Θυμάσαι φίλε;
Είπαμε ότι εν θα μεγαλώσουμε. Ότι εννα μείνουμε μια ζωή, οι ίδιοι, όπως τζείνη τη νύχτα που άψαμε τα πυροτεχνήματα, στο χωράφι δίπλα που το καλάθι του μπάσκετ. Έτσι..
Να μας μαγεύκουν τα χρώματα τζιαι να μαλλώνουμε για το ποίος εννα άψει το φυτίλλι. Τζιαι να περνούν που τον εγκέφαλο μας, μέσα σε δευτερόλεπτα, χιλίαδες σκέψεις για το πως εννα γίνει πίο εντυπωσιακή η νύχτα μας. Πως να εντυπωσιάσουμε ο ένας τον άλλο.
Θυμάσαι;
Βασιλίαες της γής.
Με τα κοντά μας παντελόνια τζιαι τα βρωμισμένα μας γόνατα. Με τες πληγές, ξεραμένες στους αγκώνες.
Χαμέ. Στο πορτοκαλί χώμα του δημοτικού δίπλα που τα σπίθκια μας. Πριν να το ασφαλτοστρώσουν. Πριν να κόψουν τον ευκάληπτο. Τζείνο που αγκαλίαζαμε κάθε μέρα, με τα κοντά μας χέρια. Τζιαι μετά εκάμναμε σφυρίκτρες που τους καρπούς του.
Θυμάσαι φίλε;
Που επερπατούσαμε με τις ώρες. Για να πάμε να παίξουμε στες άλλες γειτονίες. Τζιαι λλίο πριν να ανάψουν τα φώτα του δρόμου, εξεκινούσαμε για το σπίτι. Με μια νάυλον σακκούλα με την μάππα μας μέσα.
Θυμάσαι φίλε;
Την αίσθηση της πέτρας πας τον κώλο σου;
Το ζεστό χώμα του καλοκαιριού, να τζυλά πάνω στα γυμνά σου πόθκια;
Τον ιδρώτα, στα δάκτυλα των ποθκίων σου, να κολλά πάνω στα δερμάτινα σάνταλα;
Την γεύση του νερού που το λάστιχο;
Την μυρωδία του ασφάλτου, όταν έππεφτες τζιαι εχτυπούσες;
Τα φαημένα, σιερούλια του BMX, πως ελίωναν το καλοκαίρι;
Θυμάσαι;
Τότε κανένας εν μας είπε για τα αποστηρωμένα γραφεία που θα εκαταλήγαμε.
Τζιαι αν μας το ελάλε εν θα τον επιστεύκαμε.