Η μέρα ήταν υγρή.
Ίσιεν βρέξει την προηγούμενη νύχτα τζιαι ούλλο το πρωινό ήταν μουντό τζιαι λυπημένο. Ο ουρανός εκατέβασε τα μούτρα του τζιαι έχωσε τον ήλιο που έκρουζε την ατμόσφαιρα τόσο καιρό.
«Στην Κύπρο, ο Χειμώνας μοίαζει να μπαίνει κρυφά που την πίσω πόρτα. Ώσπου να τον σιαστεί το Καλοκαίρι πάλε τζιαι να τον θκιώξει κακήν, κακώς για να αναλάβει ξανά.»
Ενευρίαζεν τον το γεγονός ότι η Κύπρος έν ίσιεν Χειμώνα, όπως τις άλλες χώρες. «Τούτος ο ήλιος καταντά εκνευριστικός. Για μένα ο καλός ο τζιαιρός, εν ο μουντός ο τζιαρός»
Περπατώντας το ανήφορο που οδηγεί στον κύριο δρόμο, λλίο πάρακατω που το πατρικό του. Άναψε το τελευταίο του τσιγάρο τζιαι εκοντοστάθηκε στο χωμάτινο πεζοδρόμιο δίπλα που ένα μισοφαημένο, ξύλινο πόντο, που κάποτε ήταν το καλάθι που έπαιζε μπάσκετ με τους φίλους του στην γειτονία.
Όντως ίσιεν χρόνια να περάσει, περπατώντας που τζείνο το σημείο. Επερνούσε κάθε μέρα με το αυτοκίνητο, για να πάει στην δουλεία του. Επροσπάθησε μάταια να θυμηθεί πότε ήταν η τελευταία φορά που επερπάτησε κάποια διαδρομή εκτός την καναπές – ψυγείο ή αποχωρητήριο – κρεβάτι, αλλά εν τα εκατάφερε.
Έκατσε χαμέ.
Η αίσθηση του υγρού χώματος, εξύπνησε μέσα του αναμνήσεις είκοσι χρόνων. Τα σίερκα του ακουμπήσαν αριστερά τζιαι δεξία για να στηρίξουν το κορμί του που έγειρε πίσω. Η γή ήταν ακόμα τζιαμέ να τον υποδεχτεί σαν ένα παλίο επισκέπτη.
Εσκέφτηκε ότι εξημάρισε τις παλάμες του τζιαι το παντελόνι του με τα πιλά. Μετά εσκέφτηκε ότι κάποτε εν τον ενοχλούσε τούτο. Τζιαι μετά ένιωσε άσιημα που άφηκεν τον εαυτό του να μεγαλώσει τόσο.
Επροσπάθησε να αναγνωρίσει τις γραμμές με το σπρέυ που εκάμναν χαμέ για να μαρκάρουν την κατούρα τζιαι το τρίποντο. Εφουμίζετουν στην γειτονία κάποτε, ότι τζείνος εσκέφτηκε το κόλπο με τον σπάγγο τζιαι την σπόντα για να φκούν οι γραμμές ίσιες. Το χαμόγελο τζιαι η ικανοποίηση του, ήταν τα ίδια. Σχεδόν είκοσι χρόνια μετά.
Το ταξίδι του εσυνέχισε στην κονναρκά, στην καυκάλλα απέναντι. Που σε λλίο τζιαιρό θα εγίνετουν συγκρότημα διαμερισμάτων. Εθυμήθηκε που εγέμωσε μια σακκούλα τζιαι επήρε τα της μάνας του, τάχα ότι ήταν μπισκόττα. Η μάνα του είπεν του να μεν τα τρώει επειδή εκατουρούσαν οι σιήλλοι πάνω τζιαι επέταξεν τα στον κάλαθο.
Ετρώαν όμως, τζιαι κόνναρα, τζιαι ξινούθκια, τζιαι τοματούες, τζιαι άνθη τους γιατρούς.
Επερνούσαν ούλλα όπως το τραίνο το εξπρές μες τον νού του. Παραπάνω οι αφές τζιαι οι αισθήσεις παρά οι εικόνες.
Πόσο διαφορετικά ένιωθαν τα πράματα τότε.
Πόσο ποιό ακίνδυνη ήταν η γή, τα φυτά, τα ζώα.
Η ξιμαρισία της γής πάνω στα γόνατα, το χώμα κάτω που νίσια, η αλμύρα των άπλυτων φρούτων, το ξεραμένο αίμα πάνω στις πληγές.
Η ψιχάλες ήβραν τον να κάθετε κουκουλλί στο πεζοδρόμιο ακόμα. Εχαμογέλασε.
Έκλεισε τα μάτια του τζιαι εφαντάστηκε την μάνα του να του φωνάζει να πάει σπίτι για να μεν εννα κρυολογήσει.