Εμεγάλωσα σε μια πολλά θρησκευτικά παράξενη οικογένεια.
Ο παππούς μου ήταν μάρτυρας του Ιεχωβά. Απο ότι είχα ακούσει που διάφορες ιστορίες, ήταν για χρόνια άθεος, κουμμουνιστής που νίσια ως την κουρία. Σε κάποια φάση εγύρισε το τζιαι εγίνηκε μάρτυρας. Η γιαγιά μου (κόρη παπά) νομίζω εν ήταν τίποτε. Απλά εκρόννετουν του παππού μου για να μεν τον έσιη πας την κκελλέ της.
Οι γονιοί μου λαλούν ότι εν Χριστιανοί ορθόδοξοι, όπως εν ούλλοι άλλωστε. Με τζίνη την παράξενη έννοια, που ούλλοι εν Χριστιανοί ορθόδοξοι, απλά για να έν κάτι.
Εμένα εβαφτίσαν με Χριστιανό ορθόδοξο. Νομίζω όμως ότι που πολλά μωρό εν είμουν τίποτε. Βασικά είχα πολλές ερωτήσεις που εν εκολλούσαν με τζίνα που μας εμαθέναν στο σχολείο τζιαι τζίνα που μου ελάλεν ο παππούς μου όποτε εκατέβαινα να τον δώ.
Εδώκαν μου βιβλία που πολλά μωρό. Εδιάβαζα ότι έππεφτε στα σίερκα μου. Εθεωρούσα τον κόσμο των εξωγήινων, των φαντασμάτων, των μάγων τζιαι των ξωτικών, πολλά ποιο ενδιαφέρον που τον δικό μας. Αρνιούμουν να πιστέψω ότι εν υπάρχει τίποτε άλλο εκτός που τούτο που ζούμε καθημερινά.
Είχα τζιαι τον παππού μου που κάθε μεσημέρι αντι να μου λαλεί παραμύθκια, ελάλεν μου για Αρμαγεδώνες τζιαι για αμαρτίες. Ως επι το πλείστων επροσπαθούσε να με πείσει ότι τζίνα που εμάθαινα στο σχολείο εν λάθος, τζιαι ότι οι δικές του απόψεις για την θρησκεία εν σωστές. Στο σχολείο εξέραν ότι ο παππούς μου ήταν μάρτυρας, έτσι επροσπαθούσαν να με λυτρώσουν που τον λάκκο της ακολασίας με ούλλους τους τρόπους.
Γενικά που μιτσής, είχα πολλά διλήμματα τζιαι πολλές σκέψεις για την θρησκεία τζιαι για τον θεό. Ήξερα ότι κάποιος εν πάει καλά, κάποιος λαλεί ψέματα. Ο παππούς μου, ελάλουν, αποκλείεται! Αφού σάζει μου το ποδήλατο μου, καθίσκει με πας τα γόνατα του, φιλά με τζιαι γοράζει μου λιξία που τον μπακκάλη. Άρα τζίνοι στο σχολείο εν ψεύτες. Αλλα αφού ο παπάς μου εννεν μάρτυρας. Τζιαι ο παπάς μου αποκλείεται να λαλεί ψέματα! Αφου ο παπάς μου ξέρει τα ούλλα, οπόταν ξέρει ποιό εν το σωστό.
Βαθκία μέσα μου ελάλουν ότι, αν πράγματι υπήρχε κάποιος τζιπάνω τζι, εν έπρεπε να το ξέρουμε ούλλοι; Εν έπρεπε να εν ο ίδιος για ούλλους; Γιατι για την κάθε ράτσα εν άλλος; Τζιαι γιατί κάποιος που εν εγνώρισε ποττέ τούντον θεό, εννα πάει στην κόλαση; Τζιαι αν ο πραγματικός θεός εν ο Βούδας, εγώ τι εννα κάμω;
Μια νύχτα, είμουν 7-8 χρονών νομίζω, εκάθουμουν πας τα γόνατα της μάνας μου τζιαι εμετροφυλλούσα ενα τεύχος του “Ξύπνα” (έκδοση των μαρτύρων του Ιεχωβά). Μέσα ίσιεν μια φωτογραφία που έδειχνε την καταστροφή του κόσμου, την δευτέρα παρουσία. “Παππού” λαλώ του “ποιός εν τούτος;”. “Ο Αρμαγεδώνας” λαλεί μου.
– Που εννα έρτει τζίνη η μέρα, οι αμαρτωλοί εννα καταστραφούν, τζιαι εννα ζήσουν μόνο όσοι πιστεύκουν στον ένα τζιαι αληθινό θεό. Τον Ιεχωβά.
– Καλα τζιαι εγώ;
– Εσύ αμα είσαι πιστός τζιαι εν κάμνεις αμαρτίες, εννα σωθείς.
Εσκέφτηκα ούλλες τις φορές που εκλώτσησα τον Αντρέα επειδή έκαμνε μαφίες στα ππιριλλία, τις φορές που ανακάληφκα που έχωννεν η μάνα μου τα λιξία τζιαι έκλεφκα τρόνκι, τις φορές που εν έκαμνα τα μαθήματα μου τζιαι ελάλουν της δασκάλας ότι είμουν άρρωστος, τζιαι εκλαμουρίστηκα. Όπως κλαμουρίζεται ένα μωρό, 7-8 χρονών,αμα του πείς ότι εννα πάει στην κόλαση επειδή ανακαλύφκει τον κόσμο.
Η μάνα μου εχαίδεψε με τζιαι ερώτησε με “Γιατί κλαίεις αγάπη μου;”, ο παππούς μου απάντησε της “Άφηστον..σκέφτεται..”
Εσήκωσα μάθκια μου, τζιαι με την πίκκα που έχουν τα μωρά αμα τα θίξεις, λαλώ του.
-Καλά, αφου ο θεός σου εν τόσο δυνατός, τζιαι εν ο αληθινός γιατί εν δίωχνεί τους Τούρκους που την Κύπρο τζιαι να ελευθερωθούμε.
-Αφου εν ο δικός σου ο σωστός, λαλεί μου, γιατί εν τους διώχνει ο δικός σου.
-Ο θεός των Τούρκων καλό εν ποιό δυνατός που τους δικούς μας, γιατί να μεν πιστεύκουμε σε τζίνον;
Η συζήτηση εκοπήκε τζιαμέ, με την μάνα μου να λαλεί “Άφηστο μωρό παπά, εκλαμούρησες τον. Έλα μωρό μου μεν κλαίεις, τα μωρά εν παν στην κόλαση μεν φοάσε”
Την νύχτα εν ετζοιμήθηκα. Εκουβάρωσα μες το κρεβάτι μου τζιαι εσκέφτουμουν..
Τρείς θεοί..η εν υπάρχει κανένας ή υπάρχουν ούλλοι τζιαι νικά ο ποιό δυνατός.
Σήμερα είμαι σίουρος…