‘Οσσον τζαι έκατσε στην ξύλινη, κουνιστή καρέκλα εθυμήθηκε ότι εν ελάθκιασε την σαλάτα. Εχάδεψε, τες στρογγυλές, σκαλιστές άκρες των σιερκών τζαι εσηκώθηκε αποφασιστικά. Εμέτρησε 3 κουταλιές της σούππας, λάδι που το καλό τζαι έσφιξε μισό λεμόνι. Η γενέκα του επερίπαιζε τον αμα τον εθώρε να ετοιμάζει τα σαλατικά.
«Η σαλάτα θέλει ένα σπάταλο στο λάδι, Γιώργο. Σε λίγο θα το μετράς με το σταγονόμετρο εσύ».
Ο Γιώργος συνήθως εμαίρευκε, τζείνη εν ήταν ποττέ καλή τζαι ούτε της άρεσκε. Μπορεί καμιά φορά να ετοίμαζε κανένα σάντουιτς, αλλά ως τζιαμέ. Ως επι το πλείστο, εσούζετουν πάνω στην καρέκλα, έκαμνε του παρέα τζαι εκάπνιζε κάτι τσιγάρα λεπτά τζαι μακριά. Τα μαξιλάρκα της καρέκλας, μυρίζουν ακόμα, τσιγάρο τζαι άρωμα.
Άκουσε τα ξύλινα σκαλιά της πίσω σκάλας να κτυπούν γλήορα. Τα βιαστικά βήματα του γιού του, όπως τες σφαίρες της τουρτούρας. Ψηλός, λιγνός, άχαρος με καστανόξανθα, ακούρευτα μαλλιά. Επικίνδυνα κοντά στα 30 του χρόνια, για κάποιο που μινήσκει με τον παπά του τζαι ππέφτει στο παιδικό του δωμάτιο.
Εφόρεν το φωσφοριζέ, κίτρινο γιλέκο του δήμου τζαι που κάτω, μια φανέλλα μαύρη με μπλέ έντονα γράμματα.
Ο Γιώργος εζάβωσε το δείν του, εβλεφάρισε τζαι ερώτησε απορημένος, με μια δόση ειρωνείας στην φωνή του. «Ήντα που εν τζείνη η φανέλλα που φορείς;»
«Εγόρασα την που τον σύλλογο. Ήντα που έσιει;» απάντησε αδιάφορα ο Αντωνής.
«Εν σου είπαν τίποτε οι συναδέλφοι σου που φορείς έτσι φανέλλα στην δουλειά;»
«Σιγά να μεν κόψει τους συναδέλφους μου, τι φορώ την ώρα που κόφκω εισιτήρια του πάρκινγκ.»
«Ρε Αντωνή, τι σημαίνει ‘Μένω Κύπρο, Μιλάω Ελληνικά’. Γιατί πρέπει να το γράφει η φανέλλα σου;»
Με γεμάτο το στόμα ραφκιόλες, ο Αντωνής είπε. «Εγεμώσαμε πουτούντους ξένους. Ούλλες οι ράτσες εσυνακτήκαν δαμέσα. Τωρά το καλοτζαιρί, εν φαντάζεσαι πόσες τιτσιρόκωλες Εγγλέζες τζαι Σουηδέζες έρκουνται στην θάλασσα. Να μεν πω για τους Φιλιππινέζους τζαι τους Αράπηες. Είμαστεν Έλληνες, τούτος ο τόπος εν Ελληνικός. Πρέπει να το δείχνουμε, να είμαστε περήφανοι!»
Ο Γιώργος, έκατσε πίσω στην κουνιστή καρέκλα. Σε μια τελευταία προσπάθεια να αναγκάσει το γιό του να σκεφτεί λογικά, ερώτησε. «Καλά ρε Αντωνή, σε ποιους απευθύνετε το μήνημα;».
«Σε τούτους ούλλους τους κουβαλητούς, ρε παπά!» επολοήθηκε ο Αντωνής τζαι εφάτζησε το πιρούνι πας το πιάτο.
«Ε, πως θα θκιεβάσουν την φανέλλα, αμα εν μιλούν Ελληνικά ρε χρυσέ μου γιέ;»
«Να μάθουν να μιλούν, άμα εν στην Κύπρο. Δαμέ τούτη τη γλώσσα μιλούμε!» απάντησε ο γιός του, τζαι εσυνέχισε να ρουφά βιαστικά το μεσημεριανό του.
Εβουλιαξε στα μαξιλάρκα, επαραδόθηκε στην ζεστή, γνώριμη μηρωθκιά της γενέκας του. Ένιωσε ξανά ότι εν μάταιο να συνεχίσει την συζήτηση.