Στην ταβέρνα του Κωστάκη, κάθε Τετάρτη έσιει ζωντανή μουσική.
Η ζωντανή μουσική εν ο Κύριος Μάκης τζιαι το μπουζούκι του. Κανένας άλλος. Τζιαι όμως, κάθε Τετάρτη υπάρχουν σταθεροί θαμώνες της μικρής ταβέρνας, που παν αποκλειστικά για να τους απολαύσουν.
Ο Κύριος Μάκης, εν λλίο πριν τα εξήντα του.
Η πρωινή του δουλεία εν πελεκάνος. Εν που τους λλίους μες την Λευκωσία που ξέρουν να σκαλίζουν τζιαι να σμιλέυκουν τα ξύλα όπως τον παλίο τζιαιρό.
Εξεκίνησε να δουλεύκει στα 12 του.
Όσσον τζιαι τέλειωσε το δημοτικό, ο τζίρης του εθεώρησε ότι εν χρειάζεται άλλα γράμματα. Ήταν τζιαι ο μοναδικός αρσενικός που τα τέσσερα συνολικά παιθκία της οικογένειας, οπόταν η ευθήνη του απέναντι στους δικούς του ήταν μεγάλη.
‘Αρκησε να πίασει μπουζούκι στα σίερκα του. Ήταν σχεδόν 35 χρονών, είσιεν ήδη οικογένεια τζιαι κοπελλούθκια, χρέη, υποχρεώσεις τζιαι όσα φέρνει η ζωή σε τούτες τες ηλικίες τζιαι σε τούτες τες καταστάσεις.
Οι καυκάες που έκαμνε με την γενέκα του ούλλη μέρα για το μπουζούκι ήταν μυθικοί.
Πίατα εσπάζαν, έπιπλα εκουντούσαν, φωνές, κλάματα, τσιριλίες, λιποθυμίες τζιαι σκηνές βγαλμένες απο αρχαία τραγωδία, όπως θα ελαλούσαν τζιαι στα νέα.
«Σαράντα χρονών, άδρωπος τζιαι να μου κρατάς το μπουζούκκι, σάννα τζιαι είσαι ο Καζαντζίδης;; Τι εννα λαλεί ο κόσμος;; Ότι επέλλανες τζιαι μωρεύκεσε!!».
«Γενέκα. Ο Καζαντζίδης έν έπαιζε μπουζούκι, ήταν πλαίημπάκ.»
Τζιαι ποιόν την Γιωργούλλα έβρισκεν την το γαίμα.
«Να με περιπαίζεις εμένα ρε. Την γενέκα σου. Που σε ξεβρωμίζω ούλλη μέρα τζιαι ούλλη νύχτα. Αν σου λείψω εγώ εννα σε φάν τα σκουλούτζια..»
«Τζιαι επειδή καθαρίζεις, σημαίνει ότι εννα με ελέγχεις τζίολας! Ποιός εν που φαίρνει ριάλλια μες το σπίτι;;»
Τζιαι ξανά η ίδια ιστορία. Ξανά καφκάς.
Αγαπούσεν ο ένας τον άλλο όμως. Τζίνη την αγάπη, που εν τζιαι αλληλοεξάρτηση. Τζίνη την αγάπη που φέρνουν τα χρόνια. Την αγάπη της ανάγκης.
Η Γιωργούλλα εζήλεφκε κατα βάθος, ότι ο άντρας της ασχολείται τζιαι με άλλα πράματα εκτός που τζίνη, ενώ τζίνη άλλο που την βούρνα τζιαι τα άπλητα έν είσιεν να ασχολείται.
Ο Μάκης εν την ελάμβανε υπόψην του. Ήξερε ότι εννα συνηθήσει τζιαι τζίνη στην ιδέα.
Τα χρόνια επεράσαν τζιαι η Γιωργούλλα εχώνεψε ότι ο Μάκης εννα παίζει μπουζούκι.
Ειδικά άμα έμαθε να παίζει τζιαι καλά τζιαι αφιέρωνε της το «Μαύρα μάτια, μαύρα φρύδια» του Βαμβακάρη, εφτεροπέταν η καρκία της που την χαρά.
Πάει τζιαι τζίνη στην ταβέρνα κάποτε τζιαι καπαρτίζει που θωρεί τον άντρα της να παίζει.
Εκατάλαβε τζιαι τζίνη γιατί ο Μάκης έπαιζε μπουζούκι.
Το μπουζούκι έμαθε τον Μάκη να μεν φκάλλει τα νεύρα του τζιαι το μαράζι του πάνω στην οικογένεια του. Έμαθεν τον να κάμνει την ψυσίη του πεννίες τζιαι στίχους τζιαι να την τραουδά του κόσμου.