Την πρώτη φορά που εβρεθήκαμεν, ήρτεν πάνω που το κρεβάτι μου.
Έππεφτα ανάσκελα, τζιαι ένιωσα κάποιον να αναπνέει που πάνω μου. Όπως άμα σου κοντέφκει κάποιος για να σε φιλήσει τζιαι νιώθεις την κρουστή του αύρα πάνω στα σιείλη σου. Με κλειστά τα μάθκια μου, ένιωσα κάτι σαν στατικό ηλεκτρισμό να περνά που ούλλο μου το κορμί.. Ένιωσα μια παρουσία πάνω μου, που ηλέκτριζε όυλλο μου το σώμα. Κάτι που ανακάτωννε τον χώρο.
Άνοιξα τα μάθκια μου τζιαι είδα την ομπρός μου.
Αιωρήτουν που πάνω μου σαν το σύννεφο. Τα μούτρα της μες τα μούτρα μου. Νευριασμένη, με τα μάθκια της γουρλωμένα τζιαι το στόμα της σφιχτά κλειστό. Σιωπητή, εθώρεν με, σάννα τζιει επερίμενε να κάμει κάτι.
Μόλις εκατάλαβε ότι εξύπνησα, ετύλιξε το κορμί της σε μια μάππα τζιαι επέτασε μακριά μου. Σαν την κουφή που της ανοίξαν το κουτι που την είχαν βαδωμένην, εποτυλήχτικε τζιαι εβρέθηκε στην άλλη μερκά του δωματίου. Εσινιάρισκεν με ώρα όπως φαίνεται τζιαι επερίμενεν με να ξυπνήσω.
Εκαλάνοιξα τα μάθκια μου τζιαι είδα την καθαρά.
Εφόρεν σκούρα, κότσιηνα ρούχα τζιαι είσιεν μακριά, γκρίζα μαλλιά. Το φόρεμα της έππεφτεν λούρες, λούρες κάτω ως τα πόθκια της τζιαι ίσιεν διάφορες αποχρώσεις του λιλά. Μια περίεργη λάμψη εκάλυφκεν την παρουσία της. Εν ήταν ακριβώς λάμψη, παραπάνω ήταν οπως το φωσφόρισμα. Γκρίζα, μουντή, φουρτζισμένη. Με τα μαλλιά της τζιαι τα ρούχα της να ανεμίζουν γυρώ της. Εθώρεν με, με νόημα σάννα τζιαι επερίμενε να της συντύχω.
Ήμουν πολλά φοιτσιασμένος τζιαι ακροβατούσα μεταξύ ονείρου τζιαι πραγματικότητας. Έμπηξα την παουρκά τζιαι ενστικτοδώς έσυρα της ένα μαξιλάρι. Το μαξιλάρι μου φυσικά εκατέληξε στο κενό.
Έπιασε με η λλιοψυσιά, η καρδία μου εδούλεφκεν υπερωρίες τζαι οι πνεύμονες μου ερουφούσαν οξυγόνο με την συχνότητα κομπρεσόρου. Στο δωμάτιο όμως, απόλυτη ησυχία. Έμεινα να θωρώ γυρώ μου τζιαι να την γυρεύκω.
«Τώρα να δείς που εν κανένας άγιος», είπε μου μια γνωστή μου. «Έκαμες κανένα τάμα τζιαι εξίασες; Ξέρω ένα παπά, να πάεις να σε ξεμαθκιάσει.»
Με το στοισειό, εβρεθήκαμε αρκετές φορές που τότε. Πάντα με τες ίδιες έντονες αντιδράσεις.
Πολλές φορές νιώθω την τζιαμέ γυρώ, στες γωνιές του νού μου, να με περιμένει. Τες νυχτες που σηκώνουμε να τσιακκάρω το μωρό, φοούμαι άμπα τζιαι έβρω την ομπρός μου ή ακόμα σιειρόττερα, πάνω που το κρεβατούι της κόρης μου.
Εν ξέρω ποια είναι, ούτε τι θέλει. Ίσως να εν αμαρτίες δικές μου, παλιές τζιαι εγινήκαν πλάσμα τζιαι γυρεύκουνται. Φοούμαι, οι δικές μου οι αμαρτίες, να κακαδοικούν το κοπελλούι μου.