Το ξυπνητήρι, εχτύπησε πρώτη φορά η ώρα 7:30. Άνοιξε τα μάτια του αγχωμένος τζαι άπλωσε το σίερι του να έβρει το σνούζ για να το σβήσει. Εγύρισε δίπλα στην γυναίκα του. Ευτυχώς εν την εξύπνησε.
Ενώ τζείνος προτιμά να ξυπνά νωρίς, η Κωνσταντίνα προτιμά να τζοιμάται ως την τελευταία στιγμή. Επίσης, μισεί θανάσιμα τα ξυπνητήρια.
Συχνά λαλεί του:
«Κανονικά τα ξυπνητήρια, έπρεπε να έχουν μόνο όμορφους ήχους, ήρεμους τζαι διεγερτικούς. Γιατί οι εταιρείες που κάμνουν ξυπνητήρια εν με την ιδέα ότι πρέπει να σου σηκώσουν τα νεύρα σου για να ξυπνήσεις;»
«Για τον ίδιο λόγο που τα πρωινά δεν είναι όπως τες διαφημίσεις. Εν σηκώνεσαι λλίο πριν το μεσημέρι με τον ήλιο να πλημυρίζει το δωμάτιο, ούτε φορείς άσπρο πουκάμισο ως τα γόνατα τζαι ο μοναδικός ήχος που ακούεις το πρωί, σίουρα εννεν τα κύμματα που διαλύονται πάνω στους βράχους.»
Ετράβησε το τζίν που ήταν πεταμένο στην καρέκλα που το προηγούμενο απόγευμα. Έπιασε μια καθαρή φανέλλα που το αρμάρι. Ανοίγωντας λλίο τα φυλλαράκια, όσσον για να θωρεί τζαι για να μεν ξυπνήσει την Κωνσταντίνα, επρόσεξε την φιγούρα του στον ολόσωμο καθρέφτη της πόρτας. Εμονολόγησε.
«Να υπήρχε κανένας τρόπος να εξαφανίσω τούτο το σωσίβιο που την μέση μου. Χωρίς γυμναστική τζαι χωρίς να σταματήσω να τρώω.»
Άνοιξε την πόρτα του δωματίου της κόρης του. Όπως κάθε μέρα, τζείνη στην ίδια θέση να στέκεται κρατώντας τα κάντζιελλα του κρεβατιού τζαι να τον περιμένει.
Εσήκωσε την στην αγκαλιά του τζαι τζείνη εκούρρωσε το πρόσωπο της στον ώμο του. Για κάποιες στιγμές κάθε πρωί, ο χρόνος σταματά για τον Γιώργο, μια ζεστή πετσέτα τυλίει το νού του, την καρδιά του, αφήνει στην πάντα την υπόλοιπη ζωή τζαι χάννεται στα σιέρκα της κόρης του.
«Μεν μεγαλώσεις», εσκέφτηκε.
Επήρε το μωρό στο δωμάτιο για να ξυπνήσουν μαζί την Κωνσταντίνα.
Εξάπλωσε πίσω της τζαι έσφιξε το σώμα της πάνω στο δικό του. Κρύβοντας τα μούτρα του στον κόρφο της ανάπνευσε βαθκιά. «Κέικ τζαι λιακάδα», εσκέφτηκε. Εφίλησε της το λαιμό τζαι εχάιδεψε τα μαλλιά της. Τραβώντας την κοντά του, απελευθέρωσε την αναπνοή του να ταξιδέψει πάνω της, τζαι το κορμί του έσβησε τες άμυνες του, τους φόβους του. «Εν ασφαλισμένα δαμε».
«Μείνε», είπεν του μισοτζοιμισμένη. «Πρέπει να πάω δουλειά» απάντησε.
Άνοιξε τα μάτια του. Η κόρη του στην αγκαλιά της μάμας, τζαι οι δύο στην αγκαλιά την δική του.
«Τα πρωινά τα δικά μας, εν καλύττερα που τες διαφημίσεις» είπε. Έδωσε τους ακόμα ένα φιλί τζαι εσηκώθηκε χαμογελώντας.