«Εφκίερωσε το ψυγείο. Πάλε εν επήα στον μπακάλη..», είπε.
Το χειρότερο που εμπορούσε να του συμβεί τζείνη την ώρα της μέρας. Μετά την δουλεία.
Η δουλεία του κουραστική τζιαι εκνευριστική. Παραπάνω ψυχολογικά παρά σωματικά. Ήταν βοηθός λογιστή σε ένα ελεγκτικό γραφείο τζιαι έτσι ήταν ούλλη μέρα σιυφτός πάνω που ένα πληκτρολόγιο τζιαι καθιστός πάνω σε μια πλαστική, αφρολέξ καρέκλα.
«Ο βαθμός ιεραρχίας μου στην εταιρεία εν λλίο ποιο πάνω που την καθαρίστρια τζιαι που το ψυγείο του νερού» ελάλεν αυτοσαρκαζόμενος πολλές φορές. Το τραγικό ήταν το γεγονός ότι, ο ίδιος ένιωθε ότι το αστείο του εν απείχε πολλά που την πραγματικότητα.
Εν τζιαι εφέρουνταν του άσιημα στην δουλεία, απλά ο ίδιος ένιωθε ασήμαντος. Η θέση του ήταν χαμηλή, έτσι ούλλες του οι ευθύνες, επεριστρέφουνταν γύρω που το να εκτελεί διαταγές τζιαι να ακολουθεί οδηγίες. «Απαγορεύονται οι πρωτοβουλίες!» έτσι του είπε ο μάστρος του την πρώτη μέρα στην δουλεία «σε τούντην δουλεία τα ρίσκα αναλαμβάνουν τα οι μαστόροι τζιαι όχι οι υπαλλήλοι».
Η αλήθκεια εν ότι, ούτε ο ίδιος ήταν σίουρος αν εμπορούσε να πιάσει πρωτοβουλία, αν εμπορούσε να αναλάβει σημαντικές ευθύνες. Πολλές φορές υποψιαζόταν ότι ο λόγος που ένιωθε έτσι, εν ήταν επειδή έννεν ικανός αλλά επειδή είσιεν οδηγίες να μεν αποπειραθεί να γίνει ικανός.
«Αν είχα μια ευκαιρία, μπορεί τζιαι να τα εκατάφερνα.» εσκέφτετουν.
Τούτη η ρουτίνα της δουλείας, τούτος ο ψυχολογικός Γολγοθάς, εκούνταν τον σε μια υπόγεια τζιαι ύπουλη παράνοια. Έφευκε που την δουλεία τζιαι ένιωθε την κκελλέ του πιεσμένη, σάννα τζιαι ήταν γεμάτη με μπαλόνια που σιγά, σιγά εφουσκώνναν τζιαι στο τέλος θα του εσπάζαν το κρανίο του.
Ένιωθε μια πίεση, μια απελπισία που όμως εν εκατάφερνε να προσδιορίσει. Ήξερε ότι η αιτία ήταν η δουλεία του, αλλά την ίδια ώρα εν είσιεν τα κότσια να το παραδεχτεί τζιαι να παραιτηθεί.
Τούτη η πάλη που έκαμνε κάθε μέρα με τα συναισθήματα τζιαι την αυτοεκτίμηση του, ήταν η αρχή μια αλυσίδας που ο κάθε κρίκος της ήταν τζιαι μια ατυχία, μια αποτυχία, μια κακή επιλογή.
Ένιωθε τον κόσμο να τον πιέζει, τους τοίχους γυρώ του να κλείουν τζιαι είσιεν συνέχεια τζείνο το αβάσταχτο συναίσθημα του να μεν θέλει να ξημερώσει η επόμενη μέρα.
Εικοσπέντε χρονών παλληκάρι, τζιαι εβαρέθηκε την ζωή. Απλά επειδή εμάθαν του ότι οι επιλογές του εν περιορισμένες, τζιαι ότι πρέπει να αγαπήσει το κελί που του εδώκαν να ζήσει μέσα.
Εσηκώθηκε, έσβησε τα φώτα του σπιθκιού τζιαι άφηκε το κορμί του να κάτσει σταυροπόδι μπροστά στο ψυγείο. Με ανοιχτή την πόρτα, τζιαι την λάμπα δίπλα που το κουμπί της θερμοκρασίας να του φωτίζει το πρόσωπο.
Στα άδεια ράφια του ψυγείου του, άρκεψε να αραδιάζει τις άδειες πτυχές της ζωής του. Μετά που πολλή τζιαιρό, άρκεψε να κλαίει.