Αγαπητή Ρέα,
Τον πρώτο τζαιρό στη φυλακή εδυσκολεύκουμουν να ξεχωρίσω την ζωή έξω ‘που την ζωή μέσα. Ήταν κάτι περίεργο, ένιωθα ότι ήταν σαν όνειρο τζαι ‘που λεπτό σε λεπτό θα εξυπνούσα. Ότι σε κάποια στιγμή θα άννοια τα μμάθκια μου, θα ήμουν πίσω στην βεράντα μου να καπνίζω τζαι να πίνω λικέρ μαστίχα.
Τες νύχτες, ήταν όνειρο μέσα σε όνειρο. Ήταν ακόμα πιο δύσκολα για μένα τα πρωινά. Να περιμένω να ξυπνήσω τζαι να δω το δωμάτιο μου τζαι αντί τούτου, να θωρώ τον κύριο Αντώνη που το απέναντι κελί να νίφκεται.
Οι πρώτες μέρες ήταν μια αναμονή. Το έξω με το μέσα ήταν σμιχτά, αδιαχώριστα, αλλά την ίδια ώρα διαφορετικά. Φαντάστου έναν ποτήρι γεμάτο γάλα. Σιώνωσε μέσα λλίο τριαντάφυλλο. Έτσι ήταν η αντίληψη μου για αρκετόν τζαιρό.
Ώσπου εσυνήθισα τζαι άρκεψα να τα ξεχωρίζω. Δηλαδή, εκατάφερα να αφήκω πίσω την ζωή μου έξω τζαι να προσαρμοστώ στην ζωή μου μέσα. Εξεχώρισα τους κανόνες της ζωής έξω που τους κανόνες της ζωής μέσα. Ετράβησα μια γραμμή τζαι οι δύο πραγματικότητες εχωρίσαν. Σαν το λάδι με το νερό.
Τζείνον που με εντυπωσίασε μετά ‘που τούτο τον διαχωρισμό έν’ το πόσο ξεκάθαρη φαντάζει η ζωή έξω άμαν είσαι θεατής. Σαν την τηλεόραση που καθαρίζει που τα σιονούθκια, έτσι είδα τζαι εγώ τον κόσμο μπροστά ‘που τους τοίχους. Πλέον οι αναμνήσεις μου είναι κασέττες σε μια τεράστια βιβλιοθήκη. Μπορώ να τες ανασέρνω όποτε θέλω, να τες βάλλω να τες θωρώ τζαι μετά να τες βάλλω πίσω στην θήκη τους.
Επί παραδείγματι, την περασμένη Παρασκευή μετά το μεσημεριανό, εκάθουμουν κάτω ‘που τον Περικλή. Ο Περικλής έν’ ένα δέντρο στην γωνιά της αυλής μας. Εγίναμε φίλοι, έν’ ο μόνος ‘που ακούει σιωπηλός τζαι ‘εν περιμένει να σιωπήσεις για να σου πει κάτι δικό του.
Ήταν κρυάδα, έκατσα σταυροπόδι τζαι εσήκωσα τον γιακκά του σακκακιού μου για να ζεσταθώ. Σαν το μωρό δέκα χρονών, έπιασα μια πέτρα τζαι άρκεψα να πελεκώ ένα κομμάτι ξύλο. Ο κινηματογράφος του μυαλού μου άρχισε να παίζει ένα βίτεο ‘που τζείνην την ημέρα που με εσυλλάβαν.
Τζαι τζείνην την ημέρα εκάθουμουν κάτω ‘που το δέντρο στην αυλή του σπιθκιού μας. Εκρατούσα μασιαίριν αντί για πέτρα τζαι εσκάλιζα ένα ξύλο. Είδα τους μπάτσους που εμπήκαν στην αυλή του σπιθκιού τζαι χωρίς να πουν κουβέντα εμουντάραν με. Είδα σε τζαι σένα που εχώστηκες κάτω ‘που το τραπέζι της κουζίνας τζαι έκρυψες στον κόρφο σου τον Ηρακλή το κουνέλι.
Ένιωσα τα σιέρκα μου να ματώννουν. Που το κρύο, ‘που τα νεύρα, ‘που την πίεση. Ελπίζω να καταλάβεις μια μέρα γιατί είμαι δαμέσα, γιατί εσυνέβηκαν τούτα ούλλα. Σιγά-σιγά εννά σου εξηγήσω.
Σε φιλώ,
Ουρανός