Στου ζωναρκού της έθελα, να μουν εγίω την θέσην,
να μ’εσφιγγεν η ίδια πα’ στην δική της μέσην.
Ας ήμουν χώμαν, κατσαρόν, φτερόν μες την αυλήν της,
μια κουλλουπιά μες το νερόν που λούννει το κορμίν της.
Το σκαλοπάτιν που πατά στην σκάλαν τ’ανωγίου της,
κέντημαν μες τα σίερκα της, σόλα του παπουτσίου της.
Να ‘μουν νερόν να μ’επιννεν να σβήννω την φωθκία της,
να ‘ντζιζα πα’ στα σίειλη της, να μπαιννα στην καρκίαν της.
Τ’ αρκαστηρκού της το πατίν, να με πατά να τρίζω,
μέλισσα που τα σίειλη της το μέλι να τρυγίζω.
Πάνω στο τσαντιλέριν της τσερίν ας ήμουν ράστην,
τζείνη φωθκία, τζι ας έλυωννα που την δική της βράστην.