Η ώρα οκτώ το πρωί, κάποιος εκτύπουσε την πόρτα.
Ο Αντρέας εσηκώθηκε, μισοτζοιμισμένος να ανοίξει. Στην πόρτα ήταν ο Βασίλης, παλιός , καλός του φίλος τζιαι συνάδελφος.
Δουλεία συνήθως επίανναν στις εννία τζιαι ο Βασίλης εν ήταν άνθρωπος που θα έχαννε έστω τζιαι ένα δευτερόλεπτο που τον ύπνο του, εκτός τζιαι αν υπήρχε σημαντικός λόγος.
Για να σε δώ ξημέρωμα ρε Βασίλη, σημαίνει ότι κάτι εν πάει καλά.» ήταν η πρώτη κουβέντα του Αντρέα. «Έλα μέσα να σου κάμω καφέ τζιαι να μου πεις».
Εκάτσαν στο τραπέζι του στούντιο που ενοικίαζε ο Αντρέας. Σκεφτικός, ο Βασίλης εξεκίνησε την κουβέντα, ενώ ο Αντρέας επροσπαθούσε να βάλει σε μια τάξη τις σκέψεις του, μετά το απότομο ξύπνημα.
«Ρε φίλε, συμβαίνει τίποτε; Έκαμα σου κάτι;» λαλεί ο Βασίλης. «Τι σε έκαμε να σκεφτείς έτσι, ρε φίλε;» απαντά με απορία ,ξεπλένοντας την νύχτα που το πρόσωπο του, ο Αντρέας.
«Έσιει δέκα μέρες, που το πρωί δεν έρκεσαι να πιούμε τον καφέ μας παρέα, όπως πάντα. Τζιαι εν μου εξηγάς τον λόγο. Πε μου αν σου έκαμα κάτι!»
Ήταν αλήθκεια τούτο. Κάθε πρωί, που τον τζιαιρό που εκάμαν στρατό μαζί στα φυλάκια του 213, ο Αντρέας τζιαι ο Βασίλης επίνναν τον καφέ τους μαζί. Ακόμα τζιαι τωρά που εδουλέφκαν στα κοντέινερ, κάθε πρωί εβρέθουνταν στον καφενέ δίπλα που την δουλεία τζιαι εξεκινούσαν την μέρα τους παρέα. Ήταν μια ιεροτελεστία, στην οποία δικαίωμα συμμετοχής είχαν μόνο τούτοι δύο φίλοι.
Ο Αντρέας, έκαμνε απουσίες δέκα μέρες τωρά. Πράμα που εν είσιεν ξαναγίνει (εκτός που μια φορά που ο Αντρέας έπαθεν γαστρεντερίτιδα τζιαι έμεινε στο κρεβάτι μια εβδομάδα).
Ο Βασίλης εχαμογέλασε τζιαι απάντησε «Φίλε μου καλέ, ανακάλυψα κάτι που αξίζει να ξυπνάς, μόνο τζιαι μόνο για να το θωρείς. Σήμερα τζιερνώ καφέ εγώ.»
Οι δύο φίλοι εκάτσαν χαμέ, σαν έφηβοι, σε ένα πεζούλι, απέναντι που το σπίτι του Βασίλη. Ο καφές δυνατός τζιαι η πρωινή δροσιά του καλοκαιριού να θυμίζει κάτι που τες σκοπιές στην παλιά Λευκωσία, παρέα στα ημερήσια νούμερα στο στρατό.
Στην ώρα της, όπως κάθε πρωί, επέρασε τζίνη.
Το κάθε της βήμα, σαν μπάσο funk σε ταινία της δεκαετίας του 70.
Σγουρά, μαύρα μαλλιά, πιασμένα πάνω σε πρόχειρο κότσο. Με τούφες να δραπετεύουν τζιαι να πέφτουν δίπλα στον λαιμό της, σαν μαύρα ελατήρια.
Πίσω που την ριχτή, πράσινη της μπλούζα, να διαγράφετε ένα μικρό στήθος τζιαι δύο πόδια, ασφυκτικά κλεισμένα σε ένα χιλιοφορεμένο, σκισμένο τζίν.
Σαν ανοιξιάτικη εκδρομή, που εξεκινούσε που δύο δερμάτινα σαντάλια τζιαι εκατέληγε στο αγουροξυπνημένο, άσπρο της πρόσωπο.
Ούλλον νάζι, έσκασε τους ένα χαμόγελο, τζιαι εσυνέχισε τον δρόμο της, προφανώς για το πανεπιστήμιο.
Εκοιτάξαν ο ένας τον άλλο με νόημα.
«Νομίζω ήβραμε καινούργιο στέκι για να πίννουμε τον καφέ μας», είπε ο Βασίλης.