν του ηλιακού. Με τις παλάμες ίσιωσε την φράντζαν της. Τα κοντά κόκκινα μαλλιά της εβρεχτήκαν που τον ιδρώτα του μετώπου της. Αναστέναξεν τζαι εμονολόγησεν, «Αχ, κακό που μας έκαμεν. Αχ, Πλάστη μου».
Ο άντρας της Νίκης. Ο Αντώνης ήταν ένας λεβέντης. Έτσι τον επεριγράφαν οι κορούες της γειτονιάς τους. Ψηλός, αδρός, με πυκνά μαύρα μαλλιά τζαι ένα μουστάτζι φουντωτό όπως το παμπάτζι. Επέρναν που δίπλα σου τζαι εμουσκομύριζεν ο τόπος κολόνια που την καλή.
Δουλειάν εν είσιε. Τέχνην εν έμαθεν ποττέ του. Τζαι το σχολείο ετέλειωσεν το με σίλια ζόρκα. Νάκκο ποτζεί τζιαι νάκκο ποδά, εβοήθαν τον η ομορφιά του να πάει ομπρός. Έβρισκεν καμιάν καύκαν πλούσια τζαι έτρωεν της τα, έπαιζε σιεμέν τζιαι ποκεριζέ στον καφενέ τζαι εγέλαν τους γέρους. Ούλλο τζαι κάτι εβρέθετουν για να φκάλει τα λεφτά που έθελε, ώς πάρατζει.
Ύστερα που τον πόλεμον όμως τα πράματα εδυσκολέψαν. Ο κόσμος εσυνάχτηκεν, τα λεφτά ελλιάναν. Πάνω τζαμαί που ελάλεν να έβρει δουλειά, εγνώρισεν την Νίκη. Άρεσέν του η Νίκη, ερωτεύτηκεν την η αλήθκεια ένι. Άμα έμαθε ότι είσιεν τζαι το κάτι τι της, άρεσεν του ακόμα παραπάνω.
Κόντη, σιονάτη τζαι ζουρτούλα. Με μαύρα μαλλιά σγουρά που τα έκοφκεν κοντά τζαι εμοιάζαν με σούστες που επετάσσουνταν που την κκελλέν της. Είσιεν θκυο βυζιά σαν τα πεπόνια, μεγάλα τζαι σκληρά, που επετάσσουνταν έξω που τα φορέματα τα ριχτά που εφορούσεν. Την πρώτη φορά που την είδε τιτσίρα ο Αντώνης εσκέφτηκεν ότι θα εχάννετουν μέσα στο κορμίν της. Τζαι κάθε φορά που έππεφτε δίπλα του, ελύσσιαν τζιαι άναφκεν σαν τον κάττο που θωρεί κάττα τρεγμένη. Γι’ αυτό τζαι έκαμέν της πέντε κοπελλούθκια. Ο Αντώνης όμως ελύσσιαν παραπάνω τα ριάλλια. Τζαι η κκελλέ του εγύρισεν άμα εγνώρισεν την κόρη του ποδηλατά, ένα καταραμένο απόγευμα που έρεξε που το μπακκάλικο της γειτονιάς.
Μέρος 3ο
Ήταν καλοτζιαίρι του ’75. Ο Αντώνης ήταν άνεργος παραπάνω που τρία χρόνια. Η Νίκη εγάζωνε ζώνες δερμάτινες σε μια βιοτεχνία κοντά στο εργοστάσιο του Regis στο Καϊμακλί. Ήδη είχαν τέσσερα κοπελλούθκια τζαι η ζωή εδυσκόλευκε αντί να γίνεται πιο εύκολη.
Ενοικιάζαν ένα μικρό ισόγειο στην Παλλουρκώτισσα, κοντά στο οδόφραγμα του Ορφέα. Παλιό σπίτι, με πολλά προβλήματα, το ενοίκιο όμως ήταν φτηνό τζαι είσιεν αυλή να παίζουν τα μωρά.
Ο απογευματινός, αυγουστιάτικος ήλιος της Κύπρου επροκαλούσε μια αφόρητη ηρεμία στη γειτονιά. Άκουες τον ζίζιρο που εδιασκέδαζε με τα τελευταία του τραούθκια για την ημέρα. Κάποια μωρά της γειτονιάς είχαν ήδη φκει στο χωράφι τζαι εκάθουνταν κάτω που ένα δεντρό καρτερώντας να ππέσει νάκκον η πυρά για να ξεκινήσουν το παιγνίδι.
