Μαντορίνια

Εσταμάτησα στο φούρνο, αργά το απόγευμα πριν λλίες μέρες. Όπως εκατέβηκα τζιαι επογύρισα το αυτοκίνητο για να πάω να πιάσω το μωρό που το πίσω κάθισμα, είδα που μακριά να κοντέυκει μια φιγούρα φορτωμένη τσέντες. Εκατάλαβα ότι όποιος τζιαι αν ήταν κάτι έθελε να μου πουλήσει.

Αμέσως, ενεργοποιήθηκε η Σκρούτζ πλευρά του εαυτού μου. «Ποιος εν τούτος; Τι θέλει τωρά; Πόσα εννα μου ζητήσει;»

Λαλεί μου, «Κύριε, βοήθα με. Γόρασε μια τσέντα μαντορίνια.». «Εν θέλω φίλε μου» απάντησα ευγενικά τζιαι επροσπάθησα να τον αγνοήσω. Επιμένοντας, έβαλλε μου τες τσέντες μες τα μούτρα. «Βοήθα λλίο κύριε, εν τζιαι εν ακριβά, τρία Ευρώ είναι».

Συνήθως αποφεύγω να γοράζω πράματα που το δρόμο. Γενικά εν έχω κανένα πρόβλημα να βάλλω λεφτά, εν με πειράζει να δώσω λεφτά σε κάποιον που παίζει μουσική στο δρόμο, έστω τζιαι χάλια. Βάλλει με σε υποψίες να με βουρούν με ανοιχτό το σιέρι τζιαι να θκιακονούν, είτε κρατώντας παραμάσχαλα ένα μωρό είτε μια δήλωση που γιατρό, ότι εν ανίκανοι να δουλέψουν. Προσπαθώ να φιλτράρω τους απατεώνες αλλά εν τζιαι μπορείς να είσαι ποττέ εντελώς σίουρος.

Ο συγκεκριμένος εφάτσαρε μου περίεργα. Εσκέφτηκα ότι συγκριτικά στην κοινωνία, είμαι σε πολλά καλύτερη θέση που αρκετούς. Έχω δουλειά, τζιαι μια κάποια πολυτέλεια να φέρνω το κοπελλούι μου στο φούρνο για να του γοράσω λιξιό. Τζείνος, για οποιοδήποτε λόγο, κάθετε μες την κρυάδα τζιαι προσπαθεί να πουλήσει θκυο τσέντες μαντορίνια.

Φκάλλω τέσσερα Ευρώ τζιαι θκιώ του. Λαλεί μου «Έ, κύριε θέλω άλλο θκυό Ευρώ». Λαλώ του, «Αφού είπες μου τρία Ευρώ πριν λλίο». «Τρία Ευρώ το κιλό!», λαλεί μου. Θωρώ την σακκούλα, θωρώ τον τζιαι τζείνο, σκέφτουμαι «Τωρά τούτος νομίζει ότι αχάπαρος;» η σακκούλα πρέπει να εζύγιζε ένα κιλό, με το ζόρι.

Διώ του ακόμα πέντε Ευρώ. Θωρώ τον που τα πουντζιάζει τζιαι κάμνει να φύει. «Έ, μάστρε. Θέλω ρέστα» φωνάζω του. Λαλεί μου, «Τωρά κάμνεις έτσι για ένα ευρώ;». «Κουμπάρε δώσμου θκυο Ευρώ πίσω τζιαι λάμνε στο καλό» είπα του.

Εν τον εκάνε που επήε να μου γελάσει, ενευρίασε τζιόλας τζιαι έσυρε μου το δύευρω μες το σιέρι σάννα τζιαι έφταια εγώ που εν τα εκατάφερε. «Τέλοσπαντων» είπα «εφτά ευρώ, με είχα τα, με έχασα τα. Εννα σφίξω ένα ποτήρι χυμό του μωρού να πάει πάσα κακό».

Πάω έσσω τζιαι αννοίω την τσέντα να δω τι μου εκόττησε ο παρέας. Η τσέντα είσιεν μέσα έξι μαντορίνια ούλλα τζι ούλλα, τζιαι τζείνα σαχνιασμένα. Έβαλα τα μες τον κάλαθο όπως ήταν με την τσέντα τζιαι εμαράζωσα που ως τζιαι τούτες οι συναλλαγές, εκαταντήσαν άτιμες.