Πριν λλίες μέρες ετσακκώθηκα με την κόρη μου. Όσο νόημα τζαι αν κάμνει το να τσακωθείς με ένα μωρό 3 χρονών, εγώ έκαμα το.
Εστέκετουν πάνω στο σκαμνάκι της μπροστά στον νιπτήρα. Ανέβασα της τα μανίτζια της τζαι κρατώντας το πρόσωπο της με το ένα μου σιέρι, με το άλλο εγέμωσα μια χούφτα νερό τζαι ένιψα την. Άρκεψεν την μουρμούρα.
«Εν μου αρέσκει να με νίφκεις», «Όχι, όχι άλλο νερό», «Φύε. Μάμμα, μάμμα!»
Στα πολλά, άρρωσα της. «Ρέα σταμάτα την γκρίνια. Εν μεγάλη αταξία. Εν γκρινιάζουμε το πρωί, πρέπει να ετοιμαστούμε να πάμε σχολείο». Στη συνέχεια άρκεψα τα κλασικά ψέματα.
Λευκά ψέματα που εν κάμνουν λογική, αλλά για κάποιο λόγο, όλοι οι γονείς ανεξαρτήτως εποχής, ταΐζουν στα μωρά τους για να τα πείσουν να κάμουν όπως τα διατάσσουν. «Εννά αρκέψει μάθημα η δασκάλα τζαι εν θα σε βάλει στην τάξη», «Εννα μας πιαν τη θέση τα άλλα τα παιδάκια» και ούτω καθεξής.
Μάταια όμως. Η Άντρεα Κυριάκου εσηκώθηκε κουρτισμένη τζείνη τη μέρα. Εν έθελε την οδοντόκρεμα με γεύση γατάκι τζαι επέμενε να της βάλω που την άλλη που έσιει γεύση κροκόδειλο. Η άλλη με την γεύση κροκόδειλος τελικά εν της άρεσκε τζαι έθελε την φράουλα. Εν άνοιξα το νερό της βρύσης, με την ίδια ακριβώς πίεση όπως τες υπόλοιπες μέρες. Εν εκρέμμασα καλά την πετσέττα της στην κρεμμάστρα. Γενικά διάφορες δικαιολογίες για να πιάσει την προσοχή μου. Έστω τζαι την αρνητική μου προσοχή.
Κλάμα στο κλάμα, θυμό στο θυμό, μετά που καμπόσα σκουπίσματα της μύξας τζαι των μαθκιών της που ετρέχαν ποταμός, εκατάφερε τζαι έφτασε με στα όρια της υπομονής μου.
Όπως εκράταν την πετσέττα τζαι εμουγκάριζε όπως τον βου που τον σφάζουν, ετράβησα της την τζαι έβαλα της την φωνή. «Άτε έφυες που δαμέ, πήαιννε στην μάμμα τζαι κανεί». Απελπισία, θρήνος, οδυρμός.
Εξεκίνησε να κωλοσύρνει τα ποούθκια της τζαι με νεκαλητές κραυγές να φωνάζει «Μάμμα, μάμμα, εν με θέλει ο παπάς. Είπε μου να φύω. Έτον, έτον, είπε μου να φύω.» Τζαι εγώ να στέκουμαι αναμαλλιάρης με την φανέλλα που φορώ για πυτζάμα τζαι το παντελόνι της δουλειάς, κουμπημένος πας τον παραστατό της πόρτας, να νιώθω ο πιο σκληρός, ο πιο άκαρδος τζαι ο πιο αχώνευτος γονιός του κόσμου.
Εγονάτισα στο ύψος της, εφώναξα της. Εστράφηκε πίσω. Το πρόσωπο της μια νεκατωσιά δακρύων τζαι μύξας. «Εννα είσαι φρόνιμη;» είπα. Έσουσε την κκελλέ της καταφατικά τζαι έρεξε το σιέρι της σαν την σκούπα πάνω στα μάγουλα της για να σκουπιστεί. Εχαμογέλασα τζαι αμέσως έππεσε μες την αγκαλιά μου τζαι άρκεψε να γελά. «Αγαπώ σε, παπάκη μου» είπε τζαι αμέσως εξέχασα τζαι τα νεύρα, τζαι τα κλάματα τζαι ούλλα.