Όπως τα παραπάνω απογεύματα του καλοτζαιρκού, ο Αντώνης εκάθετουν στην αναπαυτική, κάτω που την κληματαρκά στο πάρκιγκ του σπιθκιού. Στα αριστερά του, στο πάτωμα, ένα φεντζιανούι του καφέ, με ξεραμένη την ποκαθούλιαση τζαι μια καντίλα μισογεμάτη νερό.
Η Νίκη είσιεν μόλις σχολάσει που την δουλειά τζαι εξεκίνησε να ετοιμάζει το φαΐ. Την νύχτα θα ετρώαν φασόλια γιαχνί. Είσιεν τα βάλει που την προηγούμενη να τραβήσουν σε νερό με λλίο άλας τζαι έτριφεν την τομάτα με το κρεμμύδι για να τα βάλει να βράσουν.
Εποταβρίστικεν που πάνω που την βούρνα τζαι εκούμπησε στο περιβάζι. Άνοιξε το παράθυρο τζαι εφώναξε του άντρα της.
«Τι έσιει μάνα μου;» απάντησε ο Αντώνης μισοτζοιμισμένος τζαι όπως πάντα ευγενικός τζαι γλυκομίλητος. «Πετάχτου στον μπακκάλλη να φέρεις καρρότο να βάλω στο φαί.».
«Πέψε τον μιτσή ρε Νίκη, είντα να με σηκώσεις σαν ξεκουράζουμε;».
«Γιατί ετσάππιζες οξά επότιζες τζαι ξεκουράζεσαι; Το μωρό εν στο χωράφι τζαι παίζει. Άτε, ξεκίνα πάεννε τζαι εν ώρα που έννα τα βάλω πάνω να βράσουν τα φασόλια.»
Διστακτικά, ο Αντώνης έβαλε τον αναπτήρα του στην θέση τον τσιγάρων που ελείπαν, στο πακέτο των Royals. Έβαλε το πακέτο στην τσέπη του πουκαμίσου του, εσηκώθηκε τζαι ακούμπησε την παλάμη του στο γυμνό στήθος που ελιάζετουν μέσα που το ανοικτό του πουκάμισο. Ένιωσε τες σταγόνες του ιδρώτα τζαι με δυσκολία έκαμε το πρώτο βήμα για το μπακκάλικο.
Είδεν την να θκιαλέει σιοκολάτες που το σταντ δίπλα στο ταμείο. Εφόρεν ένα κοντό φόρεμα, στενό, κλαδωτό με κλειστό λαιμό τζαι το κάτω μέρος σε σχήμα κώνου. Σάνταλα δερμάτινα τζαι τα μαλλιά της πιασμένα κότσο. Μια κόκκινη, χοντρή, κοκκάλενη γιρλάντα εκράταν την φράντζα της.
Οι άσπρες της οι ζάμπες, όπως το νερό το παγωμένο, ετρέξαν τζαι επαγώσαν το μυαλό του. Ίσιωσε το μουστάτζι του τζαι ετράβησε την κάππα τον μαλλιών του πίσω. «Μα τίνος ένι, κουμπάρε, τούτη η μιτσιά;», ερώτησε δήθεν αδιάφορα τον μπακκάλη. «Εν η Μαρίνα, κουμπάρε Αντώνη. Η κόρη του Άντρου του ποδηλατά. Σπουδάζει στο Λοντίνον τζαι ήρτεν να δει τους δικούς της.»
Μέρος 4ο
Το ειδύλλιο με την Μαρίνα εξεκίνησεν δειλά τζαι ανύποπτα. Η κορούα εν είσιεν φιλοδοξίαν να γίνει αντροχωρίστρα. Ναι, άρεσκέν της ο Αντώνης. Το να χωρίσει τον άντρα που τα κοπελλούθκια τζαι την γεναίκαν του, όμως, ήταν το τελευταίον που έθελε.
Τζείνος όμως είσιεν άλλα πλάνα. Σιγά-σιγά, όπως την ρουφήχτρα του ποταμού, ετράβησέν την μέσα σε μιαν κατάσταση που εν εμπορούσεν ούτε να ξεφύγει, αλλά ούτε εμπορούσεν να του αρνηθεί οτιδήποτε.
Μετά που την είδεν στον μπακκάλην, άρκεψεν να ρέσσει δήθεν τυχαία έξω που το σπίτιν της με σκοπό να καταλάβει τις ώρες που ήταν μέσα τζαι πότε έλειπε. Έναν απόγευμαν, έκοψεν τον Άντρον τον ποδηλατάν έξω που το σπίτι, πά’ στο παγκέττο να απλώνει τσιακκίλι. Επλησίασεν, έπιασέν τον κουβέντα τζαι πριν περάσει το τέταρτον της ώρας, έπεισέν τον να τον προσλάβει για να του σάσει τα τοιχούθκια της αυλής που εθέλαν σουβάτισμα.
Ο Άντρος ελυπήθηκε τον επειδή είσιεν τέσσερα κοπελλούθκια τζαι ήταν άνεργος. Το παραπάνω όμως που του έδωκεν την δουλειάν έν’ επειδή τον εβαρέθηκεν να στέκεται που πάνω του όπως τον οχτρό τζαι να τον παρακαλεί να του δώκει μεροκάματο. Εν τζαι έξερεν ότι ο Αντώνης εν’ έν τα τειχούθκια που εσκέφτετουν, αλλά την Μαρίναν.
Τα πράματα έγιναν όπως τα επρόβλεψεν ο Αντώνης. Την μια μέραν που ήταν τζαμαί, ο Άντρος εδιάταξεν την Μαρίναν να τους κάμει λεμονάδα να πιουν να δροσιστούν. Την άλλην μέραν ο Αντώνης άρκησεν τάχα να τελειώσει τζαι εκαλέσαν τον να μείνει να φαν την νύχταν μαζί. Ήρτεν τζαι η μέρα που ο Άντρος εν ήταν έσσω τζαι έκοψεν η Μαρίνα μόνη της.Ήβρεν την ευκαιρίαν ο Αντώνης τζαι εκόντεψεν. Όπως την κουφή την μαυρή, ήσυχα, αθόρυβα για να μεν φοητσιάσει το θύμαν της. Ερώταν την τι σπουδάζει, πώς έν’ η Αγγλία, πόσον τζαιρό εννά κάτσει στην Κύπρο, εχαμογέλασεν της νάκκον, έντζισεν της πας στο σιερούιν, είπεν της λόγια καλά. Εν τζαι αρκεί να σε τυλίξει η κουφή άμα της δώκεις την ευκαιρία.
Τζείνος, ένας λεβέντης, πά’ στα άρπουλά του. Καμιά σχέση με τα κοπελλουρούθκια που εσυναναστρέφετουν η Μαρίνα ώς τότε. Τζείνη, γλυτζιά τζαι δροσερή όπως το μαχαλλεπίν το φρέσκο με το ροδόσταμμα. Ένα ππαλαζούι που μόλις έμαθε να πετά. Άλλο που εν έθελε τζαι ο ένας τζαι ο άλλος. Μέσα σε μιαν εφτομάν, εβρεθήκαν πίσω στο πλυσταρκό του σπιθκιού του Άντρου, ο ένας πάνω που τον άλλο να φιλιούνται τζαι να κάμνουν έρωτα. Τούτο εσυνέχισεν τζαι μετά που ο Αντώνης ετέλειωσεν την δουλειά στο σπίτι. Με κάθε ευκαιρία, έρεσσε που τζιαμαί για να δει την Μαρίναν. Τζαι η φωθκιά εμεγάλωνε τζαι η σχέση εγίνετουν πιο επικίνδυνη. Η Μαρίνα εσκέφτετουν την Νίκην τζαι τα κοπελλούθκια της τζαι πως με την πρώτην ευκαιρίαν πρέπει να του κόψει μούτιν του Αντώνη. Τζείνος όμως εσκέφτετουν ζωή στο Λονδίνο τζαι τα ριάλλια του Άντρου. Τζαι οι θκυο εξέραν όμως ότι όσο έν η Νίκη μεσ’ την μέσην, τούτη η σχέση δεν εμπορούσεν να συνεχιστεί.
Μέρος 5ο
Η Νίκη είσιεν προσέξει την αλλαγή στην συμπεριφοράν του αντρός της. Ο Αντώνης είσιεν γίνει γενικά πιο ήρεμος σε σχέση με άλλους τζαιρούς. Ήθελε να έσιει παραπάνω χρόνο μόνος του τζαι έμοιαζεν πιο ονειροπαρμένος, πιο απομακρυσμένος, πιο αδιάφορος.
Ήταν που πάντα χωρκοΰρης, αλλά τον τελευταίον τζαιρό έμπαιννεν έσσω πιο αργά. Επίσης αντί να μυρίζει καφενέ, εμύριζεν ροδόσταμμα.
Η Μαρίνα, αντί να βάλλει άρωμα, εμούσσιεφκεν έναν παμπακούιν με ροδόσταμμα που τον Αγρό. Άλειφέν το πά’ στα λαιμά της, κάτω που τες μασχάλες της τζαι που τον τζαιρό που ενεκατώθηκεν με τον Άντωνη, πάνω στα σιέλλια της. Ούλλες οι γεναίτζιες που την μερκά του παπά της εκάμναν το ίδιο πράμα. Η στετέ της ένιφκεν την που τον τζαιρό που ήταν μωρό τζαι ελάλεν της ότι το ροδόσταμμα κρατά σε νέα.
Ο Αντώνης στον κόρφο της Μαρίνας εμυρίζετουν ούλλη την γλυκάδαν του κόσμου. Η μυρωθκιά του ροδοστάμματος επέρναν τζαι έλουννεν, έκτος που την μούττην του, τα μμάθκια του, τες σκέψεις του, την ψυσιή του.
Η Νίκη στον κόρφο του άντρα της εμυρίζετουν ότι κάτι εν πάει καλά. Ότι ο άντρας της είτε έκοψεν το κονιάκκι τζαι άρκεψεν το μαχαλλεπί, είτε κάποια πατταλοδουλειά κάμνει τζαι αλείφεται το ροδόσταμμα για να χωστεί.
Εν τζαι θέλει πολλήν εξυπνάδαν για να καταλάβεις ότι απατά σε ο άντρας σου. Μέσα της η Νίκη εκατάλαβέν το που πολλύν τζαιρόν πριν. Μια νύχτα, ελούθηκεν τζαι έβαλε το νυχτικόν της το άσπρο το καλό, που της έδωκεν η μάνα της. Έππεσεν που πάνω που τα σεντόνια τζαι έκατσεν να θκιαβάσει το «Άρλεκιν» ώσπου να έρτει ο Αντώνης.
Ώσπου να στραφεί που τον γυρό, την Νίκην επήρεν την ο ύπνος. Τζείνος εμπήκεν έσσω, έππεσε δίπλα της τζαι ούτε που της έντζισε. Άμα είσαι χορτάτος, ακόμα τζαι το πιο ωραίο φαΐ του κόσμου να σου βάλουν ομπρός σου, εν θα το φάεις.
«Μα έν’ ο άντρας σου, ρα Νίκη, που εμπήκε έσσω εψές η ώρα έντεκα τη νύχτα;», είπεν της η γειτόνισσα η Άννα το πρωί που την ηύρεν να απλώνει τα ρούχα.
«Έν’ ο άντρας μου, θκειά, καλό ποιος; Λαλείς να του έκαμα φίλο;».
«Ε, τζαι πού εγύριζεν ώς έτσι ώρα; Ηύρεν δουλειά, ρα, οξά ήτουν εις τον καφενέ;», εσυνέχισεν η σιεροκουτάλα, η όξινη η Άννα.
Της Νίκης εθέλαν κόμμα τα αφκιά της. Εγέμωσεν φουτούνες τζαι εδίπλωσεν το σεντόνι που εκράταν στα σιέρκα της. Άλλο λλίο να το σσίσει.
«Ενόμιζα ότι ηύρεν καμιά δουλειά ποτζεί στα σπίθκια του Άντρου του ποηλατά, ρα. Έν’ γι’ αυτό που σ’ αρωτώ. Θωρώ τον τζαι γυρίζει πολλά κατά ποτζεί».
«Ο καθένας να θωρεί το σπίτιν του θκειά», απάντησεν τζαι εγύρισεν την ράσιην της. Η κατζία του κόσμου επέτασσεν της μες στα μούτρα ότι ο άντρας της έσιει άλλη. Το τι εγίνετουν έσσω της εφκήκεν στα νέα της γειτονιάς. Εν εμπορούσεν να αγνοεί την πραγματικότητα. Έπιασε το καλάθι με τα ρούχα στην κόξα τζαι επήρεν την απόφαση να μιλήσει του Αντώνη μόλις έμπαιννεν της πόρτας.
Μέρος 6ο
Εννά εθέλαμε οι συζητήσεις των ζευκαρκών να έν’ όπως τα έργα. Η γεναίκα να κάθεται αργά τη νύχτα στο φως των κεριών τζαι να περιμένει τον άντρα της να μπει έσσω. Όμορφη, ανάλαφρη, με αυτοπεποίθηση. Μόλις μπει ο άντρας, να αφήνει το ποτήρι στο τραπέζι τζαι με ειρωνική φωνή να του λαλεί «ήρτες αγάπη μου;».
Ίσως κάποιες φορές να έν’ έτσι. Μάλλον έτσι έθελεν η Νίκη, να ήταν τζαι τζείνη η κουβέντα με τον Αντώνη. Στην ουσία όμως οι συζητήσεις έν’ πιο ωμές, πιο άχαρες, πιο αληθινές. Γίνουνται σε κουζίνες πάνω ’που τες κούππες τζαι τα πιάτα τζαι σε κρεβάθκια λλίο πριν σε πάρει ο ύπνος που την κούραση.
Η Νίκη ήταν προετοιμασμένη. Επρόβαρε στον νου της ούλλα όσα θα του ελάλεν. Πού θα εστέκετουν, πώς θα απαντούσε στις δικαιολογίες του. Όμως εμπήκεν έσσω, πιο νωρίς απ’ ότι τον επερίμενε. Ήβρεν την μες την βούρνα να πλυννίσκει πιάτα τζαι να έσιει έννοια των κιοφτέδων που ετηγανίζουνταν δίπλα στο γκάζι. Εσιαιρέτησεν την τζαι εμπήκεν ολόισια στο μπάνιο.
Είδεν τον μιαν μαθκιά, τζαι προς στιγμής ανακουφίστηκε για την προσωρινή αναβολή της συζήτησης. Εν άρκησε να φκει όμως που το μπάνιο.
Εφόρησε τα λουστρίνια του με το τακκούνι. Τα καφέ που τα εγοράσαν ’που το Bata στη Λήδρας. Το πουκάμισο το κεραμιδί με τις μαύρες ρίγες τζαι παντελόνι τζιν. Εχτένιστηκε, έβαλε Brilcream τζαι όπως εμπήκε της κουζίνας, εμουσκομίρισεν ο τόπος Brut.
Τζείνη, κκιλιντζίρα. Δρωμένη, να μυρίζει τηάννια τζαι κρεμμύθκια. Εσκούπησε τα σιέρκα στην ποθκιά τζαι με πνιγμένη φωνή είπε του: «Έν’ για να πας στον καφενέ που εστολίστηκες έτσι;»
«Έννα πάω ποτζεί στον Γιωρκή, να μιλήσουμε για κάτι δουλειές».
«Ο Γιωρκής φορεί κολώνια ροδόσταμμα ρε Αντώνη; Μα ποιον έν’ που περιπαίζεις; Εκάμαν μας σίριαλ μες στην γειτονιά», είπε τζαι ολόισια εγεμώσαν τα μάθκια της.
Προς στιγμήν εκοπήκαν τα πόθκια του Αντώνη. Εκράτησε την ψυχραιμία του όμως τζαι με ήρεμη φωνή απάντησε. «Ποιος έν’ που σου βάλλει λόγια ρε μάνα μου; Με ποιον εν που εσύντυσιες τζαι έκαμεν σε άνω ’που κάτω;»
«Η Άννα, η γειτόνισσα. Θωρεί σε λαλεί ποτζεί στες γειτονιές του Άντρου. Τζαι έμαθα ότι έσιει κόρη όπως τα κρύα τα νερά, φιγουρίνι, ποτζείνες που φορούν τα μίνι τα φορέματα».
«Τζαι είντα γυρεύκω εγιώ με την ροκόλα Νίκη μου;» απάντησε ο Αντώνης. «Εγιώ εν έχω άλλη ’που σένα. Κάθεσαι τζαι κρώννεσαι της σιεροκουτάλας, είντα σου λαλεί;».
Ήταν ψέμα όμως. Ποιος εν θα είσιεν μάθκια για την Μαρίνα;
Για τον Αντώνη η Μαρίνα ήταν όπως το τριαντάφυλλο με τα παγάκια. Που το πίννεις τζαι ρέσσει που το κορμί σου η γλυκάδα τζαι ο πάγος, αναζωογονεί σε, νεώννει σε. Η Νίκη, ήταν σαν το τσάι την κουρτουνιά. Πίννεις το άμα αρρωστάς, διά σου παρηορκά, καθησυχάζει σε. Γιανίσκει σε, αλλά πίννουν το οι γέροι.
Έγλιασε που έσσω σαν την κουφή μες στο νερό τζαι εξεκίνησε να πάει κατά την γειτονιά της Μαρίνας. Ένωθεν όπως το χτηνό που εγλύτωσε που το μασιαίρι του κασάπη. Τζείνη η νύχτα θα επροσδιόριζε την ζωή του Αντώνη. Θα επροσδιόριζε τζαι την ζωή της Νίκης τζαι των κοπελλουθκιών τους.