Η νύχτα που έδιωξα την θλίψη

Τζίνη την νύχτα, εν με εφορούσεν το σπίτι. Ήταν μια που τζίνες τις περιόδους της ζωής μου, που ούλλα μοίαζουν να εν λάθος. Όπου επήεννα ένιωθα αταίρκαστος, το πρωί εθώρουν την φάτσα μου στον καθρέφτη τζιαι εγύριζα που την άλλη, σάννα τζιαι αν δεν με λάμβανα υπόψη είσιεν να ομορφύνω ή τουλάχιστον είσιεν να νιώθω καλύτερα, εν έθελα να μιλώ με κανένα τζιαι κανένας εν έθελα να μου μιλά έστω τζιαι για μικροπράματα.

Στες σιειρόττερες στιγμές του ο άνθρωπος, κάμνει τες ποιό ασυνάρτητες τζιαι σπασμωδικές κινήσεις. Γυρεύκει κατανόηση, ποκούμπι σε λάθος ανθρώπους, σε λάθος τόπους. Ταυτόχρονα ανακαλύφκει τζιαι πράματα για τον εαυτό που απόφευγε να τα δεί παλία. Τζίνο τον τζιαιρό ανακάλυψα ότι είχα ανάγκη τον κόσμο. Γενικά είχα ανάγκη που την προστασία του πλήθους. Την ανωνυμία..

Αγγλία. Ήδη ήμουν τζιαμέ 3 μήνες. Εφτάσαν τα Χριστούγεννα τζιαι η πόλη ήταν ολόφωτη. Η ψυσίη μου όμως ήταν σκοτεινή πισσούρι. Εξεκίνησα τότε, να προσπαθώ να ξαναγεννηθώ που το κουκκούλλι μου. Όπως τους μεταξοσκώληκες που εβάλλαμε πας τα παμπάτζια τον τζιαιρό που είμαστε δημοτικό.

Επροσπαθούσα να τρίψω το κορμί μου όσο ποιο δυνατά εμπορούσα τζιαι να ξεπλύννω τον παλιό μου εαυτό που πάνω μου. Να μεν αφήκω τίποτε πάνω μου που να μου θυμίζει τον άνθρωπο του τελευταίου ενός χρόνου.

Τζείνος ο ένας χρόνος, ήταν ο σιειρόττερος της μέχρι τώρα ζωής μου. Ένα χρόνο εκατάλαβα τι σημαίνει μαράζι, τι σημαίνει να μαυρίζει η ψυσιή σου που μέσα. Να σηκώννεσαι τζιαι να τζιοιμάσαι μηχανικά, απλά επειδή πρέπει. Να μεν γελάς, να μεν μιλάς, να κουβαρώννεσαι πάνω στον καναπέ τζιαι να νίωθεις μιαν βράστη να ανεβαίνει που το στομάσιη σου στα ρουθούνια σου, τζιαι να σε κουντά να κλάψεις.

Τζείνη η κατάθλιψη τζιαι ο ψυχολογικός απελπισμός, αναγκάσαν με να έβρω τρόπο να φύω. Έτσι εβρέθηκα σε μια χώρα άγνωστη, σε μια πόλη άγνωστη, με όσο ποιο λλίους ανθρώπους του ίδιου κοινωνικού κράματος με μένα, εμπορούσα.

Όπως πολλές νύχτες στο Newcastle, έτσι τζιαι τζείνη έπιασα τους δρόμους περπατητός. Ένα που τα πράματα που μου αρέσκαν. Να φκαίννω που το σπίτι τζιαι να ξεκινώ, χωρίς να ξέρω που πάω, χωρίς να ξέρω γιατί, χωρίς να με νοίαζει αν θα καταλήξω κάπου.

Έκλωσα δεξιά που το Quay point τζιαι μετά αριστερά προς την γέφυρα.

Άρεσκε μου να κάθουμαι στην γέφυρα, πάνω που τον ποταμό. Ένα πράμα που εν είχα ποττέ μου δει τζιαι για μένα ήταν εμπειρία. Νερό να τζυλά σε μια ίσια γραμμή τζιαι να φέυκει. Να παρασέρνει μαζί του σκουπίθκια, ζώα, λάθκια. Ότι βρεθεί στο διάβα του. Όπως τον ποταμό που έλπιζα να περάσει που πάνω μου τζιαι να παρασύρει μαζί του τζείνη την αβάσταχτη θλίψη που εκουβαλούσα ακόμα πάνω μου.

Έκατσα στο κουμπιστίρη, στο παγκάκι. Το κάθισμα είσιεν πολλή υγρασία τζιαι εν ήθελα να γεμώσω νερά. Έκαμα μπροστά, πίσω τη σιαγόνα μου τζιαι έφκαλα ζεστό αέρα. Εχαμογέλασα για μια στιγμή, εν ξέρω γιατί μου προκαλεί τούτο το αίσθημα η άχνα της ανάσας μέσα σε μια παγωμένη, νύχτα του χειμώνα.

Τα σίερκα μου ήταν παγωμένα τζιαι με δυσκολία εκατάφερα να τυλίξω τσιγάρο.

Το Newcastle είσιεν τρείς γέφυρες στην σειρά. Η μία πιο παλία που την άλλη τζιαι ούλλες φωτισμένες. Η όπερα στα αριστερά μου, τζιαι τζείνη ολόφωτη. Τωρά με τα Χριστούγεννα, εμοίαζαν ούλλα όπως τες διαφημίσεις της κόκακολα, που εθωρούσαμε μωρά. Τζιαι το νερό μαύρο, να ρέσσει που κάτω μου τζιαι αντικατοπτρίζει την πόλη γυρώ του.

Η κρυάδα της περιοχής, εν ενέπνεε πολλή κόσμο να κάμνει περίπατο στην γέφυρα τζείνες τες ώρες της νύχτας. Έτσι ως επι το πλείστον, η γέφυρα ήταν δική μου. Παρέα μου ήταν οι υπόκωφοι ήχοι της μεγαλούπολής τζιαι ένα μπαράκι πάνω στην όχθη, λλία μέτρα πάρακατω.

Εγύρισα τζιαι είδα τον κόσμο μες το μπάρ που εδιασκέδαζε. Εζήλεψα σε κάποιο σημείο. Κάτι εν άφηνε τον εαυτό μου να χαρεί, κάτι μέσα μου, ετσίλλα μου την καρδία μου τζιαι ενεκάτωνε το στομάσιη μου.

Έκατσα κουκουλλί, τζιαι ετράβησα την πρώτη ρουφκία. Τα μαλλία μου ήταν βρεμένα, κρυά, έβαλα τα μέσα που το σακκάκι τζιαι ετράβησα τον γιακκά πάνω. Πρέπει να κουρεφτώ..

Επέρασε ένα ζευγάρι που μπροστά μου, αγκαλία. Εκουμπήσαν λλίο ποίο κάτω στην γέφυρα τζιαι αγκαλιαστήκαν ποιο σφικτά για να ζεσταθούν. Ούτε που εγυρίσαν να με δούν. Σάννα τζιαι εν υπήρχα.

Εξεκίνησε μια σειρά σκέψεων μες το μυαλό μου.

Τελικά είμαστε ούλλοι αόρατοι για τον παραπάνω κόσμο. Ορατοί τζιαι σημαντικοί είμαστε μόνο για τους ανθρώπους που μας αγαπούν, που μας νοίαζουνται. Τζιαι ούλλοι έχουμε έστω τζιαι ένα πουτούτους. Τζιαι τελικά εν τζίνοι που έχουν σημασία, όχι οι υπόλοιποι που σε πετάσσουν, που σε στύφκουν, που ρουφούν σαν βδέλλες τζίνα που τους διάς τζιαι μετα ξαπολούν σε να ρωτάς το γιατί τζιαι το πώς.

Στο νου μου ήρτεν η βαφτιστιτζίη μου, τζιαι ο τρόπος που έσφιγγε το δάκτυλο μου με το σίερι της άμα ήθελε να σηκωθεί που χαμέ.

Οι φίλοι μου που με εκάτσαν μια νύχτα του καλοτζιαιρκού τζιαι εδώκαν μου θκίο πάτσους να ανοίξω τα μάθκια μου τζιαι να δώ μπροστά μου. Την αλήθκεια μες τα μάθκια.

Οι φίλοι μου που θα έρκουνταν σε λλίες μέρες να γυρίσουμε την Αγγλία, την Ολλανδία, την Σκωτία.

Οι εκδρομές μας, τα εντούρο μας, οι συζητήσεις μας, τα τραούθκια μας, οι λογομαχίες μας. Ούλλα όσα εγεμώνναν την ζωή μας.

Εν ήταν μόνο τζίνη η ζωή μου. Εν ήταν μόνο τζίνη μες την ζωή μου. Είχα πολλά πράματα παράλληλα μαζί μου. Πολλά σιέρκα που απλώνναν να με φκάλουν που τον βάλτο.

Εν άξιζε ενας άνθρωπος μες την ζωή μου. Έστω τζιαι αν μου έδωκε πολλά, εν ήταν τζίνο που έθελα, τζίνο που ελάλεν ότι ήταν. Οι υπόλοιποι όμως ήταν τζιαμέ, τζιαι αγαπούσαν με. Για τζίνους έπρεπε να πλυθθώ, να πατήσω πάνω στο μαράζι τζιαι στην απόγνωση τζιαι να φκώ που πάνω.

Μια νύχτα κάτω που τους ευκάλυπτους, γυρώ που μια φωτιά. Πολλές παραφωνίες, πολλή πίττωμα, πολλή ποτό. Ένα μπουζούκι, ένα τζίεμπε, μια κιθάρα, κουτσές νότες. Καλοτζίαιρι, κλείεις τα μάθκια σου τζιαι νίωθεις ότι στον κόσμο εν μέτρα τίποτε άλλο. Ξέρεις ότι είσαι μηδαμινός, τζιαι κανένας, αλλά τζίνη στιγμή εν σίουρα η ποιο σημαντική τζιαι η ποιο σπουδαία σε ούλλο το σύμπαν. Για τζίνο το αίσθημα, για τζίνη την στιγμή, για να το ζείς, ξανά τζιαι ξανά, αξίζει να ξαναγεννίεσαι που τα στάχτες σου. Αξίζει, για να θωρείς τζιαι να συγκρίνεις τι έσιεις τζιαι τι χάννεις.

Είχα χάσει πολλά, αλλά ακόμα είχα πολλά κερδισμένα, τζιαι ακόμα είχα πολλά να ζήσω.

Τζιαι τζίνη εν ήταν ο τελευταίος μου σταθμός.

Εσηκώθηκα που το παγκάκι τζιαι εκατέβηκα το κύρτωμα της γέφυρας. Εδίκλησα πίσω μου. Τζιαμέ άφηκα ένα άυλο ομοίωμα μου. Να κάθετε να θωρεί τον ποταμό τζιαι να μαραζώνει. Εν ξέρω αν του εγύρισε σε κάποια φάση τζιαι εππίησε μες τον ποταμό να πνιεί.

Εγώ επροχώρησα παράλληλα με τον ποταμό προς την πόλη. Έσβησα το τσιγάρο μου, τζιαι εσήκωσα το πρόσωπο μου προς τον ουρανό να νιώσω τα πρώτα ψιχάθκια της βροσίης. Άνοιξα το στόμα μου τζιαι εχαμογέλασα.

Εξαναξεκίνησα..

Από δω και πάνω, σταματώ τις προσευχές..

Απο δω και πάνω δεν φοβάμαι